«Το φάντασμά μου διαβάζει. Διαβάζει αποσπάσματα από συνήθεις δικαιολογίες. Διαβάζει σελίδες άχρηστων ενοχών»
ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ
7 Μαΐου 2014
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΜΟΥ ΖΥΓΙΖΕΙ ΟΣΟ ΕΓΩ και ξέρει για μένα περισσότερα από όσα εγώ. Έχει πονέσει, έχει χαρεί, έχει απογοητευθεί, έχει προσπαθήσει. Να μάθει. Όσα κατάφερε να μάθει μου τα προσφέρει ευγενικά, με κινήσεις απαλές, της μπαλαρίνας που νωχελικά σηκώνεται από την καθιστή της θέση κι εσύ μαζί της νιώθεις τη γλύκα του κορμιού της. Έτσι, τις ώρες που το φάντασμά μου ζει σε ρυθμούς θαλάσσιας ηρεμίας, ανασαίνουμε αργά και απολαυστικά μαζί. Και πολλές φορές δυσκολεύομαι να το διακρίνω – αχνοφαίνεται καθώς έχει ξαπλώσει με τα χέρια ανοιχτά πάνω στο νερό, επιπλέει και κλείνει τα μάτια στον ήλιο και τον ουρανό που το σκεπάζει. Και απλώς, η θάλασσα το μετακινεί λίγο πιο πέρα, νανουρίζοντας όσα μαθήματα πέτυχε να βγάλει εις πέρας μέχρι τούδε. Εκείνες τις μέρες, δεν ξυπνάω κάθε μισή ώρα τη νύχτα, εκείνες τις μέρες δεν παθαίνει η καρδιά ταχυπαλμίες ξαφνικές.
ΩΣΤΟΣΟ, ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ όλο και πιο συχνά, ορθό και ευθυτενές, κάνοντας θόρυβο. Ξέρω πως όταν στέκεται ίσια, και με μια δύναμη που απλώς τη νιώθω αφού φυσικά δεν τη βλέπω, έχει θυμό. Έχει απαιτήσεις και προσμονές ανεκπλήρωτες. «Πώς κάνεις έτσι;», λέω και κάνω να στρίψω. Και εκείνο παραπατάει αμέσως, κάνοντας μεγαλύτερο θόρυβο. Κάνω πάλι να του γυρίσω την πλάτη, αλλά σαν να μας ενώνουν λεπτές ελαστικές χορδές, επανέρχομαι. Μάλλον εκείνο με επαναφέρει. «Πώς κάνεις έτσι; Τα ξαναζήσαμε μωρέ όλα αυτά. Θα τα διαχειριστούμε καλύτερα».
ΜΑ ΠΑΛΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΤΡΙΨΩ. Δεν με αφήνει. Το φάντασμά μου διαβάζει. Διαβάζει αποσπάσματα από συνήθεις δικαιολογίες. Διαβάζει σελίδες άχρηστων ενοχών. Διαβάζει αποκόμματα γραμμένα προς εαυτόν, μάταιων υποσχέσεων. Διαβάζει δυνατά και το βουητό στροβιλίζεται τόσο πιεστικά γύρω από το κεφάλι μου που σχεδόν με σπρώχνει. Να κλείσω τα αυτιά μου, να πέσω κάτω. Αλλά όχι, το φάντασμά μου κρατά καλά τους ιμάντες και δεν με αφήνει να πέσω κάτω. Και γρήγορα διαβάζει για τότε που είχα πέσει κάτω και πόσο δρόμο κάναμε παρέα από τότε. Μα πού τις βρίσκει τις παραγράφους στο δευτερόλεπτο; Άσε με. Θέλω να πέσω κάτω.
ΤΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΜΠΑΛΕΤΟ ΕΧΕΙ ΔΩΣΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ σε μια σύγχρονη θορυβώδη performance, με το φάντασμα να καλεί όσους γνωρίζουμε μπας και η σκηνή γεμίσει και με ταρακουνήσει. Κάποιοι έρχονται, άλλοι δεν ευκαιρούσαν – έχουν χωρίσει με τα φαντάσματά τους, έτσι νομίζουν τουλάχιστον, δεν ξέρουν ότι κανείς δεν μπορεί να αποχωριστεί το φάντασμά του, το βλέπει -δεν το βλέπει.
ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΠΑΣΜΩΔΙΚΕΣ, ΑΠΟΤΟΜΕΣ, ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ σχεδόν βίαιες. Χορεύουμε αντικριστά, με την ίδια αυξανόμενη ένταση, σαν Δερβίσηδες, με τυφλά επαναλαμβανόμενα σκιρτήματα. Δεν μας χρειάζεται να δούμε – η ψυχή μας τα αισθάνεται όλα. Και η ζάλη σταδιακά υποτάσσει το παραλήρημα. Ο ιδρώτας τρέχει, το σεντόνι του κολλάει και ο δικός μου ιδρώτας γίνεται δάκρυα που με τη σειρά τους αποβάλλουν την αμφιβολία. Το φάντασμά μου λυγίζει και εγώ προσπαθώ να το στηρίξω. Μεμιάς, διαβάζω εγώ. Τα γράμματα φαίνονται καθαρά, τα μάτια δεν κλείνουν πια μπροστά στην αλήθεια. Ήμουν εγώ, εκεί, και πάλι δειλή και αμφίθυμη. Ήμουν εγώ, και πάλι, με το φάντασμα το δικό μου και όχι των άλλων. Του παρελθόντος μου, της συνήθειας να κρύβομαι κάτω από γνωστές συμπεριφορές, της κεκτημένης ταχύτητας, του δοκιμασμένου ασφαλούς. Η δική μας θάλασσα είναι πάλι τρικυμιώδης, όμως το σώμα μου δεν αντέχει άλλο τους απότομους παφλασμούς.
ΠΑΙΡΝΩ ΒΑΘΙΑ ΑΝΑΣΑ ΚΑΙ ΒΟΥΤΑΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ. Εκεί δεν μπορείς να με ακολουθήσεις. Θα συνεχίσω τα μακροβούτια μέχρι να κοπάσει η θάλασσα και όταν βγω, θα κολυμπήσουμε δίπλα-δίπλα μέχρι τη γαλήνια ακτή. Μόνο, άσε με λίγο, έχω αρκετά μακροβούτια ακόμα…
Η Μία Κόλλια είναι δημοσιογράφος. Λόγω ιδιοσυγκρασίας έχει κάνει όλα τα πιθανά και απίθανα στη δημοσιογραφία, από αθλητικό ρεπορτάζ ως διεύθυνση σύνταξης (Γυναίκα, ΒΗΜΑ Men κ.ά.). Τις Κυριακές απαγορεύεται να την καλέσεις στο τηλέφωνο: βλέπει Παναθηναϊκό. Μπορείτε να διαβάσετε όλα τα κείμενά της στο DOC TV εδώ.
εμφάνιση σχολίων