«Ακόμη και αν δεν είμαστε τα όργανα του εγκλήματος, θα είμαστε πάντοτε εν δυνάμει εγκληματίες χάρη στην ανθρώπινη φύση μας»
DOC TV
5 Ιανουαρίου 2018
ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ με καλή θέληση και κατανόηση, οπότε δεν πρέπει να δυσανασχετούμε από τις επαναλήψεις αυτών των απαραίτητων σκέψεων και αντιλήψεων.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΛΗΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ να τραβήξω την προσοχή του αναγνώστη στην κύρια δυσκολία που θα αντιμετωπίσει. Ο φόβος που τα δικτατορικά κράτη γέμισαν τελευταία τον άνθρωπο δεν είναι τίποτε λιγότερο από το αποκορύφωμα όλων των φρικαλεοτήτων για τις οποίες ενοχοποιήθηκαν οι πρόγονοί μας στο κοντινό παρελθόν. Ξέχωρα από τις βαρβαρότητες και τα λουτρά αίματος που διαπράχθηκαν από τα χριστιανικά έθνη σε όλη την ευρωπαϊκή ιστορία, ο Ευρωπαίος πρέπει να δώσει λόγο και για όλα τα εγκλήματα που διέπραξε στους έγχρωμους λαούς κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας.
ΜΕ ΒΑΣΗ ΑΥΤΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ο λευκός κουβαλάει στις πλάτες του ένα βαρύ φορτίο. Μας δείχνει μια εικόνα της κοινής ανθρώπινης σκιάς που δύσκολα θα μπορούσε να αποδοθεί με πιο μαύρα χρώματα. Το κακό που διαφαίνεται στον άνθρωπο και που αναμφίβολα κατοικεί μέσα του έχει γιγαντιαίες διαστάσεις, ώστε τα λόγια της Εκκλησίας για το προπατορικό αμάρτημα και η αναγωγή του στη σχετικά αθώα παρέκκλιση του Αδάμ και της Εύας να είναι σχεδόν ευφημισμός. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη και έχει πρόστυχα υποτιμηθεί.
ΕΠΕΙΔΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΙΣΤΕΥΩ ότι ο άνθρωπος είναι μόνο όσα γνωρίζει η συνείδησή του, θεωρεί τον εαυτό του άκακο, προσθέτοντας έτσι στην κακοήθεια και την ηλιθιότητα. Δεν αρνείται τα όσα έχουν συμβεί και εξακολουθούν να συμβαίνουν, αλλά είναι πάντα οι «άλλοι» που τα κάνουν. Και όταν αυτές οι πράξεις απομακρύνονται στο παρελθόν, γρήγορα και βολικά, βυθίζονται στη θάλασσα της λησμονιάς, και επανέρχεται η κατάσταση μιας χρόνιας και ακαθόριστης δυσφορίας που περιγράφουμε σαν «κανονικότητα». Τίποτε δεν εξαφανίστηκε και τίποτε καλό δεν έγινε. Το κακό, η ενοχή, η βαθιά συνειδησιακή ανησυχία και η μεταμφιεσμένη προδοσία βρίσκονται μπροστά μας, αρκεί να μπορούμε να τα δούμε. Ο άνθρωπος τα δημιούργησε.
ΕΙΜΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΙ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ. Γι’ αυτό είμαι ένοχος μαζί με τους υπόλοιπους και φέρω μέσα μου αναλλοίωτη και ανεξίτηλη την ικανότητα και την τάση να τα επαναλάβω όποτε θελήσω. Ακόμη και αν δεν είμαστε τα όργανα του εγκλήματος, θα είμαστε πάντοτε εν δυνάμει εγκληματίες χάρη στην ανθρώπινη φύση μας. Στην πραγματικότητα, μας λείπει μάλλον η κατάλληλη ευκαιρία για να χαθούμε σε μια κολασμένη συμπλοκή. Κανείς δεν βρίσκεται έξω από τη μαύρη συλλογική σκιά της ανθρωπότητας.
ΤΟ ΑΝ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΔΙΑΠΡΑΧΘΗΚΕ σε προηγούμενες γενιές ή συντελείται σήμερα, παραμένει ένα σύμπτωμα της πανταχού παρούσας προδιάθεσης και για αυτό καλά θα έκανε κανείς να «σκέφτεται πότε-πότε το κακό», γιατί μόνο ο βλάκας αρνείται μόνιμα τις συνθήκες της ίδιας του της ύπαρξης. Αλήθεια, αυτή η άρνηση είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει κάποιος όργανο του κακού. Η πραότητα και η αφέλεια βοηθάνε τόσο, όσο και κάποιον που πάσχει από χολέρα. Τουναντίον κατευθύνουν στον «άλλο» την προβολή του μη αναγνωρισμένου κακού. Αυτό δυναμώνει τη θέση του αντίπαλου, επειδή η προβολή μεταφέρει στην άλλη πλευρά τον φόβο που αθέλητα και μυστικά αισθανόμαστε για το δικό μας κακό και αυξάνει αξιόλογα την απειλή του.
ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΟΥΜΕ τη συνειδητοποίηση πως το κακό, χωρίς να το έχουμε διαλέξει, φωλιάζει στην ψυχή μας, τότε το φέρνουμε στην επιφάνεια σαν ίσο και αντίθετο σύντροφο του καλού. Αυτή η συνειδητοποίηση οδηγεί σε έναν ψυχολογικό δυαδισμό που προϋπήρχε ασυνείδητα στο σχίσμα του πολιτικού κόσμου και στην ακόμη πιο ασυνείδητη διάσπαση του ίδιου του σύγχρονου ανθρώπου. Ο διαχωρισμός δεν προέρχεται από αυτή τη γνώση. Είμαστε διασπασμένοι από την αρχή. Είναι ανυπόφορη η σκέψη πως πρέπει να αναλάβουμε τις προσωπικές ευθύνες όλης αυτής της ενοχής. Γι’ αυτό, προτιμάμε να αντικαθιστούμε το κακό με εγκληματίες ή ομάδες εγκληματιών, ενώ «νίπτουμε τας χείρας μας» στην αθωότητα και την άγνοια της γενικής ροπής προς το κακό.
ΑΝΑΛΟΓΙΖΟΜΕΝΟΙ ΟΤΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΑΚΟ επισκιάζει το καθετί που βασανίζει συνεχώς το ανθρώπινο γένος, πρέπει να αναρωτηθεί πώς συμβαίνει και παρ’ όλη την πρόοδό μας στην απονομή δικαιοσύνης, την ιατρική και την τεχνολογία, παρ’ όλη την ενασχόλησή μας με τη ζωή και την υγεία, έχουν εφευρεθεί τερατώδεις καταστροφικές μηχανές που μπορούν εύκολα να εξολοθρεύσουν το ανθρώπινο είδος.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΩΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ είναι ικανός για μεγαλύτερα κακά από τον αρχαίο ή τον πρωτόγονο άνθρωπο. Μάλλον διαθέτει αποτελεσματικότερα μέσα για να συνειδητοποιήσει τη ροπή του προς το κακό. Καθώς η συνείδησή του πλάτυνε και διαφοροποιήθηκε, η ηθική του φύση εγκαταλείφθηκε. Να το μεγάλο πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας σήμερα. Η λογική από μόνη της δεν επαρκεί.
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ μπορεί να μας γλιτώσει από το χειρότερο, αλλά η πιθανότητά της θα κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας σαν σκοτεινό σύννεφο, όσο δεν θα υπάρχει κάτι που να γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στον παγκόσμιο ψυχικό και πολιτικό διαχωρισμό. Αν γινόταν παγκόσμια συνείδηση πως κάθε διαχωρισμός και ανταγωνισμός οφείλεται στον διαχωρισμό των ψυχικών αντιθέτων, θα γνωρίζαμε πού να επιτεθούμε. Όμως, αν παραμείνουν τόσο ασυνείδητα και παραγνωρισμένα, θα εξακολουθούν να συσσωρεύονται και να παράγουν ανεξέλεγκτες ομάδες και κινήματα με αμφισβητούμενους στόχους.
ΚΑΘΕ ΑΜΕΣΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ δεν είναι παρά μόνο «διαμάχη της συνείδησης με τον ίσκιο της» μεγεθυμένη από την ψευδαίσθηση του αληθινού αγώνα. Ο αποφασιστικός παράγοντας βρίσκεται στο κάθε ξεχωριστό άτομο που δεν βρίσκει λύση για τον δυαδισμό του.
Απόσπασμα από το βιβλίο Ανεξερεύνητος Εαυτός, εκδόσεις Ιάμβλιχος.
Ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (26 Ιουλίου 1875-6 Ιουνίου 1961) ήταν Ελβετός γιατρός και ψυχολόγος. Υπήρξε ο εισηγητής της σχολής της αναλυτικής ψυχολογίας. Από τα 20 του χρόνια είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι αιτία των περισσότερων ψυχικών νοσημάτων ήταν τα «συμπλέγματα σκέψεων» που μένουν ανέκφραστα στο υποσυνείδητο του ασθενή. Κάθε τέτοιο σύμπλεγμα σκέψεων, το ονόμασε «complex», μια λέξη που σήμερα χρησιμοποιείται από όλους τους λαούς. Από το 1911 ήταν ιδρυτής και πρόεδρος της Παγκόσμιας Ψυχαναλυτικής Κοινωνίας, όμως το 1914 παραιτήθηκε για να μπορέσει να εξελίξει τις δικές του θεωρίες, που αργότερα ονόμασε «Ψυχολογία του Βάθους».
εμφάνιση σχολίων