Η ταραχώδης ζωή της Σουζάν Βαλαντόν.
Το 1865 η Σουζάν Βαλαντόν είδε το πρώτο φως της ζωής και πήρε το όνομα «Μαρί-Κλεμεντίν». Ήταν η κόρη μιας φτωχής ανύπαντρης μητέρας που ζούσε στη Μονμάρτη. Στη βιογραφία της που εκδόθηκε το 2017, με τίτλο «Renoir’s Dancer», η Κάθριν Χιούιτ περιγράφει τη νεαρή καλλιτέχνιδα ως ένα παιδί που χαρακτηριζόταν από ισχυρογνωμοσύνη και ζωηρή φαντασία, στοιχεία που συχνά έφερναν σε απόγνωση τις καλόγριες που είχαν αναλάβει την εκπαίδευσή της. Έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, πριν γίνει καλλιτέχνιδα του τσίρκο στα 15 της. Η καριέρα της ολοκληρώθηκε πρόωρα μετά από τραυματισμό στη μέση της ενώ βρισκόταν επί σκηνής.
Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής της άρχισε να ζωγραφίζει. Δεν είχε την εκπαίδευση ή τα χρήματα που απαιτούνταν για να μπει ως καλλιτέχνιδα στον χώρο της τέχνης, επομένως ξεκίνησε την πορεία της ποζάροντας για άλλους ζωγράφους. Ήταν μια εργασία που συχνά δεχόταν επικρίσεις και η οποία ταυτιζόταν στο μυαλό του κοινού με την σεξεργασία –όμως της επέτρεπε να έρθει σε επαφή με την αφρόκρεμα της παριζιάνικης τέχνης.
Η Βαλαντόν ανταποκρίθηκε με ευκολία στον νέο της ρόλο. Εργαζόμενη για σχετικά άσημους ζωγράφους, σταδιακά απέκτησε φήμη εξαιτίας της αποφασιστικότητάς της να δικτυωθεί εντός ενός τόσο ανδροκρατούμενου χώρου. Σύντομα η μορφή της απεικονιζόταν σε ορισμένους από τους πιο γνωστούς ιμπρεσιονιστικούς πίνακες της εποχής. Ο πιο γνωστός από αυτός, είναι ο «Χορός στην Πόλη» του Ρενουάρ και πιθανώς ο «Χορός στο Μπουγκιβάλ».
«Δεν ήταν απλώς όμορφη», εξηγεί η Άιρσον. «Καταλάβαινε πώς έπρεπε να σταθεί, πώς να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα. Και έτσι σε διαφορετικά έργα, διαφορετικών καλλιτεχνών, μεταμορφωνόταν σχεδόν σε διαφορετικές γυναίκες».
Η Βαλαντόν δεν περιοριζόταν στις πόζες. Αξιοποιούσε τις στιγμές που τη ζωγράφιζαν ως ευκαιρία άτυπης εκπαίδευσης, παρατηρώντας και μαθαίνοντας από τους καλλιτέχνες. Ο Ανρί Τουλούζ-Λοτρέκ τη σύστησε στον Ντεγκά, ο οποίος έγινε ο μέντοράς της το 1889.
Καθώς προσπαθούσε να καθιερωθεί ως ζωγράφος στον χώρο της τέχνης, η Βαλαντόν μεγάλωνε και τον γιο της. Είχε μείνει έγκυος σε ηλικία 18 ετών. Παρά το γεγονός ότι η ίδια ποτέ δεν κατονόμασε τον πατέρα, ο Μιγκέλ Ουτρίγιο, ένας καλλιτέχνης με τον οποίο διατηρούσε στενές σχέσεις, καταγράφηκε επισήμως ως πατέρας του παιδιού της.
Όταν άρχισε να γίνεται διάσημη γα τη δουλειά της, λίγο πριν κλείσει τα 30, ο Ντεγκά της πρότεινε να εκθέσει τα έργα της. «Για μια ανεκπαίδευτη, φτωχή γυναίκα καλλιτέχνη ήταν απίστευτο, αδιανόητο, αδύνατο κατόρθωμα», τονίζει ο Χιούιτ.
Πράγματι, πέντε πίνακές της, που απεικόνιζαν παιδιά έγιναν δεκτοί. Όμως από τον κατάλογο της έκθεσης απουσίαζε το μικρό της όνομα –επομένως και το φύλο της.
Παρά το γεγονός ότι οι πρώτες της εκθέσεις τράβηξαν την προσοχή σημαντικών εμπόρων έργων τέχνης, μετά τον γάμο της η παραγωγή της επιβραδύνθηκε. Εν μέρει αυτό οφειλόταν και στον αλκοολισμό που ανέπτυξε ο γιος της από την εφηβεία του και έπειτα.
Ο Ντεγκά συνέχισε να προωθεί τα έργα της σε εκθέσεις, όμως η ίδια δεν μπορούσε να στρέψει επαρκώς την προσοχή της στην καριέρα της μέχρι τα 45 της χρόνια, όταν εγκατέλειψε τον σύζυγό της για τον νεαρότερό της καλλιτέχνη, Αντρέ Ουτέρ. Τότε ξεκίνησε και πάλι να ζωγραφίζει, τον εαυτό της και την οικογένειά της, αλλά και τα γυμνά που την έκαναν διάσημη. Το 1911 ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε έκθεση αφιερωμένη αποκλειστικά στη δουλειά της.
Στη δεκαετία το 1920, κέρδισε την εκτίμηση των κριτικών, με το όνομά της να εμφανίζεται ακόμη και σε πρωτοσέλιδα γαλλικών εφημερίδων.
Οι φιγούρες που ζωγράφιζε δεν ταίριαζαν με την ντελικάτη θηλυκότητα που αναμενόταν από τους πίνακες της εποχής. Αφορούσαν σύγχρονες γυναίκες με σύγχρονα χτενίσματα και ρούχα, όπως επίσης και με ορατή τριχοφυΐα –σε αντίθεση με τα γυμνά που επικρατούσαν μέχρι τότε σε ολόκληρη την ιστορία της τέχνης, όπως τονίζει η Άιρσον.
Ακόμη πιο εντυπωσιακοί ήταν οι πίνακές της που απεικόνιζαν γυμνούς άνδρες, παρά τη σπανιότητά τους στο έργο της. «Το γεγονός ότι ζωγράφιζε ανδρικό γυμνό στις αρχές του 2ου αιώνα είναι πραγματικά σοκαριστικό από μόνο του», εξηγεί η Άιρσον. «Και ζωγράφιζε ανδρικό γυμνό με αρκετά σεξουαλικοποιημένο τρόπο. Μπορείς να διακρίνεις την επιθυμία της. Είναι ορατός ένας θαυμασμός για το ανδρικό σώμα που ήταν ανήκουστος εκείνη την εποχή».
Το 1923, σε ηλικία 50 ετών, φιλοτέχνησε το πιο αξιοσημείωτο έργο της: «Το Μπλε Δωμάτιο», στο οποίο απεικονίζεται μια χυμώδης καστανή γυναίκα να ξαπλώνει σε μπλε εμπριμέ σεντόνια, με μια στοίβα βιβλίων στα πόδια της. Η γυναίκα φαίνεται αφηρημένη, από το στόμα της κρέμεται ένα τσιγάρο και η χαλαρή της στάση αποπνέει αυτοπεποίθηση.
Στα τελευταία χρόνια της καριέρας της, τα έργα της εκτέθηκαν σε όλο τον κόσμο, μεταξύ άλλων και στη Νέα Υόρκη, την Πράγα, το Σικάγο και το Βερολίνο. Το 1938 έχασε τη ζωή της σε ηλικία 72 ετών αφού υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο.
Τότε, ο γάλλος κριτικός τέχνης Ζορζ Μπεσόν την αποκάλεσε «την πιο δικαιολογημένα διάσημη» γυναίκα ζωγράφο της εποχής της, ενώ άλλος κριτικός προέβλεψε ότι η «θέση της στην ιστορία της τέχνης του 20ου αιώνα είναι ήδη εξασφαλισμένη».
Όμως η ιστορία δεν κινείται πάντα σύμφωνα με το αναμενόμενο –ειδικά όταν υποχρεώνεται να τιμήσει μια γυναίκα. Και έτσι η φήμη της Βαλαντόν έσβησε μετά τον θάνατό της, ενδεχομένως επειδή ποτέ δεν ταυτίστηκε με κάποιο συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα ή επειδή επισκιάστηκε από τους άνδρες της γενιάς της.
Πρόσφατα, όμως, ο εμβληματικός πίνακάς της επανήλθε στο προσκήνιο. Στην εποχή που επιχειρεί να αποκαταστήσει τις ξεχασμένες ταλαντούχες ζωγράφους, το έργο της Βαλαντόν είναι βέβαιο ότι θα μας απασχολήσει ξανά και ξανά.
«Είναι σαν να ανακαλύπτεις ένα νέο κεφάλαιο ενός βιβλίου που νόμιζες ότι ξέρεις απ’ έξω», εξηγεί η Άιρσον στο CNN. «Αν ξέρεις τον Τουλούζ-Λοτρέκ και τον Ρενουάρ, και τους υπόλοιπους εικαστικούς των δεκαετιών του 1920 και του 1930, πραγματικά θα πρέπει να γνωρίζεις και την Βαλαντόν».
Via
in.gr
Διαβάστε επίσης:
Η Τζεντιλέσκι είναι πιο άγρια από τον Καραβάτζιο