Στους πίνακες της η Αρτεμισία έχει έναν τόσο ωμό και άγριο ρεαλισμό που ούτε καν ο Καραβάτζιο δεν τόλμησε να απεικονίσει. Το διασημότερο δημιούργημά της «Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη» είναι βουτηγμένο στο αίμα και παράλληλα μια κραυγή διαμαρτυρίας. Υπάρχει όμως και η παραλληλία με την προσωπική της ζωή, αφού κατά πολλούς μαρτυρά την τραυματική εμπειρία του βιασμού της σε ηλικία 18 ετών, από τον ζωγράφο Αγκοστίνο Τάσι (μαθητή του Καραβάτζιο) τον οποίο ο πατέρας της είχε προσλάβει ως δάσκαλό της στη ζωγραφική.
Ο βιασμός της από τον ζωγράφο Αγκοστίνο Τάσι έκανε την Αρτεμισία πρωτοσέλιδο στην εποχή της, με τον πιο δυσάρεστο τρόπο
Ο πατέρας της Αρτεμισία τον οδήγησε σε δίκη. Εκείνος αθωώθηκε καθώς ήταν ευνοούμενος του Πάπα. Το σκάνδαλο ήταν πρωτοσέλιδο. Η Αρτεμισία έγινε γνωστή με τον πιο δυσάρεστο τρόπο και ντοκουμέντα από τη δίκη αλλά και τις λεπτομερείς και οργισμένες καταθέσεις της έχουν διασωθεί.
Ο κύκλος της ζωγραφικής την έβαλε στο περιθώριο. Όταν παντρεύτηκε τον ζωγράφο Πιεραντόνιο εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία. Έγινε ζωγράφος της βασιλικής Αυλής, ευνοούμενη των Μεδίκων και το 1614 έγινε η πρώτη γυναίκα -μέλος της Accademia delle Arti del Disegno. Εκεί γνώρισε συναρπαστικές προσωπικότητες όπως ο Γαλιλαίος- αλλά και τον Φραντσέσκο Μαρία ντι Νικολό Μαρίνγκι, ο οποίος έγινε ισόβιος εραστής και οικονομικός υποστηρικτής της.
Ήταν η μοναδική γυναίκα ζωγράφος της εποχής που είχε δικό της ατελιέ με δικούς της βοηθούς. Όμως αγαπούσε την καλή ζωή και απέκτησε χρέη. Ο γάμος της δεν την ικανοποιούσε κι έφυγε. Το 1620 επέστρεψε στην Ρώμη. Μέχρι τότε όμως είχε καταφέρει να γίνει διάσημη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πέθανε στη Νάπολη το 1653 ή το 1654. Τα έργα της όμως, ζουν «για πάντα».