Όταν ο Χαλαπάς αντίκρυσε ξανά την Κοιμωμένη του
Ο Στρατής Δούκας περιγράφει στο βιβλίο του για τον Γιαννούλη Χαλεπά (Πύργος Τήνου, 24 Αυγούστου 1851 – Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 1938) την μυθιστορηματική ζωή του μεγάλου γλύπτη της νεότερης Ελλάδας ανάμεσα στην τρέλα και τον θρίαμβο. Στο απόσπασμα αφηγείται την επίσκεψη στο νεκροταφείο, τα 1930, για να δει μετά από πολλά χρόνια την «Κοιμωμένη» του.DOCTV.GR
29 Ιουνίου 2023
Ήταν τόσος ο συνωστισμός, που χρειάστηκε να επέμβουν οι φύλακες, για να κυκλοφορεί ελεύθερα. Φωτορεπόρτερ, σκιτσογράφοι, δημοσιογράφοι αντιπρόσωποι όλων των τάξεων. Ο ερχομός του είχε κάνει να ξεσηκωθεί ολόκληρη η Αθήνα. Ο κόσμος ήταν περίεργος να δει πως θα φερνόταν, τι στάση θα τηρούσε μπροστά στο αθάνατο έργο του. Από φόβο μη συγκινηθεί, τον πέρασαν -γιατί ο συνωστισμός του κόσμου ήταν αδιαπέραστος- πρώτα από άλλα μνημεία.
Τ’ αναγνώριζε όλα, τα θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια. Όταν, τέλος, κατά τις 7 το βράδυ έφθασε μπροστά της, ζήτησε να του ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Κοίταξε σιωπηλά το έργο του, κι απ’ το ρυτιδωμένο του μέτωπο πέρναγαν χίλιες εικόνες. Τα μάτια του μια βούρκωναν, μια γέλαγαν και μια κατσούφιαζαν. Μια ταραχή, μια πάλη γινόταν μέσα του και τα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε στο πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νιότης του, μαρτυρούσαν πως φοβόταν μην προδοθεί.
Κάποιος, τότε, του ‘πε: «Λένε πως την έπλυναν με άκουα φόρτε και χάλασε». Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηριζόταν απάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: «Δεν χαλάει!»
Στρατής Δούκας «Γιαννούλης Χαλεπάς», εκδ. Κέδρος. Ο Στρατής Δούκας (1895-1983) γεννήθηκε στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας, όπου τελείωσε το σχολαρχείο. Πήγε γυμνάσιο στο Αιβαλί και εκεί γνωρίστηκε με τον Φώτη Κόντογλου. Το 1912, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με τον Φώτη Κόντογλου, αλλά διέκοψε τις σπουδές του με την κήρυξη του πολέμου. Αφού ταξίδεψε στη Λέσβο και στο Άγιο Όρος, το 1913 οργάνωσε μαζί με τον φίλο του Αντώνη Πρωτοπάτση λαογραφικές μελέτες στη Μυτιλήνη και το 1916 κατατάχτηκε εθελοντικά στην Εθνική Άμυνα. Πολέμησε στη Μακεδονία και στη Μικρασία. Στη συνέχεια, κύριο μέλημά του ήταν η διάδοση της λαικής τέχνης και της βιοτεχνίας της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οργάνωνε εκθέσεις με έργα του Φώτη Κόντογλου και του Σπύρου Παπαλουκά. Υπήρξε βασικό στέλεχος των περιοδικών Φιλική Εταιρεία και Φραγγέλιο, καλλιτεχνικός διευθυντής της εταιρείας Αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας και συνεργάστηκε με εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Μυτιλήνης. Το 1927 αρρώστησε σοβαρά και άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική. Το 1931 έρχεται σε επαφή με το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά και γνωρίζεται με το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Το 1934 πρωτοστατεί στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 1935, συνεργάζεται στην ίδρυση του περιοδικού Το τρίτο μάτι με τους Δημήτρη Πικιώνη, Σπύρο Παπαλουκά, Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα και Σωκράτη Καραντινό. συνεργάζεται με περιοδικά, κυρίως τη Διαγώνιο, και ολοκληρώνει τα έργα του Οδοιπόρος και Ενώτια, αλλά και τα κείμενά του για τον Χαλεπά.