«Οι πολιτικοί τρώνε τους αγωνιστές. Τα πιο ωραία όνειρα σκοτώθηκαν από την εξουσία». Λίγο πριν τις εκλογές, ο Χρόνης μάς θυμίζει
DOC TV
23 Ιανουαρίου 2015
«ΞΕΡΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΙΟ ΩΡΑΙΑ, τα πιο όμορφα, τα πιο ρομαντικά όνειρα των επαναστατών σκοτώθηκαν από την εξουσία. Αυτή ήταν η αιτία της καταστροφής. Αυτή είναι η αιτία που μετατρέπει τα όνειρα σε εφιάλτη».
«ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΤΡΩΝΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ και τους ήρωες. Οι πολιτικοί φάγανε τον Άρη. Οι πολιτικοί φάγανε και τον Ρήγα Φερραίο... Οι πολιτικοί καταδίκασαν σε θάνατο και τον Κολοκοτρώνη. Η επιδίωξη της επανάστασης είναι το ανέφικτο, η επιδίωξη της πολιτικής είναι το εφικτό. Η επανάσταση είναι ζωή. Η πολιτική είναι παιχνίδι βρώμικο, ανήθικο, αδίστακτο και άθλιο. Η επανάσταση είναι φορέας πολιτισμού».
«ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΕΤΣΙ ΤΗ ΓΡΑΦΟΥΝΕ, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη. Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ' αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων σε ένα μονάχα 24ωρο από τη ζωή του επαναστάτη».
«ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΞΕΡΟΥΝ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ, ΓΡΑΦΟΥΝ και δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία… Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και μάζες... Τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση "εκατό χιλιάδες νεκροί" ή "βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια"».
«Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΟΥΤΕ ΦΕΡΕΙ ΟΥΤΕ ΕΔΡΑΙΩΝΕΙ ΚΑΜΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ, αντίθετα την καθιστά άχρηστη. Η οικολογία είναι επαναστατική, με την έννοια ότι στοχεύει να καταργήσει όλες τις αρνητικές δομές της κοινωνίας. Είναι η μόνη επανάσταση, θα λέγαμε, η οποία δεν φέρει εξουσία και δεν εδραιώνει καμία εξουσία. Είναι μια επανάσταση αυτογνωσίας, μια επανάσταση ανθρώπινης συνείδησης. Δεν είναι μια "πίστη" σε μια ιδεολογία αλλά μια καθημερινή πρακτική για να επανασυνδέσουμε τη λογική με τις αισθήσεις, να απελευθερώσουμε τη συμπαντική μας ιδιαιτερότητα. Να αναγνωρίσουμε τη διαφορετικότητα, την αυταξία και την αναγκαιότητα του συνόλου της ζωής…».
«ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΞΑΝΑΒΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΑΣ αισθητική, τα προσωπικά μας μονοπάτια, του έρωτα, της αγάπης και της τρυφερότητας, το άρωμα του κόσμου και της ύπαρξής μας».
«ΤΙ ΠΑΤΕ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΝΕΣΤΕ ΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ και δεν πάτε να καταλάβετε τα χωράφια της Μονής του Βατοπεδίου και να κάνετε μια φάρμα; Είστε όλοι σας μορφωμένα παιδιά, έχετε διάφορες ειδικότητες, να καταλάβετε τα βασιλικά κτήματα, αυτού του κερατά στο Τατόι, να κάνετε μια φάρμα; Θα 'χετε και τον κόσμο μαζί σας! Ποιος θα σας πει κουβέντα; Πάτε και πετάτε γκαζάκια και καίτε το αυτοκίνητο του αλλουνού του κακομοίρη, τι σας φταίει ο άλλος;».
Ο Χρόνης Μίσσιος (1930-20 Νοεμβρίου 2012) γεννήθηκε στην Καβάλα από γονείς καπνεργάτες και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε το θάνατο χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος. Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).
Διαβάστε επίσης: 4 κείμενα του Μίσσιου
εμφάνιση σχολίων