0
1
σχόλια
773
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Για μας που περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα του ήλιου…»
DOCTV.GR
24 Μαΐου 2023
Ανεβήκαμε στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε λουλούδια από τον ουρανό. Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα του ήλιου.

Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά. Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή.

Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται στο νερό. Τα βράδια οι ακακίες περνούν απ΄ έξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο.

Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και τρυφερό σαν του Χριστού.

Χτες και προχτές, όλη νύχτα, πασκίζαμε να μετρήσουμε τ’ άστρα. Και τ’ άστρα είναι τόσα, όση κι η καρδιά μας, κι η καρδιά μας είναι πιο πολύ απ’ τ’ άστρα.

Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.

Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της γαλήνης. Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι. Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.

Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα. Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν. Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.

Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.

Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας. Κανένας δεν θυμάται πως μίλησε με την αυγή τότε που τα λουλούδια ξέραν τη φωνή του και τα πουλιά κρατούσανε σημαίες και σάλπιγγες και πέρναγαν σαν μολυβένια στρατιωτάκια στο δρόμο της πρωινής αχτίνας.

Εμείς κάτι θυμόμαστε όταν ανοίγει τα παράθυρα η άνοιξη και τινάζει τα σεντόνια του ύπνου μες στο φως.Φαίνεται κάπου η θάλασσα. Έρχεται κι ο κάμπος όμοιος με πράσινη χελώνα που ξυπνάει.Ύστερα ο κάμπος γίνεται όμοιος με τον κάμπο, κι εμείς παιδιά που παίζουνε στον κάμπο.

Φέρε το ξύλινο αλογάκι με την κόκκινη σέλα, να κυνηγήσουμε τους ίσκιους των νερών προτού μας προφτάσει το βράδυ με τα μεγάλα παραμύθια της χειμωνιάτικης φωτιάς.

Δεν πάει καιρός που ο ήλιος κρεμούσε χρυσά κρόσσια στις πόρτες του δάσους. Οι θάμνοι γδύνονταν την πράσινη σοδιά τους και λουζόνταν κρυφά στο ποτάμι. Τα μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν απ’ τα σπίτια, κυλιόντουσαν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα της αλυγαριάς κι αγκάλιαζαν τα δέντρα.

Όλο το δάσος μύριζε γυμνή γυναίκα. Μεγάλες πεταλούδες μαρτυρούσανε τα μυστικά της άνοιξης κι οι σαύρες με τα σμαραγδένια μάτια ολάνοιχτα κρυφάκουγαν περίεργες πίσω απ’ τις πέτρες. Εμείς δεν βλέπαμε το φράχτη. Παρακαλέσαμε ύστερα τις κάργιες να μην πουν τίποτα της μάνας μας για ότι γίνηκε πίσω απ’ τα δέντρα που στάζαν ρετσίνι.

 
Γιάννης Ρίτσος - «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού», Πάρνηθα 1938. Η πρώ­τη αυτο­τε­λής έκδο­ση έγι­νε από τον Κέδρο το 1980, εικο­νο­γρα­φη­μέ­νη από τη Τζέ­νη Δρόσου. Ο Γιάν­νης Ρίτσος έγρα­ψε το Όνει­ρο καλο­και­ρι­νού μεση­με­ριού το 1938. Βρι­σκό­ταν τότε άρρω­στος στο σανα­τό­ριο της Πάρ­νη­θας. Είχε χάσει τον αδελ­φό του και τη μητέ­ρα του από φυμα­τί­ω­ση, βίω­σε την τρέ­λα του πατέ­ρα του και της αγα­πη­μέ­νης του αδελ­φής. Η φυμα­τί­ω­ση τον φέρ­νει στο κεφα­λό­σκα­λο του θανά­του και αυτό δεν αφή­νει ανε­πη­ρέ­α­στη τη ζωή του. Από τον Οκτώ­βριο του 1937 ως τον Απρί­λιο του 1938 ζει στο Σανα­τό­ριο της Πάρνηθας. Ο ποι­η­τής βρί­σκει τον τρό­πο να μετα­τρέ­ψει τα τραυ­μα­τι­κά του βιώ­μα­τα σε νέες μορ­φές ζωής, να δει μέσα από τα αρνη­τι­κά τα θετι­κά, να υμνή­σει την ομορ­φιά της φύσης και της νιότης. Έλληνας ποιητής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα, μελέτες, μεταφράσεις, χρονογραφήματα. Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ, το οποίο δεν πήρε, διότι θεωρήθηκε στρατευμένος ποιητής (δηλαδή ήταν μέλος του ΚΚΕ). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίoυ Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. Άλλα σημαντικά βραβεία που απέσπασε είναι το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης (Βέλγιο, 1972) και το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956).


Διαβάστε επίσης:
Ρίτσος: Τρία ερωτικά ποιήματα
Δέκα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου
Ρίτσος: Μαζεύω ήλιο και θάλασσα για το χειμώνα
εμφάνιση σχολίων