Από το Βυτίο
PRESS
21 Φεβρουαρίου 2014
ΣΧΕΔΟΝ ΣΕ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ, να το σκηνοθετήσεις, να παίξεις και να το παρακολουθήσεις. Το ωραιότερο θερινό σινεμά του πλανήτη λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο πίσω απ’ το βλέμμα σου. Αρκεί να είναι Αύγουστος ή έστω Ιούλιος, να είσαι στην Αστυπάλαια ή έστω στα Κύθηρα, αρκεί να έχει σταφύλια ή έστω καρπούζι. Αρκεί μόνο να ανηφορίζεις αυτή την πλαγιά.
ΞΑΠΛΩΝΑ ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΑΜΜΟΛΟΦΟ. ΙΔΙΟΣ ΜΕ ΕΚΕΙΝΟ ΣΤΗΝ ΨΙΛΗ ΑΜΜ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ. Μια γυμνή πανέμορφη Γερμανίδα ζει εκεί, απ’ την πρώτη φορά που πήγα, καμιά δεκαπενταριά χρόνια πριν. Τρως κεφτέδες και τηγανιτές πατάτες στην ταβέρνα και η καρέκλα σου βυθίζεται στην άμμο. Κοιμάσαι κάτω απ’ το τεράστιο αρμυρίκι μέχρι το καραβάκι να πάρει τους τουρίστες μακριά και να μείνεις μόνος ή σχεδόν μόνος, τουρίστας κι εσύ, αλλά πάντως περιμένεις να φύγουν οι άλλοι. Μετά τρέχεις προς τη θάλασσα. Είναι πισίνα, καθρέφτης, πράσινο φως και τα νερά που βαφτίζονται οι αληθινοί πιστοί. Βλέπεις τον εαυτό σου να κάνει μακροβούτια και να αιωρείται στην επιφάνεια της θάλασσας και ο ήλιος καίει το μέτωπο σου και συγχωρείσαι, λυτρώνεσαι, γεννιέσαι και πεθαίνεις, όλα μέσα στο ίδιο δευτερόλεπτο. Αρκεί να είσαι εκεί, ξαπλωμένος στον μικρό αμμόλοφο.
ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΤΟ ΕΛΑΤΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΝΑ ΑΓΓΙΖΟΥΝ ΤΑ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ. Καθόμουν στο Μαίναλο λίγο μετά τη διασταύρωση για Βυτίνα, στον κορμό κάποιου δέντρου που για κάποιο λόγο βρισκόταν πεσμένο, σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο έλατα. Βλέπεις τον ατμό που βγάζει η ανάσα και το κάτουρο. Βλέπεις με τα μάτια κλειστά. Ήχοι που έρχονται από παντού, πουλιά, ζώα, τριξίματα, ο άνεμος που βρίσκει στο ένα ή το άλλο εμπόδιο. Η χωματίλα απ’ τη βροχή σου σπάει τη μύτη. Κάθεσαι απλά και κοιτάς το βουνό. Βουλιάζεις μέσα του. Το κρύο του είναι παραδόξως ζεστό, η ατμόσφαιρα είναι ένα ξεκάθαρο χάδι. Αρκεί να είσαι εκεί, χαμένος στο βουνό.
ΑΝΟΙΓΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΕΞΗ ΤΟ ΠΡΩΙ. Δίπλα μου κοιμάται, η ανάσα της ανεβοκατεβάζει το κεφάλι μου πάνω στο στομάχι της. Το χέρι μου ξυπνάει κανονικά, τα δάχτυλά παίρνουν μορφή, γίνονται μικρά ανθρωπάκια και διαγράφουν μια ιλιγγιώδη διαδρομή. Ξεκινάνε απ’ το πλευρό της κάτω απ’ τη μασχάλη, τραβάνε κατά μέσα, πέφτουν για λίγο στον αφαλό, συνεχίζουν την πορεία τους. Ανηφορίζουν την πλαγιά, ξαπλώνουν για λίγο στον αμμόλοφο, χάνονται στο βουνό.
Η ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ ΑΥΤΟΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ, ΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ ΔΙΑΛΥΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΗΜΙΦΩΣ, οι τοίχοι λειώνουν, ο κόσμος εξαφανίζεται. Η πλαγιά δεν είναι πλαγιά, ο αμμόλοφος δεν είναι αμμόλοφος, το βουνό δεν είναι βουνό. Ανοίγω τα μάτια. Κοιτάζω το βυζί της που βρίσκεται λίγα μόνο χιλιοστά μακριά. Ο κόσμος εξαφανίζεται αλλά υπάρχει μπροστά μου κάτι πιο γλυκό από το σταφύλι, κάτι πιο λυτρωτικό απ’ το ελαφρύ κύμα, κάτι πιο ζεστό απ’ την ηρεμία του βουνού, πιο καθησυχαστικό, πιο ζωντανό, πιο παλαβό, πιο απερίγραπτο. Ο κόσμος εξαφανίζεται και δεν έχω τίποτα, ούτε ώρα, ούτε νύστα, ούτε χέρι, ούτε δάχτυλο. Έχω μόνο ένα στόμα, είμαι ένα στόμα δηλαδή και δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα άλλο πια, παρά μόνο το ενδεχόμενο εγώ, το στόμα δηλαδή, να κατασπαράξει, να κατασπαράξω δηλαδή, αυτό που απλώνεται γαλήνιο, απίθανο και σχεδόν εξωπραγματικό μπροστά μου.
Αποφασίζω οριστικά ότι ο τρόπος να πηγαίνω απ’ το όνειρο στον ξύπνιο και πάλι πίσω, είναι με τα δόντια.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε για το δι-ιστολογικό αφιέρωμα με θέμα Ερωτική Ιστορία που δημοσιεύτηκε στο enfo.gr και συμμετείχαν οι silentcrossing, βιβλιοθηκάριος, τσαλαπετεινός, old boy, rubies and clouds, το καραντί, kospanti, μπανάνα, ερυθρό καγκουρώ, αναγεννημένη, αδέσποτος σκύλος, angry calgonit, χαμένο επεισόδιο, μπουλακάκης, ποδηλάτισσα, κυνοκέφαλοι και η lemon
Από το Βυτίο
εμφάνιση σχολίων