Το κιμονό ήταν δημοφιλές για πολλούς λόγους, μα κυρίως επειδή ήταν ευπροσάρμοστο. Ένα βαρύ κιμονό μεταξιού μπορούσε να φορεθεί το φθινόπωρο και το χειμώνα, ενώ τα ελαφρά λινά και το βαμβακερά, γνωστά και ως yukata, μπορούσαν να φορεθούν το καλοκαίρι.
Τα κιμονό δεν τονίζουν σώμα αυτού που τα φορά. Αντίθετα, καλύπτουν τη σιλουέτα. Έτσι το «παιχνίδι» του στυλ παίζεται στα υφάσματα, τα μοτίβα και τις λεπτομέρειες που το εμπλουτίζουν ενώ κατά το παρελθόν, οι ενδείξεις κοινωνικής θέσης, προσωπικής ταυτότητας και κοινωνικής ευαισθησίας εκφράζονταν μέσα από το χρώμα και τη διακόσμησή του.
Παραλλαγές των κιμονό έχουν φορεθεί από τους ιππότες Τζεντάι των «Star Wars» μέχρι το alter ego του David Bowie, Ziggy Stardust
Κατά την περίοδο Meiji (1868-1912), το κιμονό βγήκε από την mainstream μόδα της Ιαπωνίας και υιοθετήθηκαν δυτικές μορφές ένδυσης. Όμως οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να γοητεύονται από αυτό και να το φορούν, τόσο στην Ιαπωνία, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Το κίνημα Japonisme του τέλους του 19ου αιώνα δημιούργησε μια μεγάλη αγορά με «κιμονό για τους ξένους». Ταυτόχρονα, η εγχώρια αγορά μετασχηματίστηκε με τη χρήση της ευρωπαϊκής τεχνολογίας κλωστοϋφαντουργίας και των χημικών χρωμάτων. Η μορφή του κιμονό είχε μεγάλη απήχηση και στους σχεδιαστές του 20ου αιώνα, όπως οι Paul Poiret, Mariano Fortuny και Madeleine Vionnet, οι οποίοι απελευθέρωσαν την σφιχτή του μορφή από τη ζώνη Obi και το άφησαν να πέφτει χαλαρά στο σώμα.
Καμία τέχνη δεν έχει μείνει ασυγκίνητη στη θέα και την επιρροή τους. Παραλλαγές των κιμονό έχουν φορεθεί από τους ιππότες Τζεντάι των «Star Wars», ως το alter ego του David Bowie, Ziggy Stardust και τον Freddy Mercury των Queen. Στη βιομηχανία της μόδας, το παραδοσιακό ένδυμα της Ιαπωνίας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μερικούς από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές και οίκους (Galliano, Yves Saint Lauren κ.α.) καθιστώντας το κιμονό ένα από τα πιο σημαντικά πολιτιστικά ενδύματα στην ιστορία.
Διαβάστε επίσης:
Η ιστορία του χρώματος στην τέχνη
Η ιστορία του Μπλε
Kintsugi: Η ομορφιά του ραγίσματος