0
1
σχόλια
920
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Ένα κείμενο που αποτυπώνει την αρχοντοχωριάτικη κενότητα της περιόδου των Εκσυγχρονισμένων, της Ολυμπιακής «Ανάπτυξης»

DOC TV
7 Ιουνίου 2014
Το σπίτι του Όσιμα -λένε- είναι το πιο άσχημο στο Τόκιο. Ένα μπαρόκ κτίσμα-συμπίλημα από όλες τις αρχιτεκτονικές ευρωπαϊκές εξαιρέσεις των κανόνων. Ρωμαϊκά μπαλκόνια, πιο κει μια κολόνα που παραπέμπει σε πλατεία Βαντόμ. Δυο αγάλματα τύπου αναγεννησιακού -και όλος ο δεύτερος όροφος, τούρτα. Κάτι σαν το Δημαρχείο της Βιέννης. Το μίνιμαλ σπίτι της φίλης μου είναι το πιο άσχημο στην Αθήνα. Όχι ανυπόφορο, όχι κακόγουστο. Άσχημο σαν απολύτως ξένο. Ιαπωνικό λήμμα μέσα σε ένα πλαίσιο που δεν δύναται να το εμπεριέξει. (Ο γάμος μιας ραπτομηχανής με ένα καπέλο). Το κτίσμα υψούται με αμετροέπεια κάπου στο Γκάζι. Το Γκάζι θεωρείται βιομηχανικό καλτ, στην ουσία μιλάμε για βομβαρδισμένο Σεράγεβο.

Ο έσω χώρος άδειος. Δύο καναπέδες στη μέση του πουθενά. Όλα σε γκρι και μπεζ ντε σαμπλ. Το πουλόβερ σου να αφήσεις ξέμπαρκο σε μια γωνιά και το πλάνο διαλύεται. Το ανοξείδωτο τραπέζι αποκλείεται να ανεχθεί πάνω του οτιδήποτε άλλο από γαρίδες τεμπούρα. Φτάνει μια χωριάτικη σαλάτα για να σου φέρει το μίνιμαλ τα πάνα κάτω. (Και πώς θα τη σερβίρεις σε τετράγωνο πιάτο τη γαμημένη τη χωριάτικη;)

Το Γκάζι δεν είναι εύκολη υπόθεση να το ζεις, όταν το έχεις επιλέξει, θέλει κότσια το να είσαι απόλυτα μοντέρνος. Από την εσωτερική πισίνα της αστόχαστης γυναίκας μπορείς να οσφρανθείς το κάρι και το ρας ελ χανούτ, που αφειδώς χρησιμοποιούν οι απέναντι Πακιστανοί γείτονες. Στην εξωτερική πισίνα με τα μπονζάι, η θέα προς τις «Δυτικές Ινδίες» είναι ανεμπόδιστη. Διάτρητα εσώρουχα μεταναστών, απλωμένα σε τριμμένο σκοινί εργατικής πολυκατοικίας, δεν της ραγίζουν την καρδιά. Αντέχει και κάνει απλωτές, χωρίς ένα αναφιλητό… Και δίχως δάκρυα καταπίνει το προσούτο της. Η μπαρόκ ιδιοσυγκρασία της αφέθηκε να εκτραπεί στις πιο ακόλαστες γειτνιάσεις, τις πιο τερατογονικές συζεύξεις.

Το να αγοράζεις φτηνή γη για να φτιάξεις πάνω της το ανάκτορο του πολίτη Κέιν. Ένας τρόπος να αποτίσεις φόρο τιμής στην ημιπολυτέλεια. Δεν είναι τα χρήματα που της λείπουν, σκέφτομαι, αλλά η αστική σιγουριά. Στη Φιλοθέη, το μίνιμάλ της -και αυτή μαζί- θα ήταν για κλάματα. Εδώ θαμπώνει τους μετανάστες και νιώθει καλά. Ξένη σε ξένη γη -σαν το σπίτι του Όσιμα- το γιαπωνέζικό της, απάτητο μέσα στα χαλάσματα το ακριβό της…

Να σέβεσαι το χώρο. Η πρώτη αρχή. Σαν εκείνο το κοριτσάκι του Μυριβήλη, που πήρε ένα βότσαλο από την παραλία να το δείξει στη μάνα του και ύστερα προσπαθούσε να το βάλει στην ίδια ακριβώς θέση από όπου το σήκωσε…

«Οι νεκροθάφτες φτιάχνουν σπίτια ανθετικά μέχρι Δευτέρας Παρουσίας», σκέφτομαι και απορώ με μένα, που στήνω ακόμα μια φορά ένα καινούργιο σπίτι. Που ξαναμιλάω στα τηλέφωνα με αρχιτέκτονες -αποκαΐδια του Γκρόπιους και παραγιούς του Βιτρούβιου. «Και πού είσαι; Αυτή τη φορά, το σπίτι σου, γλυκιά μου, θα είναι απολύτως μίνιμαλ», επιμένει το (χαριτωμένο) εξωμήτριο του Πικιώνη. Τι τρομοκράτες του μπιντέ και του νεροχύτη του δίγουρνου…

Στα τσακίδια. Με πέντε σούσι που φάγαμε, γίναμε ξαφνικά όλοι Γιαπωνέζοι. Ο τελευταίος ταρατσάρχης που μου σύστησαν θέλει να μου φτιάξει ένα σπίτι να το κοροϊδεύουν όλοι, σαν το σπίτι του Όσιμα. Να μου ακυρώσει τις νερατζιές του κήπου. Τους Άτλαντες που στηρίζουν τα βερολινέζικα μπαλκόνια του. Το μπρούντζινο ασανσέρ με τα σκαλίσματα που για χάρη του θα μπορούσα να γράψω χάι κάι. Να βρεθώ, μια κάλπικη Μπατερφλάι, καθισμένη οκλαδόν πάνω σε φουτόν, με ένα κουτό ταβάνι πέντε μέτρα να χάσκει από πάνω μου… «Το σπίτι της λογικής σου, κούκλα μου», του λέω, «μάλλον μου φαίνεται μπορντέλο». Μόνη καλύτερα θα επιδοθώ στις ντουβαροσκοπήσεις μου.

Τουλάχιστον όσο αντέχει μέσα μου το κοριτσάκι με το βότσαλο. και άντεξε καλά μέχρι τώρα, είναι η αλήθεια, αυτό το βοτσαλάκι. Όσο πιο πολύ αύξαινε η έσω αταξία, τόσο μεριμνούσα για την εξωτερική αρμονία των πραγμάτων. Μεγαλαυχώ πως, στήνοντας ιλιγγιώδη αριθμό σπιτιών, κατάφερα εντέλει να φτιάχνω πάντα το ίδιο. Και αυτό το ίδιο διαφορετικό, να μη μοιάζει με κανένα. Γιατί αυτό που με ενέπνεε δεν ήταν το ντιζάιν, αλλά η πατέντα του Μότσαρτ: η τέχνη να δημιουργείς δευτερεύουσες ιδέες.

Δεν είναι διόλου εύκολο να μην υποκύπτεις στα εκάστοτε Νεομπιντερμάγιερ και στα Νεοσκανδιναβικά. Αλλά και πάλι. Είναι πολύ εύκολο. Αρκεί να τα δεις σαν βιαιοπραγία που παραμορφώνει τη μουσική ζωή του σπιτιού σου. (Σερβίτσιο εσπρέσο με τυπωμένο Μαν Ρέι για παράδειγμα: διάφωνη νότα, που αφήνει ίχνη βίας μέσα σε ένα σπίτι που όλα εξυμνούν τον μη χρηστικό χαρακτήρα της τέχνης). Η Ελλάδα του ντιζάιν υπήρξε πάντοτε ιστορία να κλαις και να οδύρεσαι. Αφού σχεδόν ποτέ δεν κατάφερε να εξάγει το αιώνιο από το μεταβατικό (ώστε να καταλήξει αναίμακτα στο μίνιμαλ). Μας έσυραν αστόχαστα σε ροδακινιές μοκέτες, σε πισίνες-νεφρά, σε κουζίνες ολοσχερώς καλυμμένες με πλακάκια Τρουσάρντι (ελληνική πατέντα η ολοπλακακιασμένη κουζίνα), σε κουρτίνες μπαλούν και σε γωνιές με ψευτοβυζαντινές εικόνες (…).

Φταίει ο Μίλαν, που μου έμαθε πώς να ζω με μεταφορές, αλλά σε κάθε σπίτι που έστηνα, έψαχνα να βρω το προπατορικό μου σημάδι, το σπίτι που είχα αφήσει παιδί και που όμως, γι’ αυτό το λόγο ήταν ακόμα περισσότερο σπίτι μου -το σπίτι μιας γυναίκας σαν και μένα είναι εκεί όπου βρίσκονται τα τριακόσια μπαχάρια της και τίποτε άλλο. Όσοι ακολουθούν το καινούργιο, λέει ο συγγραφέας, δεν είναι παρά μοντέρνοι «σύμμαχοι του εκάστοτε νεκροθάφτη τους».

Τώρα οι σύμμαχοι θα κατεβούν από τα ξεπερασμένα -και πάμφθηνα πλέον- βόρεια προάστια, θα ανεβούν από τις ανιστόρητες παραλίες και θα συνωστιστούν στο Γκάζι. Για να ξαναακολουθήσουν μετά από λίγο το καινούργιο και να ξαναγυρίσουν στο παλιό. Σκύβω πάνω από τη στατική μελέτη, θυμάμαι τον Μποντλέρ μου… «Έτσι πηγαίνει, τρέχει, ψάχνει. Τι ψάχνεις» Τίποτα, μωρό μου, τίποτα δεν ψάχνει. Μόνο έναν άλλο τρόπο να είναι εσαεί επιδρόμια. Μια κάλπικη σουλατσαδόρισσα εσωτερικών χώρων…

Βάζω Γκλεν Γκουλντ και επιστρέφω στα όνειρά μου για μια ακόμα εσωτερική μετανάστευση.

εμφάνιση σχολίων