«Δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή στις περισσότερες περιπτώσεις, η έννοια της μετάνοιας των δραστών, συνειδησιακά...» -Από την Παυλίνα Μωραΐτη
Το έγκλημα της παιδεραστίας[1] στον δυτικό κόσμο τιμωρείται με αυστηρές ποινές από τους ποινικούς κώδικες των κρατών και προσλαμβάνεται από την μεγάλη πλειονότητα των πολιτών ως έγκλημα μείζονος βαρύτητας. Προσβάλλει όχι μόνο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα αλλά ειδικότερα τα δικαιώματα του παιδιού, όπως εξάλλου προβλέπονται από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ[2] και η οποία έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με τον ν. 2101/1992[3].DOCTV.GR | ΦΩΤΟ: UNSPLASH
19 Φεβρουαρίου 2021
Οι θεωρητικές προσεγγίσεις στο έγκλημα της παιδεραστίας σχετίζονται κυρίως είτε με την ερμηνεία και την προσέγγιση της παιδοφιλίας ως ψυχικής διαταραχής[4], είτε με την παιδεραστία και την παράλληλη αιμομιξία[5], είτε με την ανάλυση του φαινομένου της πορνογραφίας ανηλίκων στο διαδίκτυο[6].
Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να προσεγγίσει τις στάσεις απέναντι στην εγκληματική τους πράξη εκείνων που έχουν διαπράξει το έγκλημα της παιδεραστίας, έχουν καταδικαστεί για το έγκλημα αυτό και εκτίουν την ποινή τους σε δύο φυλακές της χώρας και συγκεκριμένα στα Καταστήματα Κράτησης Τρίπολης και Γρεβενών. Αναλυτικότερα, όσον αφορά τη διεξαγωγή της έρευνας, λάβαμε ειδική άδεια, κατόπιν σχετική αίτησης, αφενός από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αφετέρου από τα ανωτέρω καταστήματα κράτησης.
Σκοπός της έρευνας ήταν να αναδείξουμε τον τρόπο κατά τον οποίο οι ίδιοι οι δράστες παιδεραστίας νοηματοδοτούν και αντιλαμβάνονται τις πράξεις τους
Tα καταστήματα κράτησης Τρίπολης και Γρεβενών: Κατά το διάστημα του Ιουλίου 2016 και του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, μας δόθηκε η δυνατότητα να επισκεφθούμε τα ανωτέρω καταστήματα και να λάβουμε συνεντεύξεις από δράστες που έχουν καταδικαστεί για το έγκλημα της παιδεραστίας. Σκοπός της έρευνας ήταν να αναδείξουμε τον τρόπο κατά τον οποίο οι ίδιοι οι δράστες παιδεραστίας νοηματοδοτούν και αντιλαμβάνονται τις πράξεις τους, οι οποίες κατά την ελληνική νομοθεσία είναι εγκληματικές και τιμωρούνται βάσει του νόμου 3727/2008 – «Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης».[7]Συνολικά πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με δώδεκα καταδικασθέντες για το έγκλημα της παιδεραστίας στη φυλακή της Τρίπολης και με δεκατρείς στη φυλακή των Γρεβενών. Όλοι οι ανωτέρω είχαν καταδικασθεί τελεσίδικα για το έγκλημα αυτό. Για το σκοπό της έρευνας οι καταδικασθέντες για το έγκλημα της παιδεραστίας εκλήθησαν να απαντήσουν σε κλειστού και κυρίως ανοικτού τύπου ερωτήσεις σχετικές με τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά τους αλλά και με την παιδική τους ηλικία, το οικογενειακό τους περιβάλλον, τη ζωή τους πριν και μέχρι την τέλεση του εγκλήματος και την καθημερινότητά τους κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής τους σε κατάστημα κράτησης.
Οι δράστες παιδεραστίας στις περισσότερες περιπτώσεις, πριν τη διάπραξη του εγκλήματος, βρίσκονταν στον «οικείο χώρο» του παιδιού – θύματος
Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε, θέματα υπό διερεύνηση ήταν:α) η σχέση του δράστη και του παιδιού-θύματος πριν τη διάπραξη του εγκλήματος,
β) η πιθανότητα επανάληψης της σεξουαλικής κακοποίησης που είχε υποστεί ο δράστης κατά την παιδική του ηλικία, (κύκλος της σεξουαλικής βίας) προς έναν άλλο και συγκεκριμένα προς ένα άλλο παιδί, και
γ) τα στάδια αναγνώρισης της εγκληματικής συμπεριφοράς από τους ίδιους του δράστες μέσα από τη δική τους πρόσληψη της πραγματικότητας.
Η έρευνα είναι μια πολύ επίπονη διαδικασία για τον ερευνητή, ο οποίος εκτός των άλλων αντιμετωπίζει πολλές πρακτικές δυσκολίες από την αρχή έως την έκβασή της. Επιπλέον, επειδή έρχεται σε επικοινωνία με άτομα τα οποία αυτόματα γίνονται υποκείμενα της έρευνας, ο ερευνητής οφείλει να τα αντιμετωπίσει με κάθε σεβασμό, με ουδετερότητα και αντικειμενικότητα, αλλά και ήθος.
Οφείλει να τους θέσει ερωτήσεις αντικειμενικές, χωρίς να περιλαμβάνουν αξιακές κρίσεις, να αξιολογήσει τα ερευνητικά πορίσματα και ει δυνατόν να προσφέρει κάτι νέο στην επιστήμη του. Ειδικότερα δε, όταν το θέμα της έρευνας αφορά σε ένα πολύ ειδικό και λεπτό ζήτημα όπως αυτό της παιδεραστίας και τη μελέτη του σε συνθήκες εγκλεισμού η αντικειμενική απόσταση του ερευνητή δεν είναι πάντα δεδομένη και επιτυγχάνεται μέσα από τη μελέτη και την αυστηρή τήρηση της ερευνητικής δεοντολογίας.
Στην παρούσα έρευνα, η γράφουσα ερευνήτρια επιχείρησε να αντιμετωπίσει τους ερωτώμενους τόσο κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων όσο και κατά την επεξεργασία των ερευνητικών δεδομένων με ουδετερότητα και αντικειμενική στάση. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε αφορούν κυρίως την πρόσβαση στα καταστήματα κράτησης, η οποία συχνά προϋποθέτει χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Περαιτέρω, απαιτήθηκε πολύ καλή προετοιμασία αναφορικά με την οργάνωση και τη διεξαγωγή της έρευνας ώστε η ερευνήτρια να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει κάθε περίσταση που ενδεχομένως προέκυπτε. Στη συγκεκριμένη έρευνα, το δείγμα υπήρξε δεκτικό και πρόθυμο να συμμετάσχει. Ένα σημαντικό τμήμα αυτού δε, ήταν ιδιαίτερα ομιλητικό απέναντι στις ερωτήσεις που έθετε η ερευνήτρια.
Οι δράστες δεν παραδέχονται εύκολα την εγκληματική τους πράξη, ενώ ορισμένοι αρνούνται εντελώς ότι έχουν διαπράξει το συγκεκριμένο έγκλημα
Τα βασικά ερευνητικά πορίσματα της έρευνας κατόπιν της ποιοτικής ανάλυσης των ερωτηματολογίων αφορούν τα κάτωθι:Οι δράστες δεν παραδέχονται εύκολα την εγκληματική τους πράξη, ενώ ορισμένοι αρνούνται εντελώς ότι έχουν διαπράξει το συγκεκριμένο έγκλημα ή χρησιμοποιούν ‘τεχνικές εξουδετέρωσης’ για να ελαφρύνουν αυτό που θεωρούν ότι τους αποδίδεται και για το οποίο έχουν εν τέλει καταδικαστεί.
Συμβαίνει γενικά, οι εγκληματίες, σε αντίθεση με τα νομοταγή άτομα να αναγνωρίζουν την ύπαρξή των νόμων, ωστόσο όμως να μην αποδέχονται την ισχύ αυτών για τον εαυτό τους. Αναφορικά με τις τεχνικές εξουδετέρωσης, σύμφωνα με τους G. Sykes και D. Matza[8], κατατάσσονται σε πέντε βασικές κατηγορίες: άρνηση της ευθύνης, άρνηση της βλάβης, άρνηση του θύματος, κατηγορία κατά των κατηγόρων και επίκληση ανώτερων αξιών.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι εγκληματίες αρνούνται την ευθύνη της πράξης τους και δεν την αναλαμβάνουν, αρνούνται τη βλάβη που έχουν προξενήσει στο θύμα ή δικαιολογούν την πράξη τους προσπαθώντας να την εκλογικεύσουν, κατηγορούν το θύμα για την παράνομη πράξη καθώς και εκείνους που τους κατηγορούν. Πιστεύουν ότι έχουν πέσει «θύματα» πλεκτάνης ή δικαστικής πλάνης: «Δεν είχα προβλήματα οικογενειακά, δεν είχα πρόβλημα από σεξ. Ανωμαλία δεν έχω πάνω μου, ούτε χάπια έχω πάρει στη ζωή μου ποτέ, ούτε σε ψυχιατρική κλινική έχω πάει, πουθενά. Άνθρωπος της δουλειάς είμαι και της εκκλησίας, τίποτα άλλο. Και απλά με τυλίξανε και με βάλανε μέσα και έφαγα 25 χρόνια».
Τέλος, αναφέρονται στις αξίες της ομάδας στην οποία ανήκουν και υποστηρίζουν ότι έχουν υπακούσει σε αυτές.[9] Ως προς αυτό όμως, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι δεν επιβεβαιώθηκε στη συγκεκριμένη έρευνα, διότι το έγκλημα της παιδεραστίας είναι ένα διαπροσωπικό έγκλημα, θα λέγαμε, καθώς αφορά ως επί το πλείστον σε ένα δράστη και σε ένα θύμα.
Έχοντας τα δεδομένα που συλλέξαμε μέσα από τις 24 περιπτώσεις εγκλημάτων παιδεραστίας, επιχειρήσαμε να τα ερμηνεύσουμε καταλήγοντας σε ορισμένα συμπεράσματα. Αρχικά, χωρίς να αποτελεί σκοπό της έρευνας, το προφίλ των εγκληματιών ήταν σε γενικές γραμμές τέτοιο ώστε να μην μπορούμε εύκολα να τους κατατάξουμε με βάση το κοινωνικο-δημογραφικό τους προφίλ. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι δράστες παιδεραστίας στις περισσότερες περιπτώσεις, πριν τη διάπραξη του εγκλήματος, βρίσκονταν στον «οικείο χώρο» του παιδιού - θύματος, είτε με τη συγγενική μορφή, είτε με τη συμβουλευτική μορφή (δάσκαλος, προπονητής κ.ά.) είτε απλά με τη μορφή ενός οικογενειακού φίλου. Με αυτόν τον τρόπο, ενώ ποτέ το θύμα δεν ήταν εντελώς άγνωστο για το δράστη, ο ίδιος κατάφερνε να προσεγγίσει ευκολότερα το παιδί-θύμα ώσπου να εκπληρώσει το σκοπό του.
Τα ποσοστά υποτροπής της συγκεκριμένης κατηγορίας δραστών είναι υψηλά
Όταν ο δράστης θεωρούσε πως οι ευκαιρίες διάπραξης του εγκλήματος είναι κατάλληλες, τότε προέβαινε στις εγκληματικές του ενέργειες. Δεύτερον, στις περισσότερες περιπτώσεις είδαμε, ότι οι δράστες ισχυρίστηκαν πως ανατράφηκαν σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον και ότι ουδέποτε έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης: «Πάρα πολύ καλές σχέσεις με τους γονείς, ένα ήσυχο και ήρεμο περιβάλλον χωρίς εντάσεις. Ήρεμη παιδική ζωή, δεν υπήρξε κακοποίηση από το οικογενειακό περιβάλλον, εκτός από το ότι ήμουν αριστερόχειρας κι έτρωγα ξύλο για να γράψω με το δεξί».Συνεπώς, η θεωρία για την επανάληψη της σεξουαλικής πράξης- κακοποίησης, από την πλευρά του δράστη πια και όχι του θύματος, δεν επαληθεύτηκε μέσα από τις περιπτώσεις που μελετήσαμε.
Τρίτον, μέσα από τα λεγόμενα των ίδιων των δραστών παιδεραστίας, δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή στις περισσότερες περιπτώσεις, η έννοια της μετάνοιας, όχι από θρησκευτικής απόψεως, αλλά συνειδησιακά και βάσει της δικής τους ενσυναίσθησης και νοηματοδότησης της πράξης τους.
Ορισμένα παραδείγματα είναι:
1. «Κατηγορήθηκα για αγγίγματα και όχι για κάτι παραπάνω και «προσέξτε!» για πάνω από το παντελόνι. Δεν απομόνωσα ποτέ παιδί, δε γύμνωσα κάποιο παιδί, δε γύμνωσα κάποιο μέρος του σώματός μου, τίποτα από όλα αυτά».
2. «Ένα βράδυ έπαθα υπερκόπωση και επειδή δεν μπορούσα πήγα στο σπίτι τους. Αυτή ήταν η οικογένεια με το άλλο το παιδί που με κατηγορούν για στοματικό έρωτα για μία φορά. […] Θέλησα να μείνω και παρακάλεσα λοιπόν τον νέο τον […] (ενν. το δεύτερο θύμα), δεν ήθελα… και με έτριψε».
3. «Είμαι μέσα για τις κόρες μου, για βιασμό και στο δικαστήριο έπρεπε να τα πάρω όλα πάνω μου, γιατί αυτές ήταν μικρές τότε και δεν καταλάβαιναν […]. Οι ίδιες με κατηγόρησαν, γιατί έμεναν έγκυος από εμένα, γιατί κάναμε επαφή με τη θέλησή τους».
Προσπάθειά μας μέσα από τη μελέτη των περιπτώσεων της έρευνας αποτέλεσε η πρόταση ορισμένων μέτρων αντεγκληματικής πολιτικής, δεδομένου ότι σε άλλες έρευνες έχουμε δει ότι τα ποσοστά υποτροπής της συγκεκριμένης κατηγορίας δραστών είναι υψηλά είτε αναφορικά με όλους τους δράστες είτε σε περιπτώσεις δραστών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Επί παραδείγματι, κάποια σχόλια που κάνει το DSM-IV(Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders) είναι ότι οι παιδόφιλοι που έλκονται από κορίτσια συνήθων προτιμούν ηλικίες από 8 έως 10 ετών, ενώ εκείνοι που έλκονται από αγόρια προτιμούν λίγο μεγαλύτερες ηλικίες και έχουν διπλάσιες πιθανότητες για υποτροπή. Το τελευταίο, το διέψευσαν ο Marshal και οι συνεργάτες του[10], όταν μακροχρόνια παρακολούθηση έδειξε ότι υπάρχει ίση επικινδυνότητα υποτροπής σε δράστες έναντι αγοριών και έναντι κοριτσιών.
Ο W. Pithers και οι συνεργάτες του, ήταν αυτοί που επέκτειναν μια γενικότερη στρατηγική για τους υπότροπους εγκληματίες και εστίασε στους σεξουαλικούς εγκληματίες και στην αναζήτηση καταστάσεων υψηλής επικινδυνότητας και έπειτα στην εκπαίδευση χειρισμού αυτών τον καταστάσεων με σκοπό την πρόληψη της υποτροπής.[11] Οι δράστες παιδεραστίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά που διερευνήθηκαν, είναι πιθανό να μη διστάσουν να προβούν στην ίδια εγκληματική ενέργεια, ήτοι τη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων. Γι’ αυτό τον λόγο, η αντεγκληματική πολιτική εν προκειμένω αποτελεί βασική αξία και αποτελεί χρέος της πολιτείας να την εφαρμόσει κατάλληλα.
Προληπτικά, το κράτος οφείλει να μεριμνήσει για αυτά τα άτομα, ώστε να μπορούν να απευθυνθούν σε ειδικούς προς αποφυγή καταστάσεων με υψηλότερη επικινδυνότητα
Περαιτέρω, και όσον αφορά τις ψυχοπαθολογικές προσεγγίσεις, εξετάσαμε τις θεωρίες που αναφέρονται στην παιδοφιλία ως ένα είδος ψυχικής διαταραχής. Αν λάβουμε υπ’ όψιν τις παραπάνω θεωρίες, ότι δηλαδή ένας παιδόφιλος αισθάνεται κάτι το οποίο δεν μπορεί να καταπολεμήσει από μόνος του, θα ήταν θεμιτό αν μπορούσε να απευθυνθεί σε κάποια ειδική δομή και να ζητήσει βοήθεια. Αυτό που δεν επιθυμούμε βέβαια ως κοινωνία, είναι εν τέλει να προβεί στη σεξουαλική πράξη, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα θύματα παιδικής κακοποίησης. Επιπλέον, πολύ σημαντικό είναι το μέγεθος του στιγματισμού που υφίσταται η συγκεκριμένη κατηγορία δραστών και πόσο δύσκολο καθίσταται για τους ίδιους να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό στην περίπτωση που θέλουν να ζητήσουν βοήθεια.Συνεπώς, προληπτικά, το κράτος οφείλει να μεριμνήσει για αυτά τα άτομα, ώστε να μπορούν να απευθυνθούν σε ειδικούς προς αποφυγή καταστάσεων με υψηλότερη επικινδυνότητα. Τέτοιου είδους προγράμματα παρέχονται στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία και σε βόρεια ευρωπαϊκά κράτη. Μάλιστα στις ΗΠΑ οι παιδόφιλοι, οι οποίοι κατανοούν ότι βιώνουν μια κατάσταση την οποία δεν την επιλέγουν κι έτσι δεν μπορούν ούτε να την ελέγξουν, έχουν δημιουργήσει ένα site με την ονομασία «Virtuous Pedophiles» μέσα από το οποίο ζητούν βοήθεια.[12]
Ο Δρ. Γιωτάκος επισημαίνει ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτα από τα ανωτέρω, όπως και καμία επιτήρηση μετά την αποφυλάκιση των δραστών αλλά και καμία προσπάθεια αποκατάστασης εντός της φυλακής καθώς και κανένα πλαίσιο αντιμετώπισης των ατόμων που έχουν επίγνωση αυτού που τους συμβαίνει και θέλουν να ζητήσουν βοήθεια.[13]
Έτσι, λοιπόν, εάν τα άτομα αυτά έχουν φτάσει ήδη στο σημείο της διάπραξης του εγκλήματος θα ήταν θεμιτό κατά την έκτιση της ποινή τους, να παρακολουθούν ειδικά προγράμματα εντός της φυλακής, τα οποία θα πλαισίωναν ειδικά καταρτισμένοι επιστήμονες.
Τέλος, μετά την αποφυλάκιση των εγκληματιών, δε σημαίνει απαραίτητα ότι όλοι έχουν κατανοήσει το νόημα της φυλάκισης και το σκοπό της ποινής τους ή ότι θα σταματήσουν να έχουν τις ίδιες σεξουαλικές φαντασιώσεις, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες υποτροπής τους. Γι’ αυτό τον λόγο, η κοινωνική τους επανένταξη θα πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε παρακολούθηση από ειδικούς, τους οποίους θα όριζε το κράτος συγκεκριμένα γι’ αυτό το σκοπό. Ο σκοπός, εν γένει, είναι η μείωση των περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης κατά ανηλίκων, γι’ αυτό η αναδόμηση των πρακτικών της αντεγκληματικής πολιτικής αναφορικά με το έγκλημα της παιδεραστίας καθίσταται επιτακτική ανάγκη.
H Παυλίνα Μωραϊτη είναι Κοινωνιολόγος-Εγκληματολόγος Παντείου Πανεπιστημίου.
[1] Ως παιδεραστία στον Ποινικό Κώδικα νοείται η αποπλάνηση παιδιών σύμφωνα με το 339 ΠΚ και η κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια σύμφωνα με το 342 ΠΚ. Στην περίπτωση που η εγκληματική ενέργεια κατά ανηλίκου αφορά σε συνουσία μεταξύ συγγενών εξ αίματος ο δράστης τιμωρείται σύμφωνα με το 345 ΠΚ. Τέλος, με το άρθρο 348Α ΠΚ τιμωρείται όποιος διανέμει, κατέχει ή δημοσιεύει υλικό παιδικής πορνογραφίας.
[2] Η παρούσα έρευνα έλαβε χώρα στο πλαίσιο του ΠΜΣ «Εγκληματολογία» του Παντείου Πανεπιστημίου και αποτέλεσε μέρος της διπλωματικής εργασίας της γράφουσας υπό την επίβλεψη του Ομότιμου Καθηγητή κ. Αντώνη Μαγγανά.
[3] Συνήγορος του Πολίτη, Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, 0-18.gr.
[4] https://www.e-nomothesia.gr/kat-anilikoi/nomos-2101-1992-phek-192-a-2-12-1992.html.
[5] Γιωτάκος Ο., Σεξουαλική επιθετικότητα και παραφιλίες, Αιτιολογία- εκτίμηση-αντιμετώπιση, ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις ΜΕΠΕ, 2004, Αθήνα.
[6] Αρτινοπούλου Β., Αιμομιξία-Θεωρητικές προσεγγίσεις και ερευνητικά δεδομένα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2000, Αθήνα.
[7] Δημόπουλος Χ., Εισηγήσεις Εγκληματολογίας, Ιστορική προσέγγιση-Σύγχρονη θεωρία-Κατευθύνσεις, εφαρμογές-Παγκοσμιοποίση και έγκλημα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, Αθήνα.
[8] http://www.ministryofjustice.gr/site/LinkClick.aspx?fileticket=YIbuiEKrlto%3D&tabid=132.
[9] Θετικιστική Εγκληματολογία, Χάιδου Α., Νομική Βιβλιοθήκη, 1996, σελ: 215.
[10] Θετικιστική Εγκληματολογία, Χάιδου Α., Νομική Βιβλιοθήκη, 1996, σελ: 211.
[11] Γιωτάκος Ο., Σεξουαλική επιθετικότητα και παραφιλίες, Αιτιολογία- εκτίμηση -Αντιμετώπιση, ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις ΜΕΠΕ, 2004, Αθήνα.
[12] Γιωτάκος Ο., Σεξουαλική επιθετικότητα και παραφιλίες, Αιτιολογία- εκτίμηση -Αντιμετώπιση, ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις ΜΕΠΕ, 2004, Αθήνα.
[13] Μπορείτε να ανατρέξετε στο παρακάτω link: virped.org.
[14] https://www.vice.com/gr/article/59yazb/mporoyme-na-giatrepsoyme-toys-paidofiloys-sthn-ellada.
Πηγή: Crime Times
εμφάνιση σχολίων