«Συνδέει τα ασύνδετα, συγκρατεί τα σκορπισμένα και ανασταίνει τα φθαρτά» Στις 24 Μαρτίου 1934 έφυγε από τη ζωή ο ζωγράφος της Ρωμιοσύνης. Ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε γι’ αυτόν…
Μια φορά κι έναν καιρό καθώς λένε, ένας φούρναρης παράγγειλε σ’ ένα φτωχό ζωγράφο να τονε ζωγραφίσει την ώρα που φούρνιζε ψωμιά. Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, και όταν καταπιάστηκε να εικονίσει το φουρνιστήρι, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο δείχνοντας όλο του το πλάτος· έπειτα, με τον ίδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι. Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: «Το ψωμί, έτσι που το ‘βαλες, θα πέσει». Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: «Έννοια σου· μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν· τα ζωγραφιστά στέκουνται· όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά!»DOCTV.GR
23 Μαρτίου 2024
Το παραμύθι αυτό μου θυμίζει έναν πολύ μεγάλο τεχνίτη, που επειδή ακριβώς «όλα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφιά», ιστορίζοντας την άποψη του Τολέδου, έβγαλε από τη μέση, με το δικαίωμα της τέχνης του, το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα και το τοποθέτησε σε ένα χάρτη. Ο μεγάλος τεχνίτης, το ξέρετε, είναι ο Κρητικός Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, και ο ζωγράφος του παραμυθιού είναι ο Μυτιληνιός Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «άλλοτε οπλαρχηγός και θύραξ εν Σμύρνη».
…
Ο Θεόφιλος ήταν λαϊκός άνθρωπος. Ένας τρελός στα μάτια του κόσμου, που τον άκουε να λέει παράδοξα πράγματα για τις ζωγραφικές του, ή τον έβλεπε να ροβολά τους δρόμους νυμένος Μεγαλέξαντρος μαζί μ’ ένα κοπάδι χαμίνια που είχε ντύσει «Μακεδόνους». Τον περιγελούσαν· του έκαμαν πολύ χοντρά αστεία· μια φορά τράβηξαν την ανεμόσκαλα όπου ήταν ανεβασμένος για τη δουλειά του και τον έριξαν χάμω. Τόσο πολύ μας ενοχλούν οι άνθρωποι που δε μας μοιάζουν. Όμως ο περιπλανώμενος αυτός ζωγράφος καταναλώθηκε ολόκληρος, σαν ένας αυθεντικός τεχνίτης, στο δημιούργημά του. Και το δημιούργημά του είναι ένα ζωγραφικό γεγονός για την Ελλάδα. Θέλω να πω ένα γεγονός που δε διδάσκει λαογραφικά, όπως θα είχαμε την τάση να φανταστούμε, κοιτάζοντας τις φουστανέλες, τις βλάχες ή τις μορφές του λαϊκού εικονοστασίου που αναπαρασταίνει, ή ακόμη παρατηρώντας τις επιφανειακές τεχνικές αδυναμίες του, την έλλειψη «σχολής» ή τον «πριμιτιβισμό» του, όπως θα έλεγαν. Αλλά είναι γεγονός που διδάσκει ζωγραφικά, που βοηθά και φωτίζει όποιον έχει μια επαρκή οπτική συνείδηση, έστω κι αν βγαίνει από τα πιο φημισμένα εργαστήρια της Ευρώπης. Ύστερα από τον Θεόφιλο δε βλέπουμε πια με τον ίδιο τρόπο· αυτό είναι το σπουδαίο και αυτό είναι το πράγμα που δε μας έφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ακαδημιών.
Ο Θεόφιλος μας έδωσε καινούργιο μάτι· έπλυνε την όρασή μας όπως αυγάζει ο ουρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χρώμα, και το παραμικρό φυλλαράκι των θάμνων, ύστερα από την κάθαρση του απόβροχου· κάτι από αυτόν τον παλμό δροσιάς. Μπορεί να μην είναι δεξιοτέχνης, μπορεί η αμάθειά του σε τέτοια πράγματα να είναι μεγάλη. Όμως αυτό το τόσο σπάνιο, το ακατόρθωτο πριν απ ’αυτόν για το ελληνικό τοπίο: μια στιγμή χρώματος και αέρα, σταματημένη εκεί μ’ όλη την εσωτερική ζωντάνια της και την ακτινοβολία της κίνησής της· αυτό τον ποιητικό ρυθμό –πώς να τον πω αλλιώς– που συνδέει τα ασύνδετα, συγκρατεί τα σκορπισμένα και ανασταίνει τα φθαρτά· αυτή την ανθρώπινη ανάσα που έμεινε σ’ ένα ρωμαλέο δέντρο, σ’ ένα κρυμμένο άνθος ή στο χορό μιας φορεσιάς· αυτά τα πράγματα που τα’ αποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας έλειψαν τόσο πολύ· αυτή τη χάρη μας έδωσε ο Θεόφιλος· κι αυτό δεν είναι λαογραφία.
Συλλογίζομαι πως μιλώ ίσως άσκημα· πως η συγκίνησή μου μπορεί να νομιστεί ακρισία. Και όμως είναι μια συγκίνηση που προσπαθώ να ελέγξω εδώ και δεκατρία χρόνια, από την παλιά εποχή που ο Αντρέας Εμπειρίκος μου έδειξε, με άπειρη ευλάβεια, ζωγραφιές του Θεόφιλου. Από τότε, κάθε καινούργιο αντίκρισμα ήταν σαν εκείνη την πρώτη φορά. Κάτι σα να έπεσε ο τοίχος μιας πληχτικής καμάρας· αυτής της τόσο καταθλιπτικής ζωγραφικής, που τόσο συχνά και με τόση ευκολία επιτυχαίνουμε από τα χρόνια της Παλιγγενεσίας. Η ίδια συγκίνηση όταν πρωτοδιάβασα τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
Δεν έχω διόλου την επιθυμία να μειώσω τους μορφωμένους με τους αμόρφωτους, μήτε να υποστηρίξω πως η άσκηση και η μάθηση είναι πράγμα βλαβερό. Όπως τόσοι φίλοι του ζωγράφου μας, πολύ πιο ικανοί και πιο αρμόδιοι σ’ αυτά τα θέματα από εμένα, το αντίθετο πιστεύω. Γιατί μόρφωση και μάθηση είναι άσκηση της ζωής· και η άσκηση της ζωής έχει πολλά να κερδίσει από ανθρώπους σαν το Θεόφιλο, που βρήκαν το δρόμου τους ψηλαφώντας, μόνοι μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια μιας πολύ καλλιεργημένης, καθώς νομίζω, ομαδικής ψυχής όπως είναι η ψυχή του λαού μας. Έχει πολλά να κερδίσει· και πριν απ’ όλα να μάθει πως φυλάγεται από τη μισή μόρφωση και από τη μισή μάθηση που καταντά στρέβλωση και νάρκη. Από την άποψη αυτή θα ήταν πολύ δύσκολο να παραδεχτώ πως είναι αμόρφωτος ο Θεόφιλος· μήτε καν φαινόμενο εξαιρετικό. Σε τέτοια συμπεράσματα μας οδηγεί, τουλάχιστο καθώς πιστεύω, η τόσο ιδιότροπη διαμόρφωση της ελληνικής έκφρασης. Ένα λαϊκό τραγούδι λ.χ. που κυκλοφορεί στα στόματα «των θεραπαινίδων», όπως έλεγαν, ο Ερωτόκριτος, γίνεται αγκωνάρι στην ποιητική δημιουργία του Σολωμού, ενός από τους πιο καλλιεργημένους ανθρώπους της Ευρώπης. Και τα δύο σημαντικότερα μνημεία του ελληνικού πεζού λόγου είναι, το ένα η Γυναίκα της Ζάκυθος αυτού του άρχοντα της μόρφωσης, το άλλο τα Απομνημονεύματα του «πόπωτε μη αναγνώσαντος» Μακρυγιάννη. Στη ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ένας νους, όπως ο Θεοτοκόπουλος, που μπορεί να υποστηρίξει την τέχνη του μπροστά στο μεγάλο ιεροεξεταστή, και κάποτε ένας Θεόφιλος, ο αλλόκοτος φουστανελάς, που γυρίζει στα χωριά του Πηλίου και της Μυτιλήνης, με τα πινέλα στο σελάχι του, και οι γυναίκες τονε φωνάζουν τρελό και «αχμάκη».
Η ελληνική πνευματική κληρονομιά είναι τόσο μεγάλη που αλήθεια δεν ξέρει κανείς ποιους μπορεί να διαλέξει για να πραγματοποιήσει τις βουλές της. είναι στιγμές που την κρατούν στα χέρια τους οι πιο φημισμένοι άνθρωποι που ακούστηκαν ποτέ στον κόσμο, και είναι στιγμές που πάει και φωλιάζει ανάμεσα στους ανώνυμους, περιμένοντας να φανερωθούν ξανά οι άρχοντες επώνυμοι. Είναι σπουδαίο δίδαγμα που αντλεί κανείς όταν λάβει τον κόπο να κοιτάξει αυτή την ατέλειωτη περιπέτεια. Το δημοτικό τραγούδι να φωτίζει τον Όμηρο και ο Αισχύλος να συμπληρώνεται από το δημοτικό τραγούδι, στην ευαισθησία ενός και του ίδιου ανθρώπου, δεν είναι λίγο πράγμα – και αυτό μόνο στην Ελλάδα μπορεί να γίνει. Μιλώ χωρίς υπεροψία, γιατί δεν ξεχνώ πως μόνο στην Ελλάδα μπορούν να γίνουν ακόμη τα πιο απίστευτα παραστρατήματα…[…]
«Δοκιμές», Φέξης, 1962
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (πραγματικό όνομα: Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας), (Βαρειά Λέσβου, 1870 - Βαρειά Λέσβου, 24 Μαρτίου 1934), γνωστός απλά και ως Θεόφιλος, ήταν Έλληνας λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης και αγιογράφος. Κυρίαρχο στοιχείο του έργου του είναι η ελληνικότητά του και η εικονογράφηση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας.
εμφάνιση σχολίων