0
10
σχόλια
519
λέξεις
CULTURE
Το παραδοσιακό ένδυμα της Ιαπωνίας, ασκεί μια γοητεία που κρατά για πάντα
 
ΜΑΡΙΑΝΙΝΑ ΠΑΤΣΑ
26 Μαΐου 2020
Το κιμονό, σήμα-κατατεθέν της Ιαπωνίας, είναι το παραδοσιακό ένδυμα που κατάφερε να επιβιώσει μέσα στο χρόνο και να εξαπλωθεί σε όλη τη γη. Ορίζεται από τις ευθείες ραφές του, το χαρακτηριστικό του σχήμα “Τ” και τις συνήθως έντονες διακοσμητικές του λεπτομέρειες. Η λέξη κιμονό μεταφράζεται κυριολεκτικά  ως «αυτό που φοριέται».

Αν και υπάρχει από τα τέλη του όγδοου αιώνα, μόλις κατά την περίοδο Εdo (1603-1868) άρχισε να παίρνει τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα. Η τέχνη της κατασκευής του εξελίχθηκε κυρίως τον 16ο αιώνα. Ορισμένα κιμονό ήταν κυριολεκτικά έργα τέχνης και τότε κόστιζαν περισσότερο από ένα σπίτι. Οι άνθρωποι φυλούσαν τα κιμονό τους σαν θησαυρούς, και αυτά περνούσαν στην επόμενη γενιά ως κειμήλια.
 

Kατά το παρελθόν, οι ενδείξεις κοινωνικής θέσης και προσωπικής ταυτότητας εκφράζονταν μέσα από το χρώμα και τη διακόσμησή του κιμονό  

Τα ιαπωνικά ενδύματα, πριν γίνουν γνωστά ως «κιμονό», είχαν τις ονομασίες «kosode» (μικρά μανίκια) και «osode» (μεγάλα μανίκια). Οι ονομασίες αυτές δεν αναφέρονταν στο μέγεθος του μανικιού αλλά της μασχάλης. Στην πορεία το kosode υπερίσχυσε του του osode ως το κύριο ένδυμα που φοριόταν από τους πλούσιους και ισχυρούς ενώ, αρκετά σύντομα, έγινε το βασικό κομμάτι ρουχισμού της ιαπωνικής κοινωνίας, για όλες τις τάξεις και τα φύλα.

Το κιμονό ήταν δημοφιλές για πολλούς λόγους, μα κυρίως επειδή ήταν ευπροσάρμοστο. Ένα βαρύ κιμονό μεταξιού μπορούσε να φορεθεί το φθινόπωρο και το χειμώνα, ενώ τα ελαφρά λινά και το βαμβακερά, γνωστά και ως yukata, μπορούσαν να φορεθούν το καλοκαίρι.

Τα κιμονό δεν τονίζουν σώμα αυτού που τα φορά. Αντίθετα, καλύπτουν τη σιλουέτα. Έτσι το «παιχνίδι» του στυλ παίζεται στα υφάσματα, τα μοτίβα και τις λεπτομέρειες που το εμπλουτίζουν ενώ κατά το παρελθόν, οι ενδείξεις κοινωνικής θέσης, προσωπικής ταυτότητας και κοινωνικής ευαισθησίας εκφράζονταν μέσα από το χρώμα και τη διακόσμησή του.
 

Παραλλαγές των κιμονό έχουν φορεθεί από τους ιππότες Τζεντάι των «Star Wars» μέχρι το alter ego του David Bowie, Ziggy Stardust  

Κατά την περίοδο Meiji (1868-1912), το κιμονό βγήκε από την mainstream μόδα της Ιαπωνίας και υιοθετήθηκαν δυτικές μορφές ένδυσης. Όμως οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να γοητεύονται από αυτό και να το φορούν, τόσο στην Ιαπωνία, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Το κίνημα Japonisme του τέλους του 19ου αιώνα δημιούργησε μια μεγάλη αγορά με «κιμονό για τους ξένους». Ταυτόχρονα, η εγχώρια αγορά μετασχηματίστηκε με τη χρήση της ευρωπαϊκής τεχνολογίας κλωστοϋφαντουργίας και των χημικών χρωμάτων. Η μορφή του κιμονό είχε μεγάλη απήχηση και στους σχεδιαστές του 20ου αιώνα, όπως οι Paul Poiret, Mariano Fortuny και Madeleine Vionnet, οι οποίοι απελευθέρωσαν την σφιχτή του μορφή από τη ζώνη Obi και το άφησαν να πέφτει χαλαρά στο σώμα.

Καμία τέχνη δεν έχει μείνει ασυγκίνητη στη θέα και την επιρροή τους. Παραλλαγές των κιμονό έχουν φορεθεί από τους ιππότες Τζεντάι των «Star Wars», ως το alter ego του David Bowie, Ziggy Stardust και τον Freddy Mercury των Queen. Στη βιομηχανία της μόδας, το παραδοσιακό ένδυμα της Ιαπωνίας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μερικούς από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές και οίκους (Galliano, Yves Saint Lauren κ.α.) καθιστώντας το κιμονό ένα από τα πιο σημαντικά πολιτιστικά ενδύματα στην ιστορία.


Διαβάστε επίσης:
Η ιστορία του χρώματος στην τέχνη
Η ιστορία του Μπλε
Kintsugi: Η ομορφιά του ραγίσματος
εμφάνιση σχολίων