«Η αμαρτία είναι ο μπούσουλας, η μουσούδα της ζωής που ψάχνει να βρει την έκπληξη»
«Ζωή χωρίς αμαρτία είναι ζωή… εν τάφω. Γιατί η αμαρτία είναι ο μπούσουλας, η μουσούδα της ζωής που ψάχνει να βρει την έκπληξη, την περιπέτεια της χαράς και της αγάπης, κι ύστερα, σαν δεν υπάρξει η αμαρτία, πώς θα υπάρξει η γλυκιά συγχώρεση;DOCTV.GR
2 Φεβρουαρίου 2021
Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να μην κάνεις αμαρτία στη ζωή σου, να μην κοσμήσεις την πλάση με τις κρυφές επιθυμίες και τα μεράκια σου. Δεν υπάρχει αμαρτία, μόνο ύβρις υπάρχει, κι απ’ αυτήν είναι αβάσταχτα φορτωμένη η κάθε μέρα του ανθρώπου».
«Το κακό με τους ανθρώπους είναι ότι θυσιάζουν τη ζωή τους για να πετύχουν άχρηστα πράγματα, ενώ θα μπορούσαν να τα ζήσουν με τη φαντασία τους. Όμως, δυστυχώς, οι πιο πολλοί άνθρωποι τα όνειρά τους δεν τα κάνουν για να χαρούνε το άρωμά τους, αλλά για να μπούνε στο μάτι των άλλων, να τους ζηλέψουν ή να τους καμαρώσουν οι άλλοι, μια ζωή ματαιόδοξοι, ακόμη και στα όνειρά τους.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου, Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι, εκδ. γράμματα. Ο Χρόνης Μίσσιος (1930-20 Νοεμβρίου 2012) γεννήθηκε στην Καβάλα από γονείς καπνεργάτες και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε το θάνατο χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος. Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).
Διαβάστε επίσης:
Μίσσιος: Ζωή
Μίσσιος: Ο μόνος δρόμος
Μίσσιος: Τα όνειρα που σκοτώθηκαν
Μίσσιος: Οίστρος της ζωής
εμφάνιση σχολίων