0
1
σχόλια
563
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Το πρόβλημα της ευτυχίας του ανθρώπου μπορεί ν’ αρχίζει με ένα πιάτο φαΐ, αλλά ποτέ δεν τελειώνει εκεί»
DOCTV.GR
20 Σεπτεμβρίου 2024
ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΩΣ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ξεκινάει από το σώμα του. Ίσον, άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαραγάγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης.

ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ, Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΔΕ ΣΚΟΠΕΥΕΙ ΑΠΛΩΣ σ’ ένα νέο σύστημα παραγωγής αγαθών ή σ’ ένα νέο σύστημα εξουσίας καλύτερο από το προηγούμενο, αλλά στην ευτυχία του ανθρώπου. Και η ευτυχία του ανθρώπου δε μπορεί να νοηθεί διαφορετικά, παρά μονάχα μες από την ελευθερία του σώματός του, μες από την ελευθερία της συμπεριφοράς του.

ΤΟ ’ΡΙΞΑ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΜΠΕΛΟΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, αλλά θέλω να σου πω πως το πρόβλημα της ευτυχίας του ανθρώπου μπορεί ν’ αρχίζει με ένα πιάτο φαΐ, αλλά ποτέ δεν τελειώνει εκεί. Και ένα και δύο και πολλά πιάτα φαγητό απέδειξε ότι μπορεί να προσφέρει ο καπιταλισμός.

ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΤΟ ΠΙΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, για την εποχή μας τουλάχιστον, σχετικά με την ευτυχία του ανθρώπου είναι το πρόβλημα της ελευθερίας του, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, χωρίς εξαρτήσεις, όρους ή περιορισμούς. Η απελευθέρωσή του από κάθε μορφή εξουσίας, ιεραρχίας και αυθεντίας.

ΤΕΛΙΚΑ, ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΩΣ ΤΟ ΟΡΑΜΑ μιας μελλοντικής κοινωνίας που επαγγέλλεται την ευτυχία του ανθρώπου θα πρέπει να είναι μια κοινωνία, όπου η κοινωνική πρακτική και δραστηριότητα θα ισούται, θα εκφράζεται με το παιχνίδι. Μιας κοινωνίας που θα κάνει οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου…

ΘΥΜΑΣΑΙ ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΜΙΛΑΓΕ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ για την κομμουνιστική κοινωνία; Μας έλεγε πως τότε η δουλειά θα είναι παιχνίδι, θα είναι χαρά, θα είναι σπορ.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕ ΘΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ από ανάγκη για να ζήσουν, αλλά από την ανάγκη της χαράς, της δημιουργίας. Ο καθένας στο παιχνίδι του, στο άθλημά του…

ΤΕΛΟΣ, ΤΟ ΠΩΣ ΕΓΙΝΑΝ ΣΗΜΕΡΑ τα πράγματα, μην το συζητάς, μόνο γι’ αυτά δεν κουβεντιάζουμε πια. Χέσ’ τα, θα στα πω άλλη φορά αυτά με λεπτομέρειες.


Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος. Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988). Ο Χρόνης Μίσσιος πέθανε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2012.


Διαβάστε επίσης:
Μίσσιος: Ζωή
Μίσσιος: Τα όνειρα που σκοτώθηκαν
εμφάνιση σχολίων