«Δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, χωρίς να ζει φρόνιμα και ηθικά και δίκαια»
DOC TV
18 Ιουνίου 2015
ΤΟ ΠΙΟ ΦΡΙΚΙΑΣΤΙΚΟ, ΛΟΙΠΟΝ, ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΚΑ, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, γιατί ακριβώς, όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει. Όταν όμως ο θάνατος είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Επομένως, ούτε με τους ζωντανούς έχει σχέση ούτε με τους πεθαμένους, γιατί ακριβώς για τους ζωντανούς δεν υπάρχει (ο θάνατος), οι δε πεθαμένοι δεν υπάρχουν (όταν έλθει). Ο πολύς όμως κόσμος άλλοτε αποφεύγει τον θάνατο σαν μέγιστο κακό, κι άλλοτε τον επιδιώκει σαν ανάπαυση των δυσκολιών της ζωής. Ο σοφός όμως ούτε εγκαταλείπει τη ζωή, ούτε φοβάται το να μη ζει, γιατί δεν θεωρεί κακό το να μη ζει ούτε του είναι πόθος το να ζει. Γιατί όπως φαγητό δεν διαλέγει το περισσότερο, αλλά το πιο νόστιμο, έτσι και στη ζωή δεν ζητάει τον περισσότερο χρόνο, αλλά τον πιο ευχάριστο. Αυτός δε που παραγγέλλει στον νέο να ζει καλά, ενώ τον γέροντα να έχει καλά γεράματα είναι ανόητος, όχι μόνο γιατί η ζωή έχει τις χάρες της αλλά και γιατί αυτές είναι η μελέτη του να ζει κανείς καλά και να πεθαίνει καλά. Αλλά πολύ χειρότερος είναι και εκείνος που λέει: καλό είναι να μη γεννηθεί ο άνθρωπος, αφού όμως γεννήθηκε, να περάσει τις πύλες του Άδη όσο μπορεί γρηγορότερα.
ΓΙΑΤΙ ΑΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΛΕΕΙ ΕΠΕΙΔΗ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΕΙ, πώς λοιπόν δεν φεύγει από τη ζωή; Γιατί αυτό του είναι εύκολο, εάν βέβαια το έχει πάρει απόφαση. Εάν όμως το λέει κοροϊδεύοντας, είναι απερίσκεπτος σε πράγματα που δεν επιδέχονται αστεία. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι το μέλλον ούτε είναι εξ ολοκλήρου δικό μας, ούτε δεν είναι. Ώστε να μην περιμένουμε ότι σίγουρα θα είναι δικό μας, ούτε εξ ολοκλήρου να απελπιζόμαστε ότι δεν θα είναι.
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΟΥΜΕ ΚΑΙ ΟΤΙ από τις επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες και από τις φυσικές, άλλες είναι αναγκαίες και άλλες μονάχα φυσικές. Από τις αναγκαίες επιθυμίες, άλλες είναι απαραίτητες για την ευδαιμονία, άλλες για την ανάπαυση του σώματος και άλλες για την ίδια τη ζωή. Η χωρίς πλάνη μελέτη αυτών μας οδηγεί στο να ανάγουμε κάθε προτίμηση και κάθε αποφυγή στην υγεία του σώματος και στην αταραξία της ψυχής, εφ' όσον αυτός είναι ο σκοπός της μακάριας ζωής. Γιατί όλα γι' αυτό τα κάνουμε, για να μην πονάμε και για να μην ταραζόμαστε. Άπαξ και τούτο διασφαλιστεί για εμάς, γαληνεύει η βαρυχειμωνιά της ψυχής, διότι ο άνθρωπος δεν έχει πια ανάγκη να τρέξει να κυνηγήσει κάτι για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε μόνο χρειαζόμαστε την ηδονή, όταν υποφέρουμε από τη στέρησή της. Όταν όμως δεν υποφέρουμε, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ και αρχή και τέλος της μακάριας ζωής. Γιατί αυτήν αναγνωρίζουμε σαν πρώτο αγαθό σύμφυτο μ' εμάς, και από αυτήν ξεκινά κάθε προτίμηση και αποφυγή και σ' αυτήν καταλήγουμε, έχοντας το συναίσθημα σαν κανόνα για να κρίνουμε κάθε αγαθό. Και επειδή αυτή είναι το πρώτο και έμφυτο αγαθό, γι' αυτό και δεν επιδιώκουμε κάθε ηδονή, αλλά μερικές φορές πολλές ηδονές τις ξεπερνούμε, όταν από αυτές μας προκύπτουν μεγαλύτερες ενοχλήσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλούς πόνους τους θεωρούμε ανώτερους από πολλές ηδονές, εφ' όσον ακολουθεί μεγαλύτερη ηδονή, όταν υπομείνουμε πολύ χρόνο τους πόνους. Κάθε ηδονή, λοιπόν, επειδή έχει συγγενική φύση με εμάς είναι καλό, δεν προτιμάται όμως κάθε ηδονή. Όπως ακριβώς κάθε πόνος είναι κακό, όμως από τη φύση του δεν είναι αποφευκτός κάθε πόνος. Όλα όμως αυτά επιβάλλεται να κριθούν με συγκριτική μεταξύ τους κλίμακα και προσεχτικό καταλογισμό του τι είναι από τα συμφέροντα και του τι δεν είναι. Γιατί μερικές φορές χρησιμοποιούμε το μεν αγαθό σαν κακό, το δε κακό αντίθετα σαν καλό.
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ ΤΗ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΜΕΓΑΛΟ ΑΓΑΘΟ, όχι για να χρησιμοποιούμε πάντοτε τα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα αν δεν έχουμε πολλά, με πλήρη πεποίθηση ότι με μεγάλη ευχαρίστηση απολαμβάνουν την πολυτέλεια αυτοί που την έχουν ελάχιστα ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό είναι ευκολοπόριστο, ενώ το περιττό δυσκολοπόριστο. Και τα λιτά γεύματα δίνουν την ίδια ευχαρίστηση με τα πολυτελή δείπνα, εφ' όσον εξαλείφουν τελείως όλο τον πόνο που προέρχεται από την έλλειψη. Και το ψωμί και το νερό προκαλούν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, εφ' όσον τα παίρνει κάποιος όταν τα έχει ανάγκη.
ΟΤΑΝ, ΛΟΙΠΟΝ, ΛΕΜΕ ΟΤΙ Η ΗΔΟΝΗ ΕΙΝΑΙ σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων ή αυτές των απολαύσεων, όπως μερικοί που αγνοούν ή δεν παραδέχονται ή (είναι) κακώς πληροφορημένοι θεωρούν, αλλά το να μην πονάει κανείς στο σώμα ούτε να ταράσσεται στην ψυχή. (…)
ΑΡΧΗ ΟΛΩΝ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΑΓΑΘΟ είναι η φρόνηση. Γι' αυτό και πολυτιμότερο από τη φιλοσοφία είναι η φρόνηση, διότι απ' αυτήν όλες οι υπόλοιπες αρετές έχουν βγει, και επειδή διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα, χωρίς να ζει φρόνιμα και ηθικά και δίκαια, ούτε είναι δυνατόν να ζει κανείς φρόνιμα και ηθικά και δίκαια χωρίς να ζει ευχάριστα. Γιατί οι αρετές έχουν φυτρώσει από την ίδια ρίζα με την ευχάριστη ζωή και η ευχάριστη ζωή είναι αχώριστη από αυτές.
Απόσπασμα από την Επιστολή προς Μενοικέα.
Ο Επίκουρος ( 341 π.Χ-270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, με το όνομα Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας. Δίδαξε για 35 χρόνια ακολουθώντας ήσυχη και λιτή ζωή. Περιστοιχιζόταν από άνδρες, γυναίκες, εταίρες και δούλους, που μετείχαν ισάξια στον επικούρειο Κήπο. Για τον Επίκουρο η φιλοσοφία δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μέσο και βοήθημα στην επίτευξη του σκοπού του ανθρώπινου βίου, που ήταν η ευδαιμονία.Κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, υπήρξαν προσωπικότητες που ακολούθησαν τις αρχές του Επίκουρου και τις διέδωσαν ανά τον κόσμο.
Πηγή: αντικλείδι
εμφάνιση σχολίων