0
1
σχόλια
1022
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Ένα καφκικό διήγημα του Αργύρη Χιόνη για την εξουσία
 
DOCTV.GR | PHOTO: UNSPLASH
14 Ιανουαρίου 2021
Ήταν κάποτε μια πολιτεία λαβύρινθος. Όσοι γεννήθηκαν σ’ αυτήν ποτέ δεν κατάφεραν να βγουν από τα όριά της, ποτέ δεν είδαν άλλες πολιτείες ή χωριά, ποτέ δε γνώρισαν άλλους κόσμους. Όμως, ακόμα και μέσα στην πολιτεία την ίδια ήταν αδύνατο να κυκλοφορήσουν χωρίς να χάσουνε το δρόμο τους, χωρίς να χάσουνε τα σπίτια τους και τους δικούς τους. Όσοι δε θέλανε να πάθουν κάτι τέτοιο μένανε όλη τη ζωή τους μες στο σπίτι ή το πολύ πολύ να βγαίναν ως το δρόμο όπου βρισκότανε το σπίτι τους.

Οι τολμηροί, αυτοί που ξεμάκραιναν και χάνονταν μες στους ατέλειωτους δαιδάλους, ποτέ δεν κοιμήθηκαν δυο βράδια στο ίδιο κρεβάτι, με την ίδια γυναίκα, ποτέ δε δείπνησαν δυο φορές στο ίδιο τραπέζι, τριγυρισμένοι απ’ τα ίδια παιδιά.

Το τέχνασμα με το μίτο, αν και δοκιμάστηκε σε κάποια ιστορική στιγμή, δεν είχε διόλου επιτυχία, γιατί υπήρχανε τόσοι χαμένοι, που μπερδευτήκανε οι μίτοι τους και γίνανε ένα τεράστιο κουβάρι που ποτέ δεν ξεμπλέχτηκε. Φαίνεται όμως ότι η ιδέα εγκαταλείφθηκε και για έναν άλλο λόγο: κανείς δεν ήθελε πραγματικά να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, γιατί τους πάντες γοήτευε η περιπέτεια τού να ξαναρχίζουν, κάθε μέρα, καινούργια ζωή. Έτσι, αντί να μειώνεται ο αριθμός των τολμηρών χαμένων, αυξανόταν αδιάκοπα, μέχρι που όλοι οι πολίτες υιοθέτησαν τον ίδιο τρόπο ζωής.

Η πολιτεία αυτή, μόνο μια φορά στην ιστορία της, δέχτηκε επίθεση από κάποιον εχθρικό στρατό, που την εκπόρθησε με μεγάλη ευκολία, αλλά όταν μπήκε μέσα της, ήταν αδύνατο να ξαναβγεί. Έμειναν λοιπόν εκεί, οι ξένοι στρατιώτες, κι αφομοιώθηκαν, χωνεύτηκαν κι αυτοί απ’ τα στριφτά του λαβυρίνθου άντερα κι άρχισαν να ζουν αδερφωμένοι με τους παλιούς κατοίκους. Όταν μαθεύτηκε αυτό στον έξω κόσμο, κανείς άλλος στρατός δεν ξανατόλμησε να επιτεθεί στην πόλη, γιατί οι πόλεμοι γίνονται για να κατακτήσεις μέρη κι όχι για να κατακτηθείς από αυτά.

Ζούσε λοιπόν η πόλη εν ειρήνη, εξωτερική και εσωτερική. Και λέω «και εσωτερική» γιατί, έτσι που οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να κοιμούνται κάθε βράδυ σ’ άλλο σπίτι, μ’ άλλη γυναίκα κι άλλα παιδιά, ν’ ανοίγουν κάθε πρωί άλλο μαγαζί και να δουλεύουν, ανάλογα με την περίσταση, άλλοτε σαν αφεντικά κι άλλοτε σαν υπάλληλοι, να βρίσκονται τη μια μέρα πλούσιοι και την άλλη ξεβράκωτοι, δεν είχαν πια τίποτα να μοιράσουν, αφού μπορούσαν εναλλάξ ν’ απολαμβάνουνε την ευτυχία και να υπομένουνε τη δυστυχία.

Ακόμα και η διακυβέρνηση γινόταν με το ίδιο, τυχαίο σύστημα. Θέλω να πω ότι, όταν ο εκάστοτε Ανώτατος Άρχων πεταγόταν για λίγο να ρυθμίσει κάποια υπόθεση, κρατική ή προσωπική, χανόταν και τον κενό του θώκο καταλάμβανε ο πρώτος τυχών, ο πιο κοντινός πρώτος τυχών, είτε κάποιος γραφιάς ήταν αυτός είτε κάποια καθαρίστρια είτε, ακόμα, κάποιος που τυχαία βρισκότανε στο παλάτι, ενώ έψαχνε απλώς για δημόσιο ουρητήριο.

Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν σήμερα ότι η πόλη χάθηκε τελικά γιατί, αν κι ήταν όλοι ίσοι κι ελεύθεροι μέσα στα όριά της, ποτέ δεν άνθησαν εκεί, λόγω τού αποκλεισμού της, οι τέχνες, οι επιστήμες και τα γράμματα. Η εξήγηση αυτή είναι πέρα για πέρα αντιεπιστημονική, γιατί είναι γνωστό, ακόμα και στον τελευταίο ερασιτέχνη ιστορικό, ότι οι τέχνες, οι επιστήμες και τα γράμματα δεν ανθούν όχι εκεί όπου υπάρχει αποκλεισμός, αλλά εκεί όπου υπάρχει πραγματική ευτυχία. Και, στην πολιτεία εκείνη, υπήρχε πραγματική ευτυχία. Είναι λοιπόν αδύνατο να αφανίστηκε λόγω πραγματικής ευτυχίας. Όχι, άλλη ήταν η αιτία τού αφανισμού της από προσώπου γης.

Κάποια στιγμή, το θώκο τού Ανώτατου Άρχοντα κατέλαβε ένας τρελός που αποφάσισε ότι θα έμενε στη θέση αυτή για όλη τη ζωή του. Τελικά, η ζωή του αποδείχτηκε πολύ σύντομη, γιατί, από φόβο μήπως χάσει την εξουσία, δεν το κούνησε απ’ το θρόνο μέχρι που πέθανε από ασιτία. Το πτώμα του έμεινε εκεί, στην αίθουσα τού θρόνου, και σάπιζε άθαφτο, γιατί όποιος έφευγε για να βρει νεκροθάφτες έχανε το δρόμο του και δεν ξαναγύριζε. Τελικά, κάποιος κλητήρας, που δεν άντεχε την μπόχα, τού ’βαλε φωτιά. οι φλόγες όμως άρπαξαν τις κουρτίνες, κι από κει ανέβηκαν στα πάτερα τού ταβανιού και πέρασαν στις άλλες αίθουσες.

Για να μην τα πολυλογούμε, σε λίγο το παλάτι καιγόταν σα λαμπάδα κι η πυρκαγιά απλωνόταν στα υπόλοιπα κτίσματα της πόλης και, επωφελούμενη από τους δαιδάλους τού λαβυρίνθου, κατάφερε να μη συναντηθεί με τους πυροσβέστες, που την αναζητούσανε στα πιο απίθανα σημεία. Η πυρκαγιά κράτησε μια μέρα και μια νύχτα και, την επόμενη αυγή, η πολιτεία Λαβύρινθος είχε σβήσει απ’ τη γεωγραφία και την ιστορία.

 
Αργύρης Χιόνης, Η πολιτεία Λαβύρινθος - Και άλλες αθησαύριστες ιστορίες, εκδ. Κίχλη. Ο Αργύρης Χιόνης (22 Απριλίου 1943-25 Δεκεμβρίου 2011) ήταν Έλληνας ποιητής και συγγραφέας. Άρχισε να γράφει ποιήματα σε έμμετρο στίχο στα 14 του χρόνια. Εμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε το 1963 στο περιοδικό Δωδέκατη Ώρα και το 1964 στη Νέα Εστία. Το 1966, σε ηλικία 23 ετών, εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή, οι Απόπειρες φωτός. Έφυγε στο εξωτερικό το 1967, λίγο μετά τη δικτατορία. Εργάστηκε και δούλεψε σε Παρίσι και Άμστερνταμ, όπου έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Στις αρχές του 1968 δημοσιεύτηκαν ποιήματά του σε ολλανδικά περιοδικά ενώ στο Άμστερνταμ του χορηγήθηκε υποτροφία από την Εταιρεία Συγγραφέων. Στο εξωτερικό εκδόθηκαν δύο βιβλία του (Σχήματα Απουσίας και Μεταμορφώσεις) ενώ βραβεύτηκαν δύο θεατρικά έργα του Ο Ρήτορας και Αυτός εκτός και εντός του κοστουμιού του, το 1971. Τελικά διορίστηκε δάσκαλος ελληνικών στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο και παράλληλα εγγράφηκε, με κρατική υποτροφία, στη Σχολή Ιταλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Το 1977 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου δούλεψε ως μεταφραστής, συνέγραψε μια σειρά παιδικών εκπομπών για το ραδιόφωνο και έκανε ένα ταξίδι στις ΗΠΑ, εκπροσωπώντας την Ελλάδα στο ετήσιο Διεθνές Συγγραφικό Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Iowa. Το 1982 προσλήφθηκε, κατόπιν διαγωνισμού, ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες για τα επόμενα δέκα χρόνια. Το 1992 παραιτήθηκε από τη θέση αυτή και αποσύρθηκε στο Θροφαρί, ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολήθηκε ως το τέλος της ζωής του μόνο με την καλλιέργεια της γης και της ποίησης. Ποιήματα και πεζογραφήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ολλανδικά, σερβοκροατικά και ρουμάνικα. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. Τα τελευταία 20 χρόνια έζησε στην επαρχία ως αγρότης και συγγραφέας. 


Διαβάστε επίσης: 
Χιόνης: Η απαρατήρητη ομορφιά
Χιόνης: Η μεγάλη σημασία των μικρών πραγμάτων
Χιόνης: Δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς
Χιόνης: Η απουσία είναι θηρίο ανήμερο
εμφάνιση σχολίων