Η Σούζαν Σόνταγκ γράφει τα »Δύο μέτρα και δύο σταθμά για την ηλικία» στο βιβλίο της Περί Γυναικών που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg
«ΠΟΣΟ ΧΡΟΝΩΝ ΕΙΣΑΙ;» Το άτομο που θέτει την ερώτηση μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Το άτομο που απαντάει στην ερώτηση είναι μια γυναίκα, μια γυναίκα «κάποιας ηλικίας», όπως λένε με διακριτικότητα οι Γάλλοι. Η ηλικία της μπορεί να εμπίπτει οπουδήποτε μεταξύ των είκοσι και των πενήντα ετών.DOCTV.GR
28 Μαΐου 2024
Αν η ερώτηση είναι τυπική –οι συνηθισμένες πληροφορίες που της ζητούνται όταν κάνει αίτηση για δίπλωμα οδήγησης, πιστωτική κάρτα, διαβατήριο–, τότε θα αναγκαστεί να απαντήσει με ειλικρίνεια. Αν συμπληρώνει μια αίτηση άδειας γάμου και ο σύζυγός της είναι ελάχιστα νεότερος, μήπως θα θελήσει να κρύψει μερικά χρόνια; Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα το κάνει.
Όταν κάνει αίτηση για δουλειά, οι πιθανότητες πρόσληψης συχνά εξαρτώνται από το αν βρίσκεται «στη σωστή ηλικία», και αν η δική της δεν είναι η σωστή, θα πει ψέματα αν πιστεύει ότι μπορεί να τη γλιτώσει. Στην πρώτη της επίσκεψη σε έναν καινούργιο γιατρό, νιώθοντας ίσως ιδιαίτερα ευάλωτη τη στιγμή που τη ρωτούν, πιθανόν θα βιαστεί να δώσει τη σωστή απάντηση.
Αλλά αν η ερώτηση είναι αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν προσωπική –αν την ερώτηση την κάνει ένας καινούργιος φίλος, μια κοινωνική γνωριμία, το παιδί του γείτονα, ένας συνάδελϕος στο γραφείο, στο μαγαζί, στο εργοστάσιο–, η απάντησή της είναι λιγότερο προβλέψιμη. Ίσως αποφύγει την ερώτηση κάνοντας ένα αστείο ή ενδεχομένως να πει με χαριτωμένη αγανάκτηση: «Το ξέρεις ότι δεν ρωτάμε ποτέ μια γυναίκα την ηλικία της;». Ή, διστάζοντας για μια στιγμή, ντροπιασμένη, αλλά ασυμβίβαστη, ίσως πει την αλήθεια. Ή ίσως πει ψέματα.
Αλλά ούτε η αλήθεια ούτε η υπεκφυγή ούτε το ψέμα αποκαλύπτουν το μέγεθος της δυσαρέσκειας που προκαλεί η ερώτηση. Για μια γυναίκα, το να αναγκαστεί να πει την ηλικία της, αφού έχει περάσει μια «συγκεκριμένη ηλικία», είναι πάντα μια μικρή δοκιμασία. Αν η ερώτηση προέρχεται από μια γυναίκα, θα αισθανθεί μικρότερη απειλή απ’ ό,τι αν προέρχεται από έναν άντρα. Οι άλλες γυναίκες είναι, στο κάτω κάτω, συντρόφισσες, εϕόσον μοιράζονται την ίδια πιθανότητα ταπείνωσης. Θα είναι λιγότερο πονηρή, λιγότερο σεμνότυφη. Αλλά μάλλον και πάλι δεν θα θέλει να απαντήσει και ίσως δεν πει την αλήθεια.
Με εξαίρεση τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, οποιοσδήποτε θέτει σε μια γυναίκα αυτή την ερώτηση –μετά από μια συγκεκριμένη ηλικία– αγνοεί ένα ταμπού και κατά πάσα πιθανότητα είναι αγενής ή απλώς επιθετικός. Σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν ότι, αφού περάσει μια ηλικία, ενώ στην πραγματικότητα είναι ακόμη αρκετά νέα, η ακριβής ηλικία μιας γυναίκας παύει να είναι κοινή γνώση. Μετά την παιδική ηλικία, το έτος γέννησης μιας γυναίκας γίνεται το μυστικό της, η ιδιωτική της περιουσία. Είναι κάτι σαν βρόμικο μυστικό. Το να απαντήσει με ειλικρίνεια είναι σχεδόν πάντα αδιακρισία. Η ενόχληση που αισθάνεται μια γυναίκα κάθε φορά που λέει την ηλικία της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αγχωτική συνειδητοποίηση της ανθρώπινης θνητότητας που μας διακατέχει όλους κάθε τόσο.
Υπάρχει μια κοινή πεποίθηση ότι σε κανέναν, άντρα ή γυναίκα, δεν αρέσει να γερνάει. Μετά τα τριάντα πέντε η αναφορά στην ηλικία κάποιου φέρει μαζί της την υπενθύμιση ότι πλησιάζει προς το τέλος της ζωής του. Δεν υπάρχει τίποτα το παράλογο σε αυτή την αγωνία. Ούτε υπάρχει κάτι αφύσικο στο άγχος και στον θυμό που αισθάνονται όσοι άνθρωποι είναι πολύ γέροι για τη χωρίς τέλος φθορά των δυνάμεών τους, σωματικών και πνευματικών.
Η προχωρημένη ηλικία είναι χωρίς αμφιβολία μια δοκιμασία που πρέπει να την υπομείνει κανείς στωικά. Είναι ένα ναυάγιο, παρά το θάρρος με το οποίο οι ηλικιωμένοι επιμένουν να συνεχίζουν το ταξίδι. Αλλά ο αντικειμενικός, ιερός πόνος των γηρατειών είναι άλλης τάξης από τον υποκειμενικό, χυδαίο πόνο του να μεγαλώνεις. Τα γηρατειά είναι ένα αληθινό μαρτύριο, το οποίο άντρες και γυναίκες θα περάσουν με παρόμοιο τρόπο. Το να μεγαλώνεις είναι κυρίως μια δοκιμασία της φαντασίας –μια ηθική ασθένεια, μια κοινωνική παθολογία–, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι πλήττει περισσότερο τις γυναίκες απ’ ό,τι τους άντρες.
Ειδικά οι γυναίκες είναι εκείνες που βιώνουν το να μεγαλώνουν (δηλαδή όλα όσα προηγούνται ως τα αληθινά γηρατειά) με τόση αποστροφή, ακόμα και με ντροπή. Τα συναισθηματικά προνόμια που αυτή η κοινωνία δίνει στα νιάτα προξενούν σε όλους μας ένα κάποιο άγχος για την πάροδο του χρόνου. Όλες οι σύγχρονες, αστικές κοινωνίες –σε αντίθεση με τις φυλετικές, αγροτικές κοινωνίες– υποτιμούν τις αξίες της ωριμότητας και υπερτιμούν τις χαρές της νιότης. Αυτή η επαναξιολόγηση του κύκλου της ζωής προς όφελος των νέων εξυπηρετεί θαυμάσια μια κοσμική κοινωνία της οποίας τα πρότυπα είναι η ολοένα αυξανόμενη βιομηχανική παραγωγή και ο ατελείωτος κανιβαλισμός της φύσης. Μια τέτοια κοινωνία πρέπει να δημιουργήσει μια νέα αίσθηση των ρυθμών της ζωής, προκειμένου να παρακινήσει τους ανθρώπους να αγοράζουν, να καταναλώνουν και να πετούν
Περί Γυναικών. Susan Sontag. Μετάφραση. Δανάη Σιώζιου, Εκδόσεις Gutenberg. Η Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη αλλά μεγάλωσε στο Tuscon της Αριζόνα και πήγε γυμνάσιο στο Λος Άντζελες. Μετά την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο του Σικάγο έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και τη θεολογία στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και στο κολέγιο Saint Anne's του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Έγραψε τέσσερα μυθιστορήματα ("The Benefactor", "Death Kit", "The Volcano Lover", "In America"-τα δύο τελευταία στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οδυσσέας), μια συλλογή διηγημάτων ("I, etcetera"), αρκετά θεατρικά έργα και οκτώ δοκίμια, από τα οποία γνωστότερα είναι τα "Ενάντια στην ερμηνεία" (ελλ. εκδ. Καφρέφτης), "Περί φωτογραφίας" (εκδ. περιοδικού "Φωτογράφος"), "Η ασθένεια ως μεταφορά" (εκδ. Ύψιλον), "Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων" (εκδ. Scripta) και "Where the Stress Falls". Ά ενώ τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί, μέχρι σήμερα, σε 32 γλώσσες. Γύρισε, επίσης, τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους ("Duet for Cannibals", 1969, "Brother Carl", 1971-και τις δύο στη Σουηδία-, "Promised Land", 1974, στο Ισραήλ, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Οκτωβρίου 1973, και "Unguided Tour", 1983, στην Ιταλία) και σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα, ανάμεσα στα οποία το "Περιμένοντας τον Γκοντό", το καλοκαίρι του 1993, στο πολιορκημένο Σεράγεβο, όπου πέρασε πολυ καιρό στο διάστημα μεταξύ 1993-1996 και ανακηρύχθηκε επίτιμη δημότης. Πολιτική ακτιβίστρια στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα για πάνω από δύο δεκαετίες, υπήρξε πρόεδρος του Αμερικανικού PEN Club μεταξύ 1987-1989 και έλαβε μέρος σε εκστρατείες για την ελευθερία της έκφρασης και την απελευθέρωση πνευματικών δημιουργών που διώχθηκαν για τις απόψεις τους. Η Σούζαν Σόνταγκ υπήρξε πολυβραβευμένη, εν ζωή. Πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 2004 στη Νέα Υόρκη.
Ακολουθήστε μας στο Instagram και στο Fb για να βλέπετε τα άρθρα που σας ενδιαφέρουν
Διαβάστε επίσης:
Αγγελάκος: Η ποίηση θα τα σαρώσει όλα
Μικρός Πρίγκιπας: Το σ’ αγαπώ και το σε θέλω
Πατρίκιος: Εκεί σε βρίσκει η ποίηση
εμφάνιση σχολίων