Ένα ιστορικό ποίημα - ερωτική εξομολόγηση που γράφτηκε από την πρωτοπόρο ποιήτρια δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Εμπειρίκου με τον οποίο έζησε έναν θυελλώδη έρωτα
Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω το απόγεμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα κι ένιωσα πρώτη φορά «le vierge le vivace et le bel aujourd’hui» μετά έντονος αέρας αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου και μπήκανε μεγάλες σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ’ τη γωνιά της καρδιάς μου το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα έμαθε τις πλημμύρες του έρωτα πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό, τι θέλει ας γενεί στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ’ τα λόγια τι συνεννόηση θα’ χουμε αλλιώτικα ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες ξένοι με διαφορετικές γλώσσες πως τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ και θα χώνω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σου αρέσανε για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου πάλι ό, τι βρω δικό σου θα το φάω θα το τραγανίσω θα το καταπιώ ώσπου μιαν ώρα μες στο λιοπύρι θα μου βγει αχνός ίδρωτας πάνω απ’ το στόμα θα’ θελα ν’ ακουμπήσω δίπλα σου κι άλλα της εκλογής μου μέρη μέρη διάσπαρτα με ασφόδελους ή μεγάλες άγριες μαργαρίτες και πιο πέρα έναν τεράστιο κέδρο του Λίβανου αλλού πάλι να’ χει αμμόλοφους με σπόνδυλους από δωρικές κολόνες αραδιασμένους χάμω θα’ σου έρθει κείνο το κυβικό κλουβί που σου’ χω τάξει με μικρά κόκκινα γαρίφαλα μέσα να πετάνε πέρα δώθε τραγουδώντας φλογερά και σαν λαχανιάζω από τον πολύ οίστρο θα’ θελα τότε οι κουβέντες μου να’ ναι για σένα ξόμπλια όμοια με πέρδικας φτερά θα’ θελα μερικά από τ’ αστεία που μαζί ξαναφέρναμε (α εκείνες οι συμπαιγνίες) να χαμογελάνε ακόμα με λακκούβες στην άκρη των χειλιών θα’ θελα να είχαμε πάει οι δυο μας στην πόλη άλλοθι όλων των σύννεφων θα’ θελα όταν τα σανίδια κάτω στο πάτωμα τρίζουνε ξαφνικά τη νύχτα την ίδια ώρα που τα έπιπλα και η κασέλα αντιλαλούν θα’ θελα να δημιουργείται το γνωστό έργο της συγκεκριμένης μουσικής που λέγεται «κοντσέρτο για έναν άνθρωπο μόνο» θα’ θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο θα’ θελα όποιοι και να’ ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνεDOCTV.GR
16 Ιουνίου 2022
θα' θελα μα πόσο θα' θελα ναι θα' θελα αμέσως τώρα τώρα
θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως
έμαθα στο Παρίσι
εσένα σ' έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα σ' έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ' ωρίμασε η θάλασσα
σ' ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
tu m' abysses
tu m' oasis
je te gougouch
je me tombeau bientôt
εσένα σ' έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
σ' έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις
σ' έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς
σε μίσχος
σε φόρμιγξ
με φλοισβίζεις
σε ζαργάνα μ' αρέσει
δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω
απ' τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονό-
γραμμά σου
tu m' es Mallarmé Rimbaud Apollinaire
je te Wellingtonia
je t'ocarina
εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
σ' έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
εγώ σ' έχω άρωμα έρωτα
σ' έχω μαύρο λιοντάρι
σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό
εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριο-
λούλουδου
εσύ κένταυρου ζέση
εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία
je te ouf quelle chaleur
tu m' accèdes partout presque
je te glycine
εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το' χουμε αλαζονήσει
και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες
εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε ανοίγω συρτάρια
πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω από κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα δεν τα' χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ
Μάτση Χατζηλαζάρου «Ποιήματα 1944-1985», εκδ. Ίκαρος Η Μάτση Χατζηλαζάρου (πραγματικό όνομα: Μαρία Λουκία Χατζηλαζάρου, Θεσσαλονίκη, 17 Ιανουαρίου 1914 – Αθήνα, 16 Ιουνίου 1987) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια. Θεωρείται από πολλούς η πρώτη υπερρεαλίστρια ποιήτρια στην Ελλάδα και πολύ τολμηρή για την εποχή της.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου ήταν γόνος μεγαλοαστικής ελληνικής οικογένειας της Θεσσαλονίκης. Πατέρας της ήταν ο επιχειρηματίας και έμμισθος πρόξενος των ΗΠΑ στην οθωμανική Θεσσαλονίκη Κλέων Χατζηλάζαρος, μητέρα της η γερμανικής καταγωγής Βιργινία, και νονός της ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' της Ελλάδας Η Χατζηλαζάρου είχε επίσης έναν μικρότερο αδελφό, ο οποίος μάλλον πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία.
Το 1917, εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού, η Χατζηλαζάρου και η οικογένειά της αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθούν στη Γαλλία, από όπου επέστρεψαν στη συμπρωτεύουσα το 1919 και την ίδια χρονιά μετακόμισαν οριστικά στην Αθήνα. Το 1931 και σε ηλικία 17 ετών, η Χατζηλαζάρου παντρεύτηκε τον Βαυαρό Καρλ Σούρμαν, με τον οποίο χώρισε το 1936. Στο μεταξύ, το 1934 πέθαναν μέσα σε λίγους μήνες και οι δύο γονείς της, αφού προηγουμένως έφτασαν στην οικονομική χρεοκοπία. Το 1937 η Χατζηλαζάρου παντρεύτηκε τον γεωπόνο Σπύρο Τσαούση σε δεύτερο γάμο, που διαλύθηκε το 1938. Κατά την περίοδο 1939–1943 ήταν σύζυγος του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Στην Αθήνα το 1943 συνδέθηκε με τον ποιητή Αντρέα Καμπά. Μαζί του έφυγε τον Δεκέμβριο του 1945 για το Παρίσι, με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου. Εκεί γνώρισε τον Καταλανό ζωγράφο και ανεψιό του Πικάσο Χαβιέ Βιλατό (Javier Vilató, 1921–2000), με τον οποίο έζησε μαζί από το 1946 έως το 1954. Το 1957 συνδέθηκε με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, αλλά ο δεσμός τους δεν κράτησε παρά μόνον δύο χρόνια. Το 1958 επέστρεψε στην Αθήνα για να εργαστεί στον ΕΟΤ. Το 1964 έφυγε και πάλι στο Παρίσι για να δουλέψει στο εκεί κατάστημα Βαράγκη. Επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα το 1973 και εργάστηκε στην υπηρεσία δημοσίων σχέσεων της Εμπορικής Τράπεζας, μέχρι τη συνταξιοδότησή της το 1984. Πέθανε στην Αθήνα, στις 16 Ιουνίου 1987.
Στα γράμματα εμφανίστηκε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940 με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου. Η πρώτη της ποιητική συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος τον Ιούνιο του 1944. Ακολούθησαν πολλά άλλα ποιήματα, τα οποία κυκλοφόρησαν σε συγκεντρωτικό τόμο από τις εκδόσεις Ίκαρος δύο χρόνια μετά τον θάνατό της. Το 2013 κυκλοφόρησε και η αλληλογραφία της με τον Εμπειρίκο, μετά την διάλυση του γάμου τους, την εποχή που η Χατζηλαζάρου ζούσε στο Παρίσι.
εμφάνιση σχολίων