0
1
σχόλια
1075
λέξεις
CULTURE

Μια συζήτηση που έγινε με αφορμή την παράσταση Παραλλαγές Θανάτου

ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ
10 Φεβρουαρίου 2014
«Έχει πολύ θόρυβο γύρω μας για να μπορέσουμε να ακούσουμε τον εαυτό μας». Η Αλκηστις Πουλοπούλου σε μαγνητίζει μέσα στις παγωμένες σιωπές στις Παραλλαγές Θανάτου του βραβευμένου Νορβηγού συγγραφέα, Γιον Φόσσε.

-Μ. Κ.: Παγοδρόμιο και παγοπέδιλα, η μοναξιά και ο θάνατος, άνθρωποι απελπισμένοι και παγιδευμένοι. Ο Γιον Φόσσε φέρνει σίγουρα τους πρωταγωνιστές του, αλλά και τους θεατές σε δύσκολη θέση. Α. Π: «Πρόκειται για ένα «αντιθεατρικό» έργο, χωρίς χτισμένη υπόθεση και χαρακτήρες. Είναι καθαρά ποιητικό -άλλωστε ο Φόσσε γράφει με πολύ λίγες λέξεις, 250 το πολύ, και σχετικά ασήμαντες. Λιτές. Η ουσία βρίσκεται στο κενό, ανάμεσά τους, ανάμεσα σε όσα δεν λέγονται. Η ζωή του, εξάλλου, είναι κάπως έτσι: ζει στη Νορβηγία και απομονώνεται για μήνες στα Φιορδ, ψαρεύοντας. Αφουγκράζεται τη σιωπή που μετά θα γεμίσει τις σελίδες του. Καταπιάνεται πάντα με τις σχέσεις: ίσως να του είναι και ένα τόσο προσφιλές θέμα γιατί έχει τρεις γάμους στο ενεργητικό του και πολλά παιδιά. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ δύσκολη η ανάγνωση του έργου του και πιο δύσκολο ακόμη το ανέβασμά του».

-Ένιωσα πάντως μια αισιοδοξία στο τέλος. Παράξενη, αδιόρατη, αλλά ήταν εκεί. «Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα από την οποία «ποτίζεσαι» σταδιακά. Είναι έργο βαρύ και αργό. Η μεταφυσική του διάσταση όμως είναι εκείνη που προσδίδει την αισιοδοξία στο τέλος – αισιοδοξία, με την έννοια της ανάτασης ψυχής. Και ο Γιάννης (σ.σ. Χουβαρδάς, ο σκηνοθέτης) το ήθελε αυτό, γιατί αλλιώς δεν θα αντεχόταν. Όμως η δυσκολία δεν είναι τελικά και η πρόκληση;»

-Τελικά, τι λέμε «μεταφυσικό»; Το οτιδήποτε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με τα όσα «γήινα» γνωρίζουμε; «Εξαρτάται και από το πόσο θέλει να αφεθεί ο κάθε άνθρωπος σε αυτό. Είναι σίγουρα το αόρατο, αλλά είναι και ένα άνοιγμα προς μία πηγή όπου βρίσκεται η ουσία. Ξέρετε, έχει πολύ θόρυβο γύρω μας και δεν μπορούμε να ακούσουμε το «μέσα» μας. Στο κείμενό του, οι παύσεις αναγράφονται διαρκώς – αυτές είναι το άνοιγμα προς την ψυχή μας. Το βλέπεις πάντως και από το πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στην παράσταση – από άβολα μέχρι ιδιαιτέρως συγκινητικά».

-Βλέπεις τον κόσμο όταν παίζεις; Σε επηρεάζει αυτό; «Φυσικά. Παρατηρώ πάντα και τα πάντα και επηρεάζομαι πολύ. Η ενέργειά του είναι εκεί. Για αυτό το θέατρο είναι τόσο ζωντανό: κάθε μέρα είναι μια άλλη παράσταση. Και αλλιώς βγαίνεις και εσύ κάθε φορά – άλλοτε επικοινωνείς άλλοτε όχι».

-Και στις «Παραλλαγές Θανάτου», οι σχέσεις είναι αδιέξοδες. Αλήθεια, γιατί οι άνθρωποι παραμένουμε σε τέτοιες σχέσεις; «Αν ξέραμε αυτή την απάντηση, θα είχαμε σωθεί. Νομίζω ότι όλοι βρισκόμαστε στη διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας και ταυτόχρονα ζούμε τον φόβο της απόλυτης μοναξιάς που θα έρθει με τον θάνατο. Η διαρκής φθορά που ζούμε σε όλα, μας οδηγεί στην ανάγκη να μην είμαστε μόνοι. Ο Φόσσε δε, υποστηρίζει ότι «γράφει για το τίποτα», όπου «τίποτα» είναι ο θάνατος και η αγάπη μαζί. Και μέσα σε όλα, κάπου, και ένα φωτεινό μονοπάτι.  Η  πλευρά της δημιουργίας, η θετική αντιμετώπιση των πραγμάτων, η ελευθερία που σε αφήνει να ζήσεις. Οι άνθρωποι νιώθουμε μεγάλη ενοχή να αποδεχτούμε, ακόμη και να νιώσουμε, την ευτυχία».

-Είναι καλύτερα ή χειρότερα να σε σκηνοθετεί ο άνδρας σου; «Με τον Γιάννη (Χουβαρδά) περάσαμε πολλά για να φθάσουμε ως εδώ, για να μπορέσουμε να συνεργαστούμε υπό αυτές τις συνθήκες, να μην μπλεκόμαστε πολύ προσωπικά, να μην τον έχω ούτε πολύ ψηλά ούτε πολύ χαμηλά γιατί όταν έχεις προσωπική σχέση, κακά τα ψέματα, περνάς από τέτοια σκαμπανεβάσματα. Μετά το Εθνικό και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αλλά και κουραστική, εν τέλει, περίοδο, ισορροπήσαμε και εμείς. Εχουμε δεχτεί πόλεμο και μάλιστα εκείνος έχει υπάρξει τόσο σκληρός μαζί μου που έφθασα να μην μπορώ να λειτουργήσω καθόλου. Ετσι, πήρα την απόστασή μου από το Εθνικό και φιλοσόφησα αλλιώς τα πράγματα. Όμως, η τέχνη είναι τρόπος ζωής, ξυπνάς και κοιμάσαι με αντίστοιχες ανησυχίες οπότε αναπόφευκτα, θα συναντηθείς επαγγελματικά με τον άνθρωπό σου. Ισως για αυτόν τον λόγο και όλα τα καλλιτεχνικά ζευγάρια στον κόσμο να συνεργάζονται κάποια στιγμή».

-Η τέχνη είναι τρόπος ζωής, όπως λες. Το θέατρο ήταν μέσα στη ζωή σου πάντα; «Μεγάλωσα στη Γαλλία με τη μητέρα μου που μετακόμισε εκεί όταν ήμουν μικρή. Σπούδασα στη Σορβόννη, Ιστορία της Τέχνης και Γλωσσολογία ενώ παράλληλα παρακολουθούσα κάποια σεμινάρια υποκριτικής. Το θέατρο αποτελούσε ένα άπιαστο όνειρο, που δεν τολμούσα καν να εκφράσω: ήμουν πολύ ντροπαλό παιδί, για τους γονείς μου ήταν προϋπόθεση οι ακαδημαϊκές σπουδές και ταυτόχρονα ζούσα στο καταπιεστικό σύστημα της Γαλλίας. Δεν μπορώ να πω ότι δεν βίωνα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κουλτούρας και της αισθητικής στην καθημερινότητά μου – από την τέχνη ως το ειδικό κρασί που αποτελούσε μόνιμη τελετουργία- αλλά δεν ένιωθα ελεύθερη. Πιέστηκα πολύ εκεί. Πώς να εκφράσω λοιπόν ένα όνειρο;»

-Πότε τελικά κατάφερες να κάνεις το βήμα; Να εκφραστείς και να αλλάξεις πορεία; «Στο Παρίσι, ερωτεύομαι έναν Νορβηγό, πηγαίνω για Erasmus στη Νορβηγία και όταν επιστρέφω πιάνω δουλειά σε μια γκαλερί ενώ παράλληλα συνεχίζω, δειλά, τα μαθήματα υποκριτικής. Και τότε, το 2003, μαθαίνω ότι στην Αθήνα ψάχνουν κόσμο για τη Διεθνή Εκθεση Σύγχρονης Τέχνης, “Outlook”. Αρπάζω την ευκαιρία για να επιστρέψω στην Ελλάδα. Προτού φύγω όμως, γνωρίζω τη Φένια Παπαδόδημα, η οποία μου μιλά για κάποιες δοκιμές στο θέατρο Αμόρε και για την επιθυμία της να με δει. Φοβόμουν τόσο. Ερχόμενη, ψάχνω αμέσως σεμινάρια, κυρίως για να «παλέψω» την προφορά μου -με στόχο να παρακολουθήσω τον Καταλειφό, αλλά δεν τα καταφέρνω. Αντ΄αυτού, μου λένε για τα σεμινάρια του Γιάννη Χουβαρδά, μια ευκαιρία σπάνια, καθώς ήταν μόλις το δεύτερο που έκανε και ήταν δύσκολο να σε δεχτεί. Αυτό το σεμινάριο ήταν η αρχή των πάντων και η πρώτη μου συνεργασία με τη Φένια, απόλυτος έρωτας. Δεν διανοήθηκα ποτέ ότι θα μπορούσα να κάνω άλλη δουλειά».

-Τι σε δυσκολεύει πιο πολύ σε αυτόν τον «έρωτα»; «Οι σχέσεις, όπως και στη ζωή. Χρειάζεται αρμονία, επαγγελματισμός, κατανόηση, να ανοίγεσαι αλλά με όρια, να μπορείς να εκτεθείς – είναι μάθημα ζωής το θέατρο. Και φυσικά, ισχύει ότι είναι και ψυχοθεραπεία. Σε ένα έργο βυθίζεσαι και ξεχνιέσαι: ακόμη κι αν τα προσωπικά σου προβλήματα «συναντιούνται» με τα θέματα του έργου, στη σκηνή δεν υπάρχει χρόνος και χώρος για τα δικά σου υπαρξιακά».

-Είσαι συνεχώς προσηλωμένη σε κάτι βαθύ; Υπάρχει άραγε κάποια ελαφρότητα στη ζωή σου; «Ναι, ναι! Βεβαίως! Και μάλιστα επιθυμώ πολύ να κάνω κωμωδία. Ένα μιούζικαλ… Το δηλώνω! Κατά τα άλλα, με χαλαρώνουν οι φίλοι μου, οι συζητήσεις μαζί τους, τα ταξίδια… Αγαπώ πολύ τα μακρινά μέρη, να γνωρίζω άλλους πολιτισμούς – Μεξικό και Κίνα είναι δυο μακρινοί προορισμοί που με μάγεψαν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας».


Info: Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλ. Βικτωρίας. Τηλ.: 210 8210991. Τετάρτη με Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:30

εμφάνιση σχολίων