Η Ρένα είναι μια διαφορετική γυναίκα. Το θέατρο μπορεί να μας μάθει να είμαστε πιο ανεκτικοί στη διαφορετικότητα; Η Ρένα είναι διαφορετική ως προς την ιδιότητά της, αλλά όχι ως προς την ψυχή της. Μακάρι ένας άνθρωπος σαν τη Ρένα, να μας έκανε πιο ανοιχτούς, πιο δεκτικούς, πιο ανεκτικούς. Η καλοσύνη της είναι συγκινητική. Το ίδιο και η αγάπη και ο σεβασμός στη ζωή. Δεν έχει ίχνος ρεβανσισμού. Αντίθετα, αναρωτιέται συνεχώς για το δίκιο και το άδικο, ξεκαθαρίζοντας με έναν μαγικά ευθύ τρόπο, πως η ανθρωπότητα μετά τους πολέμους του 20ου αιώνα δεν έγινε καλύτερη και πως η πληγή που άνοιξε στην Ελλάδα του ‘44 δεν έκλεισε ποτέ. Όσο για το αν το θέατρο μπορεί να μας μάθει να γίνουμε πιο ανεκτικοί στη διαφορετικότητα, νομίζω πως αυτό έχει να κάνει με το πόσο έχουμε μάτια, αυτιά, ψυχές ανοιχτές σε τέτοια μηνύματα. Έχει να κάνει αφενός με τη θέληση μας να αλλάξουμε κι αφετέρου με τις προκαταλήψεις και τους φόβους μας.
Ο παραλληλισμός της ζωής της Ρένας με την ελληνική ιστορία είναι αναπόφευκτος: Η Ελλάδα ως γερασμένη πόρνη. Παρόλα αυτά, δεν στοχεύουμε σε μια παράσταση ντοκουμέντο. Η Ρένα είναι μια θεότρελη περσόνα που μας προτρέπει πάνω απ’ όλα να χαρούμε τη ζωή
Τι θα ήθελες να πάρει μαζί του στο τέλος φεύγοντας ο θεατής; Πιστεύω πως κάθε παράσταση είναι πράξη πολιτική. Η Ρένα είναι φτιαγμένη από τον Αύγουστο Κορτώ να παίρνει κουράγιο από τα δύσκολα και να επιστρατεύει το χιούμορ στα καταστροφικά. Απευθύνεται στο πλατύ κοινό και θα θέλαμε να το αγαπήσουν και οι πιο ετερόκλητοι άνθρωποι κοινωνικά, ιδεολογικά, καλλιτεχνικά. Είναι μια παράσταση που θα΄ θελα να δώσει κουράγιο στους θεατές να υψώνουν το ανάστημα τους στα δύσκολα και να μην κολλάνε στο παρελθόν. Οι μνήμες μας, μας κρατάνε συντροφιά και μας οδηγούν στο Μέλλον. Η Ρένα νοιώθει απόλυτα ελεύθερη και χωρίς κανέναν φόβο, όταν στα βαθειά της γεράματα βρίσκεται στο Athens pride, ανάμεσα σε χιλιάδες νέους που διαδηλώνουν πως όλες οι οικογένειες είναι ίσες.
Οι κριτικοί αντιμετωπίζουν διαφορετικά τους άντρες σκηνοθέτες απ’ ό,τι τις γυναίκες; Καμιά φορά μας χλευάζουν λίγο περισσότερο. Μάλλον γιατί και οι ίδιοι πρέπει να περάσουν από τη «θεραπεία αποδοχής της ισότητας των οικογενειών και των φύλων». Αν και όταν ξεκίνησα να σκηνοθετώ (ελάχιστες ήταν οι γυναίκες σκηνοθέτιδες πριν 27 χρόνια), η υποδοχή ήταν θερμή, στη συνέχεια συνειδητοποίησα πως οι συνομήλικοι άντρες σκηνοθέτες γίνονταν πιο εύκολα αποδεκτοί. Όσο ήμουνα στην οικογένεια του θεάτρου Αμόρε (1η πενταετία του εξαιρετικού θεατρικού χώρου που δημιούργησε ο Γ. Χουβαρδάς το 1991), ήμουν προστατευμένη. Όταν «άνοιξα τα φτερά μου», δέχτηκα μεγάλη επίθεση. Κατάφερα να επιβιώσω στο θέατρο πολλά χρόνια και με τύχη, αλλά και με πολλή δουλειά. Πιεζόμουν να προσπαθήσω παραπάνω από άντρες συναδέλφους. Ένοιωθα πως πολύ εύκολα θα βρισκόμουν εκτός δουλειάς, εάν δεν σταματούσα να δίνω τόση σημασία σε όσο γράφονταν. Με τον καιρό άρχισε να έχει μεγαλύτερη σημασία για μένα η συνέπεια μου, οι στόχοι μου, η προσωπική μου ζωή. Και πάνω απ΄ όλα οι συνεργάτες με τους οποίους θα μοιραζόμουνα επί της ουσίας το κάθε ταξίδι μιας καινούργιας παράστασης.
Όλοι οι καλλιτέχνες ζούμε μια τρέλα! Προσπαθούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στο καλλιτεχνικό όνειρο και την πραγματικότητα, που συνοψίζεται σε μια μικρή ερώτηση: «Τα φέρνει»;
Πώς είναι να σκηνοθετείς θέατρο στην Ελλάδα στις μέρες μας; Είναι λίγοι οι οργανισμοί που επιχορηγούνται και μπορείς να κάνεις εκεί θέατρο με αυτοσεβασμό και με σεβασμό στο αντικείμενο σου. Ακόμα και σ΄ αυτούς όμως, μπαίνουν κάποιες προϋποθέσεις που έχουν να κάνουν με το ταμείο. Εκτός επιχορηγούμενων θεάτρων, οι θεατρικοί Παραγωγοί είναι λίγοι και εξαιρετικά προσεκτικοί -πράγμα απολύτως φυσικό- με τα οικονομικά τους ανοίγματα. Σε μια κοινωνία που πρέπει εκ των προτέρων να αποφεύγεις το ρίσκο, γιατί να μπορείς να κάνεις θέατρο με όρους καθαρά καλλιτεχνικούς; Όλοι οι καλλιτέχνες ζούμε μια τρέλα! Προσπαθούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στο καλλιτεχνικό όνειρο και την πραγματικότητα, που συνοψίζεται σε μια μικρή ερώτηση: «Τα φέρνει»; Αυτόματα, αν δεν πάει καλά εισπρακτικά μια παράσταση, καταλήγεις και συμπαραγωγός με την αρνητική έννοια. Σε κάποια παραγωγή, επειδή το έργο δεν «τράβηξε» δεν μου πλήρωσαν ούτε τις μετακινήσεις μου. Κάποια άλλη ματαιώθηκε 10 μέρες πριν την πρεμιέρα και ο παραγωγός- ο ίδιος που το ξανάκανε φέτος σε άλλους συναδέλφους -μας άφησε στα κρύα του λουτρού. Ευτυχώς που υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως αυτή της Κάτιας Δανδουλάκη, που ξέρει να τιμάει όλους τους συνεργάτες της.
Ποια έργα θα ήθελες να ανεβάσεις στο μέλλον; Αν και η Ρένα του Κορτώ με έκανε να αισθανθώ ευτυχής, η αγάπη μου στα Κλασσικά ποιητικά κείμενα δεν κρύβεται. Έχω ήδη ξεσηκώσει μια εξαιρετική ομάδα συνεργατών για τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. Ο Τσέχωφ είναι ένα μεγάλο μου όνειρο, το ίδιο και η επιστροφή μου στον Λόρκα και στους Ιρλανδούς δραματουργούς. Με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη θα ευχόμουν να σκηνοθετήσω το Μάνα Κουράγιο, του Μπρέχτ.
Αν ένας δημιουργός σταματήσει να ονειρεύεται, θα πεθάνει
Οι αλλαγές γκρεμίζουν τα κάστρα μας ή μας πάνε ένα βήμα πιο πέρα; Αν κάστρα σημαίνει οικογένεια, προστασία, φροντίδα, ασφάλεια, δεν γκρεμίζονται, ταρακουνιούνται με την απώλεια, αλλά ακόμα κι αν νοιώθουμε να γκρεμίζονται, πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να συνεχίσουμε.
Τι όνειρα μπορεί να κάνει ένας νέος δημιουργός στη σύγχρονη Ελλάδα της «κρίσης»; Αν σταματήσει να ονειρεύεται, θα πεθάνει. Κάποια θα πραγματοποιηθούν, κάποια όχι.
Τι σου δίνει θάρρος για το μέλλον; Το ότι μοιράστηκα τη ζωή μου για 25 ολόκληρα χρόνια με έναν υπέροχο σύντροφο, η κόρη του, το παιδί μου. Ίσως και κάποιοι συγγενείς και φίλοι ζωής που μοιραζόμαστε τους ιδίους προβληματισμούς, τις ίδιες αγωνίες.
Info: Ρένα, Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Δευτέρα και Τρίτη, έως 16 Απριλίου.