Ο Τσέχος συγγραφέας αναλύει γιατί η συμπόνια «στην ιεραρχία των συναισθημάτων είναι το ύψιστο συναίσθημα»
Όλες οι λατινογενείς γλώσσες σχηματίζουν τη λέξη συμπόνια (compassio) με την πρόθεση «συν» (com-) και τη ρίζα «πόνος» (passio). Σε άλλες γλώσσες, παραδείγματος χάριν στα τσέχικα, στα πολωνικά, οτα γερμανικά, στα σουηδικά, η λέξη αυτή αποδίδεται με ένα ουσιαστικό που σχηματίζεται απ' το αντίστοιχο πρώτο συνθετικό, ακολουθούμενο από τη λέξη «αίσθημα» (στα τσέχικα: sou-cit· στα πολωνικά: wspol-czucie· στα γερμανικά: Mit-gefuhl, στα σουηδικά: med-kansla).DOCTV.GR
6 Οκτωβρίου 2021
Στις λατινογενείς γλώσσες η λέξη συμπόνια σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς ν' αντιμετωπίζει με κρύα καρδιά τον πόνο του πλησίον, μ' άλλα λόγια: τρέφει κανείς συμπόνια για κάποιον που πάσχει. Μία άλλη λέξη που έχει περίπου το ίδιο νόημα, ο οίκτος (αγγλικά pity, ιταλικά pieta κτλ.), υπονοεί κιόλας ένα είδος επιείκειας προς το άτομο που υποφέρει. Το να έχει κανείς οίκτο για μια γυναίκα σημαίνει να είναι πιο σωστά τοποθετημένος απ' αυτήν, να σκύβει, να χαμηλώνει ως αυτήν.
Αυτός είναι ο λόγος που η λέξη συμπόνια εμπνέει γενικά τη δυσπιστία· υποδηλώνει ένα αίσθημα που θεωρείται παρακατιανό, που δεν έχει και πολλή σχέση με τον έρωτα. Το ν' αγαπάς κάποιον από συμπόνια δεν σημαίνει ότι τον αγαπάς πραγματικά. Στις γλώσσες που σχηματίζουν τη λέξη συμπόνια όχι με τη ρίζα «πόνος» αλλά με το ουσιαστικό «αίσθημα», η λέξη χρησιμοποιείται λίγο-πολύ με την ίδια έννοια, αλλά δύσκολα μπορεί κανείς να πει ότι υποδηλώνει ένα συναίσθημα κακό ή μέτριο.
Η μυστική δύναμη της ετυμολογίας της λούζει τη λέξη μ' ένα άλλο φως και της δίνει μια έννοια πιο πλατιά: το να έχεις συμπόνια (συν-αίσθημα) σημαίνει να μπορείς να ζεις μαζί με τον άλλο τη δυστυχία του, αλλά επίσης να νιώθεις μαζί του οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα: τη χαρά, την αγωνία, την ευτυχία, τον πόνο. Αυτή εδώ η συμπόνια (με την έννοια της φροντίδας, wspolczucie, Mitgefuhl) σκιαγραφεί λοιπόν την υψηλότερη δυνατότητα της συναισθηματικής φαντασίας, την τέχνη της τηλεπάθειας των συγκινήσεων. Στην ιεραρχία των συναισθημάτων είναι το ύψιστο συναίσθημα.
Από το βιβλίο του Μίλαν Κούντερα, Η Αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι, εκδ. Το Βήμα. Ο Μίλαν Κούντερα είναι Τσέχος συγγραφέας με γαλλική υπηκοότητα. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929 στο Μπρνο της πρώην Τσεχοσλοβακίας και ζει στη Γαλλία από το 1975. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με τα έργα του Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης και Το Αστείο. Έχει συγγράψει τόσο στην τσεχική όσο και στη γαλλική γλώσσα, ενώ επιμελείται προσωπικά όλες τις γαλλικές μεταφράσεις των βιβλίων του, προσδίδοντάς τους ισχύ πρωτοτύπου και όχι μεταφρασμένου έργου. Κατόπιν λογοκρισίας, η κυκλοφορία των έργων του ήταν απαγορευμένη στη γενέτειρά του έως και την πτώση της Κομμουνιστικής κυβέρνησης κατά τη Βελούδινη επανάσταση του 1989.
Διαβάστε επίσης:
Κούντερα: Το Εγώ
Κούντερα: Το παράδοξο της νοσταλγίας
Κούντερα: Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι
εμφάνιση σχολίων