Περπάταγε αργά, σκυφτός, πριν αρχίσουν οι ήχοι του τόπου. Μετά το τραγούδι των νυχτερινών πουλιών και πριν τα πρωινά ανοίξουν τα φτερά τους. Μες στη σιωπή του τελευταίου αστεριού που λιώνει και βυθίζεται στα χρώματα του ήλιου.
Εκεί στο ρόδινο ουρανό και το χώμα που εκπνέει την τελευταία δροσιά της νύχτας, ο γέρος άκουσε μέσα του γι’ ακόμη μια φορά την ακούραστη φωνή της τέχνης του να υψώνεται σαν φλόγα, να κατασπαράζει τις μικρές του σκέψεις κι ίσια να φωτίζει τα κρυφά δωμάτια του νου.
Ω Χρόνε
τρομερό θεριό
που πάνω μας χαράζεις
τη γραφή σου με νύχια κοφτερά
και πάνω στις πλάτες μας
τις πέτρες σου φορτώνεις
μέχρι να σκύψουμε και ν’ αγγίξουμε τη γη.
Σκλάβοι σου και κουβαλητές
σε χίλια μονοπάτια
κι όταν τελειώσουμε το έργο μας
σαν ποταμός κυλάς
μες τις χαραγματιές μας
κι άλλη μια πέτρα
στα χέρια σου κρατάς.
Πού τις πηγαίνεις βιαστικός τις αθάνατες πέτρες;
Ποιού βασιλιά το κάστρο χτίζεις;
Ποιος σε προστάζει και ποτέ δεν σταματάς;
Μονάχα όταν η φλόγα μαζεύτηκε σαν σιωπηλό κεράκι, ο γέρος άνοιξε τα μάτια του και τράβηξε για την αυλή του. Εκεί τον περίμεναν οι γείτονες και οι εργάτες και τα παιδιά τους, πριν αρχίσουν τη μέρα τους να τους πει μια ιστορία.
-Πες μας, καλέ παραμυθά, δώσε μας τη φωνή σου, τα βήματά μας σωστό ρυθμό να κρατούν στο τραγούδι της μέρας!
Εκείνος έσφιξε με τα ρυτιδιασμένα χέρια του την πονεμένη του πλάτη και με δυσκολία κάθισε στα κούτσουρα του κήπου. Η φωνή του, βαθιά και απαλή, απλώθηκε σαν θόλος απάνωθέ τους…
-Σήμερα θα σας πω πώς νίκησα τον Χρόνο. Πώς ο άνθρωπος γίνεται αθάνατος και ζει μες στους αιώνες.
Εκείνοι κοίταξαν τα γηρατειά του χαμογελαστοί και τ' άσπρα του μαλλιά που ανέμιζαν στον πρωινό αέρα. Μα εκείνος δεν τους έβλεπε, κι άρχισε:
Ο Γιόχαν και τα τρία ελάφια
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μακρινό κι άγνωστο τόπο ζούσε ο Γιόχαν ο κυνηγός, με τ’ άλογο και τα επτά σκυλιά του. Έξω από το χωριό είχε χτίσει την καλύβα του και μέσα της γλυκιά φωτιά έστελνε τη ζέστη και την ευωδιά της στο ξύλο. Από το παράθυρο κοίταζε μακριά τις πλαγιές και γύρω από την πολυθρόνα του, τα επτά σκυλιά κοιτάζανε κι εκείνα. Δεν ήταν σκλάβοι του κι υπηρέτες, μα ήταν αδέρφια του σωστά και δίκαια τους μιλούσε.
Όλο το χωριό περίμενε απ’ τον Γιόχαν να φύγει στο κυνήγι και να φέρει πίσω ένα ζώο καλό, να φάει ο τόπος να δυναμώσει. Ένα μονάχα έφερνε μ’ ένα μονάχα βέλος στο τόξο του τη νύχτα με το γεμάτο φεγγάρι κι ύστερα οι άνθρωποι μαζί τα δάση ευχαριστούσαν. Σε βαρύ τραπέζι γύρω καθισμένοι με όλα τ’ αγαθά που βγαίναν απ’ τη γη τους και τα τραγούδια των παλιών που μαζί με τον καπνό υψώνονταν πάνω απ’ τα σπίτια.
Σ’ ένα από τα κυνήγια του ο Γιόχαν, έστειλε τα σκυλιά του σ’ άγνωστη και ψηλή πλαγιά, με βράχια σκεπασμένη κι εκείνα έτρεξαν ατρόμητα μέχρι τα πέρατά της κι απότομα σταμάτησαν στην άκρη ενός ψηλού γκρεμού.
Μακριά μέσα στα βάθη του ένα κλάμα υψωνόταν σαν βλαστός που σκάει άγονο χώμα. Οι σκύλοι σκύψανε να δούν μεσ’ από την ομίχλη κι είδαν δυο μάτια καθαρά ίσια να τους κοιτάζουν. Μια ελαφίνα λυγερή στην εσοχή ενός βράχου, πληγωμένη και σκυφτή πάνω στην πέτρα. Τέτοιο ζώο όμως δεν είχαν ξαναδεί! Το τρίχωμά της έλαμπε σαν τ’ αστέρια και το κλάμα της σαν κύμα του ωκεανού χτυπούσε την καρδιά των σκύλων. Σκύψαν και πλησιάσαν κι άλλο να την ακούσουν κι εκείνη μίλησε στην κρυφή γλώσσα των ζώων:
Μες στις λακκούβες τις κορφής
τα σύννεφα κοιμούνται
και κάτω από τον ύπνο τους
πλάσματα αγνά γεννιούνται.
Μέσα στο φως της αστραπής
ισιώνουν το κορμί τους
και στη σιωπή της χαραυγής
διαλέγουν τη φωνή τους.
-Σκύλοι καλοί και δυνατοί, κατέβηκα απ’ τα βουνά να δείξω στα παιδιά μου τον κόσμο κι εκείνα ελεύθερα έτρεξαν κι έπαιξαν στο ποτάμι και φούσκωσε ο ποταμός και τα πήρε στα νερά του κι όσο κι αν με φώναζαν, εγώ δεν πρόφταινα τον άγριο ποταμό κι εκείνος αφρίζοντας κύλησε σε βράχια και χαράδρες. Έχασα τα παιδάκια μου και τώρα κουράστηκα κι ούτε στον κάμπο θα κατεβώ, ούτε στις κορφές θα πάω. Εδώ θ’ αποκοιμηθώ με τ’ αστέρια να με ζεσταίνουν στην αγκαλιά τους.
Εσείς όμως τρέξτε, πηδήξτε στους γκρεμούς με τα δυνατά σας πόδια, ψάξτε τα ελάφια μου, τα όμορφα παιδιά μου, κι εκείνα θα σας δώσουν θησαυρό που δεν έχετε ξαναδεί ποτέ!
Κι οι σκύλοι χαιρέτησαν την ελαφίνα κι έτρεξαν πίσω στον Γιόχαν και το άλογο κι ούρλιαξαν να τους ακολουθήσουν. Τρέχαν εκείνα μπρος, πλάι στο ποτάμι κι εκείνος πίσω κάλπαζε και χτύπαγε τις πέτρες, ώσπου ο ποταμός ξεκουράστηκε σε λίμνη λαμπερή και στην όχθη της τα είδαν να παίζουν και να βουτάν τα κεφαλάκια τους στο δροσερό νερό. Αμέσως οι σκύλοι έτρεξαν γύρω τους σαν ασπίδα κι ο Γιόχαν κατέβασε το τόξο του και πήδηξε κάτω. Σήκωσε τα δυο ελαφάκια στην αγκαλιά του κι εκείνα τον κοίταξαν με τα μικρά τους μάτια. Τα χάιδεψε και τα φίλησε στο μέτωπο κι οι σκύλοι γέλασαν και κοίταξαν προς τα βουνά. Τα τύλιξε στην κάπα του και κίνησε προς τα δάση, δίχως θήραμα, μα δίχως να τον νοιάζει, γιατί τέτοια ομορφιά δεν ξανάδε ποτέ του.
Εκείνο τον μήνα οι άνθρωποι δεν έφαγαν το κυνήγι τους, μα ήρθαν όλοι για να δουν τα μικρά ελάφια. Κάθε μέρα μεγάλωναν και σαν την καλή τους μάνα, το τρίχωμά τους γέμιζε το φως των αστεριών.
Όταν έφτασε η ώρα να ξαναπάει στο κυνήγι, τα ελάφια ήρθαν μαζί του και στο κέντρο του δάσους που δεν τους άκουγε κανείς, του μίλησαν κρυφά και του 'παν:
-Μην ψάχνεις πια να βρεις τροφή να σας δυναμώνει, στον τόπο σου θα σε βοηθήσουμε να προσφέρεις καλύτερο δώρο από κάθε τροφή. Πάνω στα άγνωστα βουνά, βαθιά σε μια σπηλιά, υπάρχουν δυο μονοπάτια που οδηγούν σε δυο πηγές. Οδήγησέ μας μέχρι εκεί και μεις θα χωριστούμε να σου φέρουμε τα δυο νερά.
Κι έτσι έγινε και ανέβηκαν απ’ τις πηγές και γύρισαν στο σπίτι. Φέραν μπροστά του τα δυο νερά κι όταν ήπιε το ένα, έγινε για λίγο διάφανος και φάνηκε μέσα του μόνο για λίγο το μεγαλύτερο ταλέντο του.
Όταν ήπιε το άλλο, γέμισε δύναμη και νιάτα και το σώμα του στάθηκε σαν πριν, δίχως την κούραση των χρόνων. Χαρούμενος αγκάλιασε τα ελάφια και φώναξε τους χωριανούς και μοίρασε τα νερά κι εκείνοι είδαν μέσα τους το καλύτερο ταλέντο τους και πήραν και τον χρόνο να το μάθουν και να το προσφέρουν παντού.
Κι έγινε ο τόπος ξακουστός, με αθάνατους τεχνίτες που χρόνια πρόσφεραν την τέχνη τους σ’ όποιον το επιθυμούσε. Μα τη δύναμή τους ζήλεψαν εκείνοι που γερνούσαν και στείλαν στον Γιόχαν την πιο γριά, την πιο σταφιδιασμένη κι εκείνος τη λυπήθηκε, την έβαλε στο καλύβι και τη νύχτα που κοιμόντουσαν, εκείνη άφησε ανοιχτό το ένα της μάτι κι έριξε στη φωτιά ρίζες ξερές που βαραίνουν τον ύπνο. Ακολούθησε τα ελάφια μέσα στο δάσος και τα 'δε να τρέχουν στις πηγές. Όταν βγήκαν, άρπαξε το ένα που φέρνει τα νιάτα κι έτρεξε κάτω στα χωριά να πει το μυστικό τους.
Όταν γύρισε τ’ αλλο ελάφι στον Γιόχαν, εκείνος έκλαψε πικρά κι ετοίμασε να φύγει, μα το ελάφι τού είπε:
-Σαν ένας από μας κατέβει χαμηλά στους τόπους, στερεύει για πάντα η πηγή του και μέσα στη νύχτα τ’ αστέρια φεύγουν από το τρίχωμά του και γυρνούν στον ουρανό.
Κι έτσι έγινε και χάθηκε η πηγή που κάνει αθάνατους τους ανθρώπους, μα έμεινε δροσερή εκείνη που κάνει αθάνατα τα έργα τους. Κι όσο πιο γρήγορα τα δουν, τόσο πιο καλά θα τα πετύχουν, με δικό τους κόπο και μ’ όσο χρόνο τούς ορίσει η ζωή.
Και γύρισε το ελάφι δίχως τ’ αστέρια στο τρίχωμά του και μαζί με τον Γιόχαν έζησε ως τα βαθιά γεράματα. Είδε για πρώτη φορά τον χρόνο πάνω του ν’ απλώνει μία μία τις λεπτές ρίζες του και να τον κρατά στον τόπο του όλο και πιο πολύ.
Το άλλο, αγέραστο, τριγυρίζει ακόμα στα βουνά κι όποιος το αντικρίσει στο όνειρο ή στη ζωή, ξέρει τον δρόμο που θα πάρει, έργα αθάνατα στον κόσμο να προσφέρει, να τον θυμούνται οι γενιές που νέο χορτάρι πατούν, όταν αυτός πια μόνο στους ουρανούς βαδίζει…
Οι χωριανοί κοιτούσαν τον γέρο αμίλητοι με ήσυχη ανάσα και είδαν καθαρά
αθάνατη μέσα του να καίει η φλόγα της τέχνης του, που δεν θα σβήσει και μέσα στους αιώνες θα ζεσταίνει τους ανθρώπους.
Κι ο γέρος, όταν έφυγαν, κοίταξε προς το βουνό κι έψαξε με το βλέμμα μέσα στα βράχια, τ’ αθάνατο ελάφι να δει, που ξεχωρίζει τις πέτρες που λάμπουν και χτίζει παλάτι ακτινοβόλο για τους βασιλιάδες που γεννιούνται.
Στον Μενέλαο, τον Σ. και τον Χ.
εμφάνιση σχολίων