0
1
σχόλια
1668
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Οι άνθρωποι που σκοτώνονταν στα οδοφράγματα, το γνώριζαν: είναι το γεγονός ότι αγωνίζομαι, που έχει νόημα, όχι το γεγονός ότι σε δυο αιώνες θα υπάρξει μια τέτοια κοινωνία.»
 
DOCTV.GR
10 Νοεμβρίου 2023
Αυτό που εκπλήσσει περισσότερο, όταν συγκρίνει κανείς την παρούσα φάση με τις προηγούμενες φάσεις της ιστορίας αυτών των κοινωνιών, είναι η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση της σύγκρουσης, είτε πρόκειται για οικονομικο-κοινωνική, είτε για πολιτική ή «ιδεολογική». Παρακολουθούμε τον θρίαμβο ενός φαντασιακού, του καπιταλιστικού φαντασιακού —«φιλελεύθερου»— και τη σχεδόν εξαφάνιση της άλλης μεγάλης φαντασιακής σημασίας της σύγχρονης εποχής, του προτάγματος της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας.

Επιφανειακά αυτό μεταφράζεται, από την αρχή της δεκαετίας του ’80, στη νίκη της λεγάμενης «νεο-φιλελεύθερης» αντεπίθεσης —υλοποιημένης από τις πολιτικές Θάτσερ-Ρέηγκαν— αντεπίθεση η οποία επέβαλλε πράγματα που προηγουμένως φαίνονταν αδιανόητα. Καθαρή και απλή περικοπή των πραγματικών μισθών και καμιά φορά ακόμη και των ονομαστικών, για παράδειγμα· ή ακόμη τα επίπεδα ανεργίας, για τα οποία εγώ ο ίδιος είχα σκεφθεί και γράψει το 1960, ότι είχαν γίνει αδύνατα διότι θα προκαλούσαν μια κοινωνική έκρηξη. Όμως, τίποτα δεν συνέβη.

Αυτό που εκπλήσσει περισσότερο είναι η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση της σύγκρουσης               

Υπάρχουν γι’ αυτό κάποιοι λόγοι, αφενός μεν συγκυριακοί —η απειλή, σε μεγάλο βαθμό μπλόφα, της «κρίσης» η οποία συνδέεται με το «πετρελαϊκό σοκ», κ.λπ.— αφετέρου δε, άλλοι πολύ βαθύτεροι για τους οποίους θα ξαναμιλήσουμε. Εν συντομία, παρακολουθούμε την ολοκληρωτική κυριαρχία του καπιταλιστικού φαντασιακού: κυριαρχία του οικονομικού, απεριόριστη και δήθεν ορθολογική επέκταση της παραγωγής, της κατανάλωσης και της «σχόλης» («loisirs»), περισσότερο ή λιγότερο σχεδιασμένων και χειραγωγούμενων.

Αυτή η εξέλιξη δεν εκφράζει μόνο τη νίκη των κυρίαρχων στρωμάτων που θα ήθελαν να αυξήσουν την εξουσία τους. Ο πληθυσμός σχεδόν στο σύνολό του συμμετέχει σ’ αυτό. Κρυουλιάρικα αναδιπλωμένος μέσα στην ιδιωτική του σφαίρα ικανοποιείται με άρτο και θεάματα. Τα θεάματα είναι κυρίως εξασφαλισμένα με την τηλεόραση (και τα «σπορ»), ο δε άρτος με όλες τις μικροσυσκευές (gadgets) που είναι διαθέσιμες για ποικίλα επίπεδα εισοδήματος. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το σύνολο των κοινωνικών στρωμάτων έχει πρόσβαση σ ’ αυτή την ελάχιστη άνεση· δεν αποκλείονται παρά κάποιες μειονότητες χωρίς βάρος. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού φαίνεται να ικανοποιείται με τις ανέσεις και τις μικροσυσκευές, έξω από κάποιες μεμονωμένες και συντεχνιακές αντιδράσεις οι οποίες δεν έχουν συνέπειες. Δεν τρέφει καμιά συλλογική επιθυμία, κανένα πρόταγμα εκτός της προστασίας του status quo.

Μέσα σ ’ αυτή την ατμόσφαιρα, οι παραδοσιακοί φραγμοί της καπιταλιστικής δημοκρατίας πέφτουν ο ένας μετά τον άλλο. Δεν υπάρχει πλέον έλεγχος της πολιτικής ζωής, κυρώσεις πέραν του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος, όπως έδειξαν τα διάφορα σκάνδαλα, λειτουργεί όλο και λιγότερο. Με κάθε τρόπο, σε μια τέτοια κατάσταση τίθεται, όπως πάντα, το ερώτημα: «Και γιατί, διάβολε, οι ίδιοι οι δικαστές ή οι “ελεγκτές” τους ξεφεύγουν από τη γενική διαφθορά και για πόσο χρόνο; Ποιος θα φυλάξει τους φύλακες;»

Η απουσία φραγμών συντελεί ώστε η ενδογενής ανορθολογικότητα τοι συστήματος να γίνεται εντονότερη. Οι κυβερνώντες νομίζουν ότι όλα, ή σχεδόν όλα, τους είναι επιτρεπτά, με την προϋπόθεση να μην αντιδράσουν πολύ άσχημα οι πολιτικές σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Άλλωστε, δεν κυβερνούν πλέον πραγματικά, αλλά η μοναδική τους φροντίδα είναι να παραμείνουν στην εξουσία ή να την αποκτήσουν. Οι παραδοσιακές ιδεολογίες, της «δεξιάς» ή της «αριστεράς» έχουν καταστεί τελείως κενές· τίποτε το ουσιαστικό δεν χωρίζει τα προγράμματα των αντίστοιχων κομμάτων.

Δεν έχουμε το θάρρος να παραδεχθούμε ότι το νόημα της ζωής μας θα το δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι                             

Δεν μπορεί κανείς να αντιτείνει σ ’ αυτή τη διαπίστωση της χρεωκοπίας την ανάδυση της ηθικής, του «φιλανθρωπισμού», των δικαιωμάτων του ανθρώπου; Τα φαινόμενα αυτά δεν συνιστούν αντίφαση στη διαπίστωση αλλά επιβεβαίωσή της. Αυτές οι ιδέες χρησιμοποιούνται για να αποκρύψουν την ένδεια του πολιτικού κενού.

Στις πλούσιες κοινωνίες – οι οποίες άλλωστε αντιπροσωπεύουν μόλις και μετά βίας, το ένα έβδομο του παγκόσμιου πληθυσμού – με το τέλος των πολιτικών πεποιθήσεων και την εξασθένιση της ικανότητας της κοινωνίας να δημιουργήσει νέες αξίες, οι οποίες θα μπορούσαν να σημαίνουν κάτι, κυριαρχεί αυτό το οποίο ο Pascal θα αποκαλούσε διασκέδαση ή περισπασμό, λήθη. Δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι είναι θνητοί, ότι θα πεθάνουν, ότι «επέκεινα» δεν υπάρχει ούτε πληρωμή ούτε αμοιβή. Ξεχνιούνται, βλέποντας στην τηλεόραση τον Ταπί ή τη Μαντόνα, έπειτα από το μετρό, τη δουλειά κ.λπ.

Και αυτό δεν σημαίνει μια «κοινωνία του θεάματος» αλλά μια κοινωνία της λήθης, της λήθης του θανάτου, της διαπίστωσης ότι η ζωή δεν έχει νόημα παρά μόνο εκείνο το οποίο εμείς είμαστε ικανοί να της δώσουμε. Το θέαμα λειτουργεί για να διευκολύνει και να επικαλύπτει αυτή τη λήθη. Δεν έχουμε το θάρρος ούτε την ικανότητα να παραδεχθούμε ότι το νόημα της ζωής μας, ατομικής και συλλογικής, δεν μπορεί πλέον να χορηγηθεί από μια θρησκεία ή από μια ιδεολογία, δεν μπορεί πλέον να μας δοθεί όπως ένα δώρο, ότι οφείλουμε, κατά συνέπεια, να το δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι.

Πρώτα-πρώτα, υπάρχει ένα γεγονός που θα πρέπει κάποτε να το χωνέψουμε καλά: είμαστε θνητοί. Όχι μόνον εμείς, όχι μόνον οι πολιτισμοί, αλλά η ανθρωπότητα σαν τέτοια και όλες οι δημιουργίες της, όλη η μνήμη της, είναι θνητές. Η διάρκεια της ζωής ενός ζωικού είδους είναι κατά μέσον όρο δύο εκατομμύρια χρόνια. Ακόμη κι αν, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο ξεπερνούσαμε απροσδιόριστα αυτό το όριο, την ημέρα που ο Ήλιος θα φθάσει στην καταληκτική του φάση και θα γίνει ένας κόκκινος γίγας, τα σύνορα του θα είναι κάπου μεταξύ Γης και Άρη – ο Παρθενών, η Παναγία των Παρισίων, οι πίνακες του Ρέμπραντ ή του Πικάσο, τα βιβλία τα οποία περιέχουν «Το Συμπόσιο» ή τις «Ελεγείες του Duino», θα έχουν περιέλθει στην κατάσταση πρωτονίων που παρέχουν ενέργεια σ’ αυτό το άστρο.

Μπρος σ’ αυτή την κατάσταση υπάρχουν δυο δυνατές απαντήσεις: η μια ανήκει στον Pascal και τον Kierkegaard: δεν μπορώ να δεχθώ αυτό το γεγονός, δεν μπορώ ή δεν θέλω να το δω – κάπου πρέπει να υπάρχει ένα νόημα το οποίο είμαι ανίκανος να διατυπώσω, αλλά το πιστεύω. Το «περιεχόμενο» μπορεί να είναι διαφορετικό, να έχει δοθεί από την Παλαιά Διαθήκη, τα Ευαγγέλια, το Κοράνι, τις Βέδες, λίγο ενδιαφέρει.

Η άλλη απάντηση είναι ν’ αρνηθούμε να κλείσουμε τα μάτια μας και ταυτόχρονα να καταλάβουμε ότι αν κάποιος θέλει να ζήσει δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νόημα, χωρίς σημασία. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, οι σημασίες, κοινωνικώς και ιστορικώς δημιουργημένες, δεν είναι ούτε ενδεχομενικές (contingentes) ούτε αναγκαίες (nécessaires) – είναι, όπως έγραψα, μετα-ενδεχομενικές (metacontingentes): χωρίς αυτές δεν υπάρχει ανθρώπινη ζωή, ούτε ατομική ούτε κοινωνική. Είναι αυτή η ίδια η ζωή που μας επιτρέπει, σε κάποια δεδομένη στιγμή, να κατανοήσουμε ότι αυτές οι σημασίες δεν έχουν «απόλυτη» πηγή, ότι πηγή τους είναι η δική μας δραστηριότητα η οποία δημιουργεί το νόημα. Το καθήκον ενός ελεύθερου ανθρώπου είναι να γνωρίζει ο ίδιος ότι είναι θνητός και να στέκεται όρθιος στην άκρη αυτής της αβύσσου, μέσα σ’ αυτό το χάος που στερείται νοήματος και μέσα στο οποίο κάνουμε να αναδυθεί η σημασία.

Γνωρίζουμε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος και μια τέτοια κοινότητα μπορούν να υπάρξουν. Δεν μιλώ ούτε καν για μεγάλους καλλιτέχνες, στοχαστές, επιστήμονες κ.λπ. Ακόμη και ο άξιος αυτού του ονόματος τεχνίτης, που κατασκεύαζε όχι τα αγάλματα των θεών, αλλά τα τραπέζια, τα βάζα, κ.λπ., επένδυε στη δουλειά του απολύτως. Το γεγονός ότι το βάζο ήταν ωραίο, ότι το σπίτι στεκόταν όρθιο, ήταν ένα επίτευγμα. Αυτή η επένδυση της δραστηριότητας η οποία εχάριζε τη μορφή, δηλαδή το νόημα, υπήρξε σε όλους τους πολιτισμούς χωρίς εξαίρεση. Υπάρχει όλο και λιγότερο σήμερα διότι η εξέλιξη του καπιταλισμού έχει καταστρέψει κάθε νόημα μέσα στην εργασία.

Όλοι οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι Μπετόβεν ή Καντ, αλλά όλοι πρέπει να έχουν μια εργασία που να μπορούν να επενδύουν και όπου να μπορούν να εμπλέκονται. Αυτό προϋποθέτει μια ριζική τροποποίηση της έννοιας της εργασίας, της σύγχρονης τεχνολογίας, της οργάνωσης αυτής της εργασίας κ.λπ. – τροποποίηση ασυμβίβαστη με τη διατήρηση της σύγχρονης θέσμισης της κοινωνίας και του φαντασιακού το οποίο αυτή ενσαρκώνει.

Αυτήν την τεράστια πλευρά του ζητήματος ούτε οι οικολόγοι δεν τη βλέπουν – δεν βλέπουν παρά την πλευρά της κατανάλωσης και της μόλυνσης. Αλλά η ανθρώπινη ζωή διαδραματίζεται επίσης μέσα στην εργασία. Λοιπόν, οφείλουμε να αποδώσουμε το νόημα του στο γεγονός της εργασίας, της παραγωγής, της δημιουργίας καθώς επίσης της συμμετοχής στα συλλογικά προτάγματα μαζί με τους άλλους, της ίδιας της αυτοδιεύθυνσης ατομικώς και συλλογικώς, της απόφασης των κοινωνικών προσανατολισμών.

Είναι βέβαιο ότι αυτό είναι δύσκολο. Αλλά, κατά το μάλλον ή ήττον, έχει υπάρξει. Οι Έλληνες, μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., το έπρατταν. Δεν πίστευαν στην αθανασία, εν πάση περιπτώσει όχι σε μια αθανασία «θετική» (η ζωή μετά το θάνατο ήταν απείρως χειρότερη από την επίγεια ζωή, όπως το διδάσκει η σκιά του Αχιλλέα στον Οδυσσέα, στην Οδύσσεια).

Για τους σύγχρονους αυτό είναι περισσότερο πολύπλοκο. Διότι σ’ αυτούς υπήρξαν πάντοτε, κατά το μάλλον ή ήττον καλυμμένα, υπολείμματα μιας πίστης σε μια υπερβατικότητα θρησκευτικού τύπου. Αυτό δεν τους εμπόδισε να προχωρήσουν πολύ μακριά. Αλλά αυτό έγινε επίσης σε συνάρτηση με μια άλλη μετάθεση: έθεσαν έναν επίγειο παράδεισο στο «τέλος της ιστορίας» (μαρξισμός) ή σαν κατεύθυνση ασυμπτωτική αυτής της ιστορίας (φιλελευθερισμός). Σήμερα γνωρίζουμε καλά ότι επρόκειτο για δυο μορφές της ίδιας αυταπάτης, ότι ακριβώς, δεν υπάρχει «εμμενές νόημα» «(sens immanent») στην ιστορία και ότι δεν θα υπάρξει παρά το νόημα (ή το μη-νόημα), το οποίο θα είμαστε ικανοί να δημιουργούμε. Και αυτό, οι άνθρωποι που σκοτώνονταν στα οδοφράγματα, το γνώριζαν: είναι το γεγονός ότι αγωνίζομαι, που έχει νόημα, όχι το γεγονός ότι σε δυο αιώνες θα υπάρξει μια τέτοια κοινωνία. Και η σύγχρονη δυσθυμία αναπαριστά αναμφίβολα επίσης εν μέρει, τη διεργασία του πένθους που έγινε για την απώλεια αυτής της αυταπάτης ενός παραδεισιακού μέλλοντος.

 
Η συνέντευξη στον Marc Weitzmann δημοσιεύθηκε στο περιοδικό L’ autre journal (Μάρτιος 1993). Η μετάφραση έγινε από την Κωνσταντίνα Καρακάλου. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922 - Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος, επαγγελματίας ψυχαναλυτής από το 1973 και διευθυντής σπουδών στην Ανώτατη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες. Συγγραφέας του έργου «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας», διευθυντής σπουδών στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ού αιώνα.



Διαβάστε επίσης:
Κόντογλου: Η Ελλάδα έγινε ένα παζάρι που πουλιούνται όλα
Καζαντζάκης: Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος
Σεφέρης: Ζήσε ολόκληρος
εμφάνιση σχολίων