Η φαντασία και η πραγματικότητα δεν είναι δύο ξέχωρες χώρες. Η Ελένη Ξένου εξακολουθεί να πιστεύει στα όνειρα
ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
24 Σεπτεμβρίου 2013
ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΑΛΛΩΣΤΕ ΠΟΛΛΑ. Ένα αναπαυτικό κρεβάτι ήθελα και ένα παράθυρο που να ‘χει θέα. Το παράθυρο της Λέιλα όχι μόνο είχε θέα, αλλά άνοιγε σε ένα δάσος όπου τα βράδια -έτσι έγραφε στην περιγραφή της- κάνουνε βόλτα τα ελάφια. Μάλλον λοιπόν γι’ αυτό διάλεξα να μείνω σπίτι της. Για κείνο το παράθυρο που άρεσε στα ελάφια.
ΜΕ ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ, ΔΗΛΑΔΗ, ΝΑ ΣΗΚΩΝΟΜΑΙ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΑΝΗΣΥΧΟ ΟΝΕΙΡΟ. Τα όνειρά μου τον τελευταίο καιρό είναι ανήσυχα, δε γέρνουνε ήρεμα στα μαξιλάρια, κάτι τα στριμώχνει, κάτι τους θολώνει μια απόχρωση, δυσκολεύονται να απλώσουνε πλάι μου σε μια ησυχία ή μάλλον εγώ τα δυσκολεύω και τα στριμώχνω. Ίσως γιατί ακούω πόρτες να κλείνουνε απότομα και όταν οι πόρτες κλείνουνε απότομα, τρομάζει η εμπιστοσύνη μου και πάει και κρύβεται μακριά από τα όνειρά μου, μέχρι να ηρεμήσει. Μέχρι να βρει ξανά τον τρόπο να σπάσει τις κλειδαριές και να επιτρέψει στα όνειρά μου να απλώσουνε πλάι μου σε μια ησυχία.
ΜΕ ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ, ΠΟΥ ΛΕΣ, ΝΑ ΣΗΚΩΝΟΜΑΙ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ από ένα τέτοιο ανήσυχο όνειρο και να κοιτάω έξω από το παράθυρο και έτσι όπως κοιτάω, να εμφανίζεται μπροστά μου ένα ελάφι. Να κάνει μια μικρή στάση και να γυρνάει το κεφάλι του προς το μέρος μου. Και να ‘χει φεγγάρι και το φεγγάρι να φωτίζει το βλέμμα του, αλλά και τα φύλλα στα δέντρα, να τα κάνει όλα ασημένια και να φτιάχνει μικρούς λευκούς διαδρόμους στο χώμα, πάνω στους οποίους εκείνο να σχηματίζει με τις πατούσες του μικρά, ακανόνιστα σχήματα. Όπως εκείνα που ζωγράφιζα μικρή πάνω σε λευκά χαρτιά και ήμουνα βέβαιη πως έτσι ζωγραφίζεται ο κόσμος. Από πατημασιές ξωτικών και από τα ίχνη που αφήνουν τα φτερά μιας νεράιδας πάνω στα φύλλα των δέντρων, την ώρα που εκείνη πετάει πιο πάνω από τα σύννεφα για να μου φέρει αστερόσκονη, ώστε να την έχω φυλαγμένη στο κομοδίνο μου για μια ώρα ανάγκης. Δεν ήξερα τότε τι πάει να πει ώρα ανάγκης. Μα τώρα όπου όλα γύρω μου προσπαθούν να μου υπαγορεύσουν πως δεν υπάρχει χώρος πια για τα παραμύθια μου, συνειδητοποιώ πως ώρα ανάγκης δεν είναι καμία άλλη, εκτός από εκείνη όπου επιτρέπουμε στην πραγματικότητα να γίνεται θρασύτατη και να κλείνει απότομα την πόρτα στη φαντασία.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΛΟΙΠΟΝ ΗΘΕΛΑ ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ. Για να ελαφρύνει ο ύπνος μου και να βγει η εμπιστοσύνη μου έξω από την κρυψώνα της. Γι’ αυτό διάλεξα τη Λέιλα. Γιατί έξω από το παράθυρο του υπνοδωματίου της είχε ένα δάσος όπου μπορούσε να με καθησυχάσει, υπενθυμίζοντάς μου πως η φαντασία και η πραγματικότητα δεν είναι δύο ξέχωρες χώρες που απλά συνορεύουν, δε χρειάζεσαι διαβατήριο για να περάσεις από τη μια στην άλλη, δε χρειάζεται καμία στάμπα και κανένα κρατικό έγγραφο να σου επιτρέπει τη μετάβαση. Τίποτα δε χρειάζεσαι, παρά μόνο κάτι που να σου υπενθυμίσει πως αυτές οι δύο μένουνε στην ίδια γειτονιά, η μια πλάι στην άλλη, σαν εκείνες τις γειτόνισσες που πίνουνε τον καφέ τους έξω στο πεζοδρόμιο τα απογεύματα και περιεργάζονται με την ίδια περιέργεια τους περαστικούς.
ΗΤΑΝΕ ΠΡΟΦΑΝΩΣ Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΕΛΑΦΙΟΥ, ΛΟΙΠΟΝ. Γι’ αυτό αποφάσισα να κάνω το ταξίδι. Και γι’ αυτό πάτησα την ένδειξη «κράτηση», δίνοντας τον αριθμό της πιστωτικής μου κάρτας, παρότι γνώριζα ότι με την ολοκλήρωση αυτής της συναλλαγής θα μεταφερόμουν και πάλι σε κείνο το πανηγυρικό πλην που θα με ανάγκαζε να λογαριάσω τα χρωστούμενά μου. Μόνο εκεί όμως με έβρισκα μείον, σε όλα τ’ άλλα δεν έβλεπα καμία αφαίρεση, κανένα πλην. Αντιθέτως έβλεπα μια σωρεία από συν να με περιμένουν, κι αυτό μου φάνηκε παράξενο. Πώς γίνεται την ίδια ώρα που κάτι σε παίρνει στο πλην, να σου χαρίζει και ένα σωρό συν; Μήπως κάπως έτσι πάει η ζωή, και το μόνο που απομένει είναι να διαλέξεις το βήμα που σε πηγαίνει προς την πρόσθεση, χωρίς να λογαριάζεις την αφαίρεση, όταν αυτή η αφαίρεση δεν έχει να κάνει με το μεγάλωμά σου;
ΚΑΙ ΕΓΩ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΗΓΑΙΝΑ. Για το μεγάλωμά μου. Για να συναντήσω δηλαδή εκείνη τη γυναίκα που θα μου μάθαινε πώς καταφέρνεις να ρίχνεις μαγεία σε μια πραγματικότητα που όλο και σκληραίνει το κέλυφός της για να μοιάζει αδιαπέραστη. Εκείνη ήξερε. Πέρασε πολλά στα 70 της χρόνια. Ανατροπές, εξορίες, βία, θανάτους, αναγκάστηκε δεκάδες φορές να επανεφεύρει τον εαυτό της, και κάθε φορά τα κατάφερνε. Πώς τα κατάφερνε; Και γιατί σε κάποιους η ανατροπή είναι ένας λόγος να πεισμώσει κανείς και να υπερασπιστεί την εμπιστοσύνη του στη ζωή και σε άλλους είναι λόγος να λυγίσεις και να σταματήσεις να πιστεύεις στα όνειρα; Αυτό ήθελα να μάθω, γι’ αυτό θα έκανα το ταξίδι, έστω κι αν ήτανε ένα μεγάλο πλην στις εξισώσεις μου τις αριθμητικές. Ήταν όμως ταυτόχρονα και ένα μεγάλο συν στις εμπειρίες που επιδιώκεις να σου συμβαίνουν για να σε πάνε λίγο πιο μπροστά, λίγο πιο πέρα, εκεί όπου το συν κάνει παρέα με το πλην και συ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να διαλέξεις το δάσος με τα ελάφια και όχι το απότομο κλείσιμο του παραθύρου.
ΑΥΤΟ ΜΕΤΡΗΣΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΣΑΝ ΕΠΕΝΔΥΣΗ, σε τίποτα άλλο δεν έχω να επενδύσω, ούτε ποτέ μου είχα, παρά μόνο σε αυτό: Να αναζητώ και να βρίσκω ποιος είναι ο τρόπος ώστε να μην κλείνει η πραγματικότητα την πόρτα στη μαγεία, αλλά να κάθεται πλάι της και να ‘ναι οι δύο τους σαν κείνες τις γειτόνισσες που πίνουνε τον καφέ τους τα απογεύματα και σχολιάζουνε με την ίδια περιέργεια τους περαστικούς.
Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Όταν τη χάνουμε, ταξιδεύει. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Κυκλοφορεί το βιβλίο της ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη, το οποίο περιλαμβάνει κείμενα από τη στήλη της στο DOC TV. Στο νέο της site θα βρείτε συνεντεύξεις, άρθρα και ημερολόγια.
εμφάνιση σχολίων