Ένας πατέρας με τέσσερα παιδιά, βρώμικος, εξαθλιωμένος αλλά με την ελπίδα στα μάτια, κουβαλάει τα πάντα στην πλάτη του και οδηγεί την οικογένεια του σε αυτό που εκείνος ελπίζει ότι είναι το μέλλον τους.
Μπαίνοντας στην Ειδομένη η υγρασία μου τρυπάει τα κόκαλα και η μοναδική μυρωδιά που νιώθω είναι αυτή του καπνού. Εκατοντάδες φωτιές, σε μια τεράστια έκταση γεμάτη σκηνές και καλύβες προσπαθούν να ζεστάνουν έναν ολόκληρο λαό. Κοιτάω μα δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς τι γίνετε.
13.000 άνθρωποι περιμένουν εδώ. 13.000 είναι όλοι οι φοιτητές στο Ηράκλειο. 13.000 άνθρωποι στις λάσπες είναι πάρα πολλοί.
Τέτοιες συνθήκες ζωής δεν έχω δει παρά μόνο στις πιο φτωχές γειτονιές της Ινδίας. Παιδιά παίζουν στις λάσπες, σκηνές παντού, οι σιδηροδρομικές γραμμές γεμάτες ρούχα, φωτιές και κουβέρτες και ο κόσμος σε μια τεράστια ουρά για ένα σάντουιτς. Οι άνθρωποι στεγνώνουν τα παπούτσια τους από την χθεσινοβραδινή βροχή στον καπνό της φωτιάς που καίει πλαστικά και σκουπίδια. Τις τελευταίες δυο μέρες (ίσως και περισσότερο) δεν υπάρχει νερό για να πιεις και φυσικά κανείς δεν μπορεί να κάνει μπάνιο πουθενά. Ένα μικρό κοντέινερ με 24 βρύσες και έξι βρύσες έξω στο δρόμο εξυπηρετούν όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Στο σημείο της εισόδου καθισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι. Η σειρά πάει με την ημερομηνία που μπήκαν στην Ελλάδα από το κάθε νησί. Εκεί στην πόρτα περιμένουν μέρα νύχτα, κοιμούνται στο πάτωμα χωρίς φαγητό ή νερό, υπομένουν την βροχή και την βρωμιά γιατί αν σηκωθούν έστω και για τουαλέτα θα χάσουν την σειρά τους. Τα σύνορα είναι κλειστά, κανένας δεν περνάει και από ότι ακούγεται θα κλείσουν για τα καλά. Εκείνοι όμως έχουν την ελπίδα που σε μένα μοιάζει ψευδαίσθηση, ότι το επόμενο λεπτό κάτι θα γίνει και θα ανοίξει η πόρτα. Έχουν την αίσθηση ότι μόλις περάσουν όλα θα είναι εύκολα και σε λίγες μέρες θα φτάσουν εκεί που θέλουν… στον τόπο της Επαγγελίας, στην Γερμανία. Όλοι, μα όλοι, θέλουν να πάνε στην Γερμανία. Η αλήθεια όμως είναι ότι τα σύνορα δεν θα ανοίξουν και αν άνοιγαν ένα άλλο camp τους περιμένει στα Σκόπια και από κει, πιο πολλά σύνορα.
Ξεκίνησα να περπατάω και να μιλάω με κόσμο. Όλοι με ρωτούν συνεχώς για τα νέα και εγώ δεν ξέρω τι να τους πω. Απαντώ “δεν ξέρω”, γιατί αν τους πω ότι τα σύνορα θα κλείσουν και οτι έκαναν όλο αυτό το ταξίδι και την αναμονή για το τίποτα, θα τους σκοτώσω το τελευταίο πράγμα που τους έχει μείνει, την ελπίδα. Ίσως δεν θέλω να είμαι εγώ αυτός που θα το κάνει.
Ξεκίνησα να περπατάω κατά μήκος των συνόρων. Αρκετά μακριά βλέπω ένα νέο παιδί να κάθεται μόνο του σε ένα κορμό δέντρου και να κοιτάει προς τα Σκόπια. Το όνομα του είναι χ και έφυγε από τον όχλο γιατί θέλει να πάρει καθαρό αέρα. “Δεν αντέχω άλλο εκεί μέσα, εδώ έρχομαι κάθε μέρα και περνάω την ώρα μου, μακριά από την φασαρία. Ο χ πέρασε από την Τουρκία στην Ελλάδα με τους φίλους του. Τον ρωτάω πιο είναι το τελευταίο όνειρο που θυμάται να είδε.
“Είδα την κοπέλα μου. Eρχόταν από την Τουρκία με το λεωφορείο να πάρει την βάρκα για την Ελλάδα. Το λεωφορείο αναποδογύρισε αλλά εκείνη επέζησε. Το πρόσωπο της κάηκε και παραμορφώθηκε, αλλά εγώ συνεχίζω να την αγαπώ, της φιλάω το πρόσωπο και την αγαπώ”
Τον ρώτησα που είναι η κοπέλα του και μου εξήγησε ότι είναι νεκρή. Το ατύχημα ήταν πραγματικότητα αλλά στο όνειρο του, η αγαπημένη του είχε σωθεί. Είναι χαμογελαστός και εγώ δεν καταλαβαίνω πως μπορεί. Το όνειρο του είναι να φτάσει στην Γερμανία, να δουλέψει και ασφαλής πια να έχει μια καλύτερη ζωή.
Stylianos Papardelas