Ο διευθυντής του περιοδικού Soul μας μιλάει με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου Flâneur
Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος στο Flâneur ενσαρκώνει την Μποντλερική έννοια του περιπατητή, με συνοδοιπόρο τον φωτογράφο Πέτρο Νικόλτσιο και τα ασπρόμαυρα ενσταντανέ του. Πιάνει Λονδίνο, Βρυξέλλες, Τορόντο, Βερολίνο, Ρώμη, Χονγκ-Κονγκ αλλά επιμένει Θεσσαλονίκη. Και την αγαπά πιο πολύ από την Αθήνα. Γιατί αυτή η πόλη έχει τη θλίψη του ποιητή Νίκου-Αλέξη Αλισάνογλου και του Αγγελάκα. Συνθέτει ένα ιδιότυπο αστικό σάουντρακ από σαράντα κείμενα-ανταποκρίσεις που γκρεμίζουν το μύθο και την πραγματικότητα κάθε τόπου αποτυπώνοντας μόνο το 1% της μυστικής ζωής που υπάρχει μέσα στο κεφάλι του. Εδώ μας μιλά για την πόλη, το ταξίδι και την αλλαγή.
- Η πόλη γυρίζει γύρω από εμάς ή εμείς γύρω από την πόλη; Ποιος είναι ο δορυφόρος; Το είχαν πει οι Στέρεο Νόβα. «Για μας σύνορο της πόλης είναι η Ομόνοια». Γυρίζουμε μέσα στην πόλη μας και την ίδια ώρα οι πόλεις στροβιλίζονται γύρω από εμάς. Γυρίζω γύρω από την πόλη είτε αυτή λέγεται Θεσσαλονίκη είτε Τορόντο. Επίσης είτε είναι Εύοσμος-πόλη μέσα στην πόλη-είτε μια περιοχή του Χονγκ-Κονγκ. Για μένα η πόλη είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορείς να υπάρξεις ελεύθερος και να εφευρίσκεις τον εαυτό σου κάθε μέρα.
- Παλιά η Αθήνα μου άρεσε. Είχε έξαψη, κάλλη και περιπέτεια. Τι άλλαξε; Η Αθήνα σήμερα για μένα δεν έχει έξαψη και δεν έχει εκπλήξεις. Η Αθήνα είχε έξαψη, κάλλος και περιπέτεια από το 1987 μέχρι και την Ολυμπιάδα του 2004. Σε κείνα τα είκοσι χρόνια η Αθήνα -έστω και με λάθος τρόπο- έγινε πραγματική μητρόπολη. Συνομίλησε στις μουσικές, στις λογοτεχνίες, στα ραδιόφωνα με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις. Τώρα δεν συνομιλεί κανείς με κανέναν. Υπάρχει πολύ βόμβος, πολλή βοή. Τα Εξάρχεια για παράδειγμα είναι καταθλιπτικά, τα γκράφιτι μισαλλόδοξα. Τα πράγματα πλέον έχουν μια οργή, ένα μίσος, μια κατήφεια. Κάποτε στην Αθήνα ο ένας προσπαθούσε ν’ ακούσει τον άλλο. Σήμερα όλοι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια.
- Ένας flaneur που επιμένει Θεσσαλονίκη. Πότε καταλαβαίνει κανείς ότι την έχει αγαπήσει την πόλη του; Τη Θεσσαλονίκη την αγάπησα με το που την είδα. Πρώτη φορά την επισκέφτηκα το 1982. Ως πιτσιρικάς κουβαλούσα τη μυθολογία του ΠΑΟΚ και κάποιων φεστιβάλ τραγουδιού. Στο Πανεπιστήμιο την ερωτεύτηκα τρελά. Είναι το σπίτι μου, η γειτονιά μου. Φροντίζω όμως να φεύγω συνεχώς για να την αγαπώ περισσότερο όταν επιστρέφω.
- Η Θεσσαλονίκη ζει καλά μέσα στις αντιθέσεις της ή απλώς επιβιώνει; Η Θεσσαλονίκη δεν αγαπούσε ποτέ τις αντιθέσεις της. Δείγμα του ότι φρόντισε τα τζαμιά και τα αρμένικα να τα βάψει, να τα καταστείλει, να τα κάνει εκκλησίες. Τα παλιά λουτρά, τα παλιά χαμάμ, τα έκανε ορθόδοξα. Προσπάθησε πολύ γρήγορα να εξελληνιστεί. Στην παρούσα φάση η Θεσσαλονίκη αγαπάει τις αντιφάσεις της κι αυτό φαίνεται στον Μπουτάρη. Βγήκε ένας Δήμαρχος που πρεσβεύει μια ελευθερία, έναν μποέμ κοσμοπολιτισμό, μια ακραιφνή αστική κουλτούρα. Θέλει να χτίσει, να βάλει στο παιχνίδι την άλλη πόλη, που δεν τον ψήφισε. Ξέρει να παρίσταται με ευγενή τρόπο. Θέλει να ενώσει την πόλη. Να βγάλει μέσα από τις αντιθέσεις το νέο της πρόσωπο. The time is now, που λένε και οι Moloko.
- Το SOUL έχει έδρα του τη Θεσσαλονίκη. Τι σημαίνει αυτό για την ταυτότητά του; Το SOUL χρησιμοποιεί τη «γενέτειρα» του ως προς τις υποδομές. Βάζουμε τον υπολογιστή μας στην πρίζα της Θεσσαλονίκης συνδιαλεγόμαστε όμως με όποιο άλλο κομμάτι της πόλης αγαπάμε. Κάτι που συμβαίνει και στη μουσική όπως με τον Βελιώτη, τον The Boy. Σαν περιοδικό παίρνει και δίνει κάτι από την ταξιδιάρα ψυχή της δικής του σε κάθε πόλη που κυκλοφορεί.
- Παυλίδης, Αγγελάκας, Xaxakes, Dread Astaire. Σάουντρακ που γκρεμίζουν το μύθο ή την πραγματικότητα της πόλης; Όσο σάουντρακ της πόλης είναι τα Μωρά στη Φωτιά, τα Ξύλινα Σπαθιά και οι Τρύπες άλλο τόσο είναι ο Ρέμος, η Πάολα και οι σκυλάδες. Κι ο καθένας επιλέγει το δικό του. Μύθος και πραγματικότητα μαζί, σαν τη Θεσσαλονίκη.
- Πότε πραγματώνεται η πιο κλισέ ευχή του κόσμου για «καλό ταξίδι». Θέλω οι άνθρωποι να εγκαταλείπουν το μέρος τους κα στην ουσία τον εαυτό τους. Να πηγαίνουν αλλού, να βλέπουν τους άλλους και μετά να ξαναβλέπουν τον εαυτό τους. Όταν επιστρέφουν θέλω να καταλαβαίνουν πολύ καλά πού βρίσκονται οι ίδιοι και το μέρος τους. Να είναι σε διαρκή διάλογο με το έξω. Τότε και μόνο το ταξίδι υπήρξε καλό.
- Στο Βερολίνο οι άνθρωποι αγγίζονται τρυφερά. Εμείς τι έχουμε πάθει; Υπάρχει μια αγάπη που την προκαλεί η ίδια η πόλη. Μανούλες αγκαλιά με τα μωρά τους, εραστές σε πάρκα. Αγγίγματα όχι του Σαββάτου αλλά κάθε μέρας. Και εκτός love parade. Ερωτική πόλη το Βερολίνο, όχι η Θεσσαλονίκη.
- Τι σε κάνει να μονολογήσεις “welcome to the jungle”; Το ότι είμαστε όλοι φαντασιακοί ήρωες. Σε αυτή τη χώρα είμαστε πάντα διχασμένοι. Φίλοι λαού-εχθροί λαού, προδότες. Αυτό που με εκνευρίζει και που θεωρώ ότι πρέπει να ανατραπεί στην παρούσα φάση της οικονομικής δυστοκίας είναι η άρνηση. Θα περάσουμε στο επόμενο στάδιο μόνο αν εκτεθούμε, αν αναζητήσουμε ο ένας τον άλλο. Έτσι θα δείξουμε ότι υπάρχουμε.
- Μόνο ωραίες μέρες μπορεί να προκύψουν από εδώ και στο εξής. Νομοτελειακό ή βλέπεις κάτι άλλο; Παρατηρώ με ενδιαφέρον την προσπάθεια του Φώτη Κουβέλη. Η οικονομική κρίση μας έφερε μπροστά στον καθρέφτη με σκοπό αυτή τη φορά να δούμε το πρόσωπό μας όπως πραγματικά είναι. Προϋπόθεση να θέλεις να αντικρίσεις το είδωλό σου, αμακιγιάριστο. Πάντα σε μεγάλες κρίσεις τα δίκτυα συνενώνονται, επικοινωνούν. Εμείς είμαστε σε εγρήγορση, το θέμα είναι πόσο μπορεί να τρέξει η χώρα…
Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος είναι δημοσιογράφος, διευθυντής του πανελλήνιας κυκλοφορίας μηνιαίου περιοδικού SOUL και ανταποκριτής Θεσσαλονίκης στην εφημερίδα Athens Voice. Το Flâneur κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιανός και τον πρόλογο υπογράφει η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου.