«Να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων»
Ο Νίκος Μπελογιάννης (22 Δεκεμβρίου 1915 – 30 Μαρτίου 1952) ήταν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, γνωστός και ως «ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο». Η Έλλη Παππά (1920 - 27 Οκτωβρίου 2009) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας, Ο Νίκος Μπελογιάννης και η Έλλη Παππά γνωρίστηκαν αμέσως μετά τον εμφύλιο και σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας με την πολιτική τους δράση. Ήταν κι οι δύο στελέχη στο ίδιο κόμμα και παντρεμένοι με άλλους όταν ερωτεύτηκαν.ΠΕΡΣΑ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
30 Μαρτίου 2023
Η σύλληψή τους για τα πολιτικά τους φρονήματα τους οδήγησε στη φυλακή. Η Έλλη έμαθε πως ήταν έγκυος φυλακισμένη. Το μωρό έζησε τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του στη φυλακή κι ύστερα το μεγάλωσε η αδερφή της Έλλης Παππά, η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου.
Η Παππά γλύτωσε την θανατική καταδίκη λόγω της προχωρημένης της εγκυμοσύνης παρά το ότι είχε ζητήσει να μην εξαιρεθεί και να πεθάνει με τον Μπελογιάννη, και παρέμεινε στη φυλακή απ’ όπου δεν σταμάτησε να γράφει. Ο Μπελογιάννης εκτελέστηκε τα χαράματα της 30ης Μαρτίου του 1952.
Η Έλλη Παππά περιγράφει την τελευταία μέρα της ζωής του Μπελογιάννη:
«Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε ύπνο
για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο
και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές
στο μπόι των ονείρων μας στο μπόι των ανθρώπων».
«…Ὥσπου ξημέρωσε τὸ Σάββατο. Ὡς τὸ μεσημέρι δὲν εἶχε γίνει τίποτε τὸ ἐξαιρετικό, τὸ μεσημέρι γίνανε ὅλα. Δὲν ἀφήσανε τὸν δικηγόρο νὰ μᾶς δεῖ. Καὶ κείνη τὴν μέρα τὸν περιμέναμε μὲ ἰδιαίτερη ἀνυπομονησία, γιατί θάφερνε τὸ χαρτὶ ποῦ ἔπρεπε νὰ φτιάξει ὁ πατέρας σου γιὰ σένα –γιὰ νᾶσαι τακτοποιημένος καὶ ἀπέναντι στὸ ἑλληνικὸ κράτος. Ἐκείνη περίπου τὴν ὥρα εἴχανε φωνάξει τὸν Μπάτση μέσα. Γύρισε ἀρκετὰ ταραγμένος, εἶχε δεῖ τὸν Πανόπουλο καὶ τὸν Ρακιτζή, ποῦ τοῦ προτείνανε ἄλλη μία φορὰ νὰ γίνει ἀνοιχτὸς πιὰ χαφιές. Ἀρνήθηκε. Αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη σήμαινε φανερὰ –ἐκτέλεση. Ἤτανε Σάββατο. Πιστεύαμε ὅτι πρὶν τὴ Δευτέρα δὲν θὰ γινότανε. Τὴν προηγούμενη μέρα μᾶς ἀφήσανε, γιὰ πρώτη φορά, νὰ κάνουμε ἐπισκεπτήριο. Εἶδα τὴ θεία σου καὶ ὁ Νίκος τὴ γιαγιά σου. Λίγα λεπτά. Στὴν ἀρχὴ μᾶς εἶχε φανεῖ καλὸ σημάδι. Μὰ ὕστερα κι ἀπ’ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ρακιτζῆ εἴδαμε ἀλλιῶς καὶ αὐτὸ τὸ ἐπισκεπτήριο.
Τ’ ἀπόγευμα, ὕστερα ἀπ’ τὴ λιγόλεπτη ἔξοδο, μᾶς κάνανε πιὸ αὐστηρὴ ἔρευνα. Εἶδα ἀπ’τὸ κελὶ τοὺς ἀσφαλίτες νὰ ψάχνουνε ἀκόμη καὶ τὰ παπούτσια τοῦ Ἀργυριάδη. Ἔκαψα ὅσα γράμματα τοῦ Νίκου φύλαγα. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲ μιλήσαμε πολύ. Ρώτησα κάποια στιγμὴ τὸ Νίκο τί κάνανε. – « Ἀναλύουμε, διαλύουμε καὶ συνθέτουμε, …» μοῦ ἀπάντησε γελώντας. Ἤμουνα πιὰ σίγουρη πῶς θαρχότανε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, μὰ δὲν εἶπα τίποτα. Κι ἐκεῖνος ἦταν σίγουρος πῶς θαρχότανε μὰ ὄχι πρὶν τὴ Δευτέρα. Καὶ κοιμηθήκαμε. Ἀκόμα καὶ κείνη τὴ νύχτα κοιμηθήκαμε. Στὸν ὕπνο μου ἄκουσα κλειδιά. Ἤτανε ἀκόμη στὴν αὐλὴ μὰ ἄκουσα τὸ βρόντηγμα τῶν κλειδιῶν. Τινάχτηκα πάνω καὶ φώναξα τὸν Νίκο. Εἶχε ἀκούσει καὶ κεῖνος. «Ἐ ναί, ἔρχονται…» μοῦ ἀποκρίθηκε. Τοὺς εἶδα. Ἀνοίξανε ὅλα τὰ κελιὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δικό μου. Ὁ Νίκος ζήτησε νὰ μὲ δεῖ. Δὲ μοῦ ἀνοίξανε. Μᾶς ἀφήσανε τὸ παραθυράκι μὲ τὰ σίδερα γιὰ ν’ἀποχαιρετιστοῦμε. Εἶδα τὸ αἷμα νὰ χάνεται ἀπὸ τὸ πρόσωπό του ὅταν κοιταχτήκαμε καὶ ξέραμε πώς δὲν ὑπῆρχε γιὰ μᾶς ἄλλη μέρα. Ὁ Καλούμενος ἦρθε κοντὰ μ’ ἀνοιχτὸ πουκάμισο. «Πάω καὶ γῶ!» μοῦ εἶπε, καὶ προσπαθοῦσε αὐτὴν τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ γίνει παλληκάρι. Ὁ Μπάτσης στάθηκε πιὸ πέρα. «Φρόντισε καὶ γιὰ τὴν κόρη μου…» μὲ παρεκάλεσε. «Ναὶ ἂν ζήσω», τοῦ εἶπα. Ὁ Νίκος ἔγειρε κοντά μου. «Πρέπει νὰ ζήσεις» μου εἶπε, «πρέπει…». Τὸ πρόσωπό του ἤτανε γκρίζο, ἔκανε πολλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ κυλήσει οὔτε ἕνα δάκρυ. Μοῦ’ δῶσε τὸ ρολόϊ, τὸ στυλό, τὸ πορτοφόλι μὲ τὶς φωτογραφίες. «Πᾶμε», εἶπε ὁ ἐπικεφαλῆς. Ἕνα φιλὶ μὲς ἀπ’ τὰ σίδερα. Δὲν ἤξερα ἂν ζοῦσα ἢ ἂν αὐτὸ ἦταν ἡ κόλαση. Θυμᾶμαι πῶς τοὺς εἶχα ρωτήσει γιατί δὲν μ’ ἀνοίγουνε κι ἐμένα. «Δὲν εἶσαι στὸ χαρτί», μοῦ εἶχε ἀποκριθεῖ ὁ ἀρχιφύλακας καὶ φαινότανε στενοχωρημένος. Θυμᾶμαι πῶς φώναξα. «Πάρτε μὲ καὶ μένα» κι ὕστερα σωριάστηκα στὸ στρῶμα. Ἄργησα πολὺ νὰ συνέλθω γιὰ νὰ κλάψω.
Ξημέρωσε, ἀνοίξανε, βγῆκα στὴν αὐλή. Ἤθελα νὰ βγῶ. Ὅπως κάθε πρωί. Ἤτανε συννεφιὰ καὶ στὴ στέγη τῆς φυλακῆς καθότανε ἕνα περιστέρι. Ἐκεῖνος δὲν ἤτανε πιά… Γύρισα στὸ κελὶ κι ἔκανα τὸ σχέδιό μου. Νὰ ζήσω, δὲν μποροῦσα. Ν’ ἀφήσω ἀνεκπλήρωτη τὴν ἐπιθυμία του, δὲ γινότανε. Πῶς μποροῦσα νὰ τὰ συνταιριάξω τὰ δυό; Ἔγραψα γράμματα καὶ περίμενα τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ στείλω ἔξω. Θὰ ἔγραφα καὶ ἕνα ἀκόμη, ἕνα γράμμα – δυὸ λόγια στὸν Πλαστήρα. Θὰ τοῦ πέταγα στὰ μοῦτρα τὴ ζωή μου, γιατί στὴν πραγματικότητα μὲ εἶχε ἐκτελέσει.
Μὲ φυλάγανε πολύ. Δὲν μπόρεσα νὰ στείλω τὰ γράμματα. Τὸ πρόσωπο τοῦ Νίκου ἔσκυβε μέσα ἀπ’ τὰ σίδερα. Δέχτηκα αὐτὴ τὴ ζωή, πού μοῦ ζήτησε νὰ ζήσω. Βαριά, σκληρὴ – πολλὲς φορὲς μ’ ἔκανε νὰ πῶ «γιατί νὰ μὴν μ’ ἔχουνε ἐκτελέσει…» μὰ κράτησα τὸ λόγο μου – δὲν ἔδωσα μόνη μου τὸ τέλος. Δέχτηκα, καὶ γιὰ τοὺς δυό μας πιά, τὴ χαρά σου. Σοὺ ‘πλεξα τὸ πρῶτο σου παντελονάκι. ἤσουνα ἑφτὰ μηνῶν, ἕνα «ὡραῖο» ποίημα ἑφτὰ μηνῶν. Τώρα κοντεύεις ἕντεκα χρονῶν, κι ἀκόμα εἶμαι μακρυά σου. Αὐτὴ τὴν ἱστορία τῆς Καλλιθέας σοῦ τὴ γράφω μὲ πολὺ κόπο, γι’ αὐτὸ καὶ τόσο σύντομα. Ὅμως ἔπρεπε νὰ στὴ πῶ. Γιὰ νὰ μπορέσεις πιὸ πολὺ νὰ γνωρίσεις τὸν πατέρα σου. Κι αὐτὰ τὰ φοβερὰ καὶ τόσο μεγάλα χρόνια, πού ζήσαμε ἐμεῖς».
Στις 25 Μαρτίου του 52, οι κρατούμενοι έπεσαν να κοιμηθούν. Κοιμόντουσαν με τα ρούχα συνήθως αφού από στιγμή σε στιγμή ανέμεναν τον θάνατο. όμως τώρα ήταν Σάββατο και γνώριζαν καλά ότι Κυριακή δεν γίνονταν εκτελέσεις. Κατά τις 2:30 ξημέρωμα Κυριακής το κρατητήριο φωτίζεται. Ο Μπελογιάννης πετιέται όρθιος. Ένας φύλακας του ανοίγει την πόρτα, ο Μπελογιάννης τον ρωτά:
«Πάμε για καθαρό αέρα?»
«Ναι Νίκο, πάτε για εκτέλεση..»
Διαβάστε επίσης:
7 ζευγάρια που άλλαξαν τον κόσμο
«Ο Ζαχαριάδης ήθελε τον Μπελογιάννη νεκρό»
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Ερωτικές επιστολές
Ο Αλέν Μπαντιού για την αγάπη και τον έρωτα
PLAYER: Πως κατεβάσαμε τη σημαία
εμφάνιση σχολίων