Του Αλέξανδρου Κεσσόπουλου, Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης
Ο Καρλ Σμιτ έγραφε πριν από έναν αιώνα ότι, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, το κράτος ασφυκτιά από τους περιορισμούς του δικαίου και γι’ αυτό προσπαθεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά του. Το μοτίβο αυτό είναι σίγουρα οικείο, καθώς έχει επαναληφθεί ουκ ολίγες φορές στη σύγχρονη ιστορία.DOCTV.GR
25 Νοεμβρίου 2020
Όποτε τίθενται σε κίνδυνο έννομα αγαθά, όπως η δημόσια ασφάλεια ή η δημόσια υγεία, η πολιτική εξουσία προχωρά αναγκαστικά στη λήψη έκτακτων μέτρων για την προάσπισή τους, τα οποία, όμως, συχνά υπερβαίνουν το πλαίσιο της νομιμότητας.
Στο σημείο αυτό τίθεται το εξής εύλογο ερώτημα: με ποιον γνώμονα κρίνεται αν το περιεχόμενο ενός εξαιρετικού κανόνα υπηρετεί με νόμιμο τρόπο τον σκοπό για τον οποίο θεσπίζεται;
Η εκτελεστική εξουσία, συνεπώς, μπορεί μεν να ελέγχεται (…) όμως διαθέτει την ευχέρεια να χαράσσει και να εφαρμόζει την πολιτική της ουσιαστικά ανενόχλητη από κοινωνικά αντίβαρα
Σύμφωνα με τη συνταγματική θεωρία, ο περιορισμός ενός δικαιώματος θεωρείται νόμιμος, μόνο στην περίπτωση που τεκμηριώνεται επαρκώς ότι δεν ήταν δυνατή η πλήρωση του ίδιου σκοπού, π.χ. η προστασία της δημόσιας υγείας, δια της εφαρμογής ηπιότερων μέσων.Η πρόσφατη απόφαση, λοιπόν, του Αρχηγού της Αστυνομίας κρίνεται δυσανάλογα επαχθής και, άρα, αντισυνταγματική, από τη στιγμή που θα μπορούσε μεν να απαγορευθεί η διεξαγωγή μαζικών διαδηλώσεων, αλλά να επιτραπεί σε ολιγομελείς αντιπροσωπείες πολιτικών κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων να τιμήσουν την επέτειο του Πολυτεχνείου.
Όταν επικρατούν εξαιρετικές συνθήκες, η κρατική εξουσία μπαίνει συχνά στον πειρασμό να περιστείλει υπέρμετρα τις ελευθερίες των πολιτών, προκειμένου να επιτύχει σκοπούς είτε άμεσα σχετιζόμενους με τη φύση των περιοριστικών μέτρων είτε, ενίοτε, και αλλότριους.
Η νομική αξιολόγηση των έκτακτων μέτρων, όμως, ως συνταγματικών ή αντισυνταγματικών, δεν αποτελεί το μόνο δικαιοπολιτικό επίδικο στην παρούσα συγκυρία της υγειονομικής κρίσης.
Παρά το γεγονός, δηλαδή, ότι τα περισσότερα από τα περιοριστικά μέτρα είναι νόμιμα, και μάλιστα έχουν ληφθεί με ευρεία συναίνεση, δεν παύουν να θέτουν εξ αντικειμένου σοβαρά εμπόδια στη δυνατότητα της κοινωνίας να εκφράζεται πολιτικά.
Η διαμόρφωση της συγκεκριμένης συνθήκης είναι προφανές ότι κομίζει και ένα δεύτερο πλεονέκτημα στην πολιτική εξουσία. Εφόσον συνεχίζεται η παραγωγή του νομοθετικού έργου, και μάλιστα δεν έχουν πάψει να ψηφίζονται μείζονος σημασίας νομοσχέδια, η de facto αδυναμία των ενδιαφερόμενων κοινωνικών ομάδων να ασκήσουν τις ατομικές και πολιτικές τους ελευθερίες απαλλάσσει ουσιαστικά την κυβέρνηση από σημαντικές πιέσεις.
Η εκτελεστική εξουσία, συνεπώς, μπορεί μεν να ελέγχεται, ακόμη και σήμερα, από πολιτικά και θεσμικά αντίβαρα, όπως είναι η αντιπολίτευση και τα δικαστήρια, από την άλλη πλευρά όμως διαθέτει την ευχέρεια να χαράσσει και να εφαρμόζει την πολιτική της ουσιαστικά ανενόχλητη από κοινωνικά αντίβαρα.
Συμπερασματικά, η έκτακτη ανάγκη επιφέρει μετατοπίσεις και αναδιατάξεις, οι οποίες αναμφίβολα λειτουργούν προς όφελος της κρατικής εξουσίας. Από τη στιγμή, δηλαδή, που οι συνθήκες επιτάσσουν τον περιορισμό των ελευθεριών και τη θέση της κοινωνίας σε καθεστώς καραντίνας, η κυβέρνηση εισέρχεται, εξ ορισμού, με ισχυρά πλεονεκτήματα στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων.
Η ορμή της αυτή, άλλωστε, δεν ανακόπτεται ούτε από το δίκαιο, το οποίο βρίσκεται σε υποχώρηση, ούτε από κάποια έννοια πολιτικής ηθικής, η οποία θα επέτασσε ένα νομοθετικό moratorium, τουλάχιστον για τα μείζονος σημασίας ζητήματα, σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης. Το τοπίο μοιάζει ασφυκτικό και η κοινωνική οργή δείχνει να συσσωρεύεται.
Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, κατά την οποία η συμμετοχή του λαού στο πολιτικό γίγνεσθαι βρίσκεται μοιραία σε καθεστώς αναστολής, ο ρόλος των πολιτικών δυνάμεων, και ιδίως αυτών της αντιπολίτευσης, είναι εκ των πραγμάτων αναβαθμισμένος.
Το καθήκον τους διπλό: από τη μία πλευρά οφείλουν να υπενθυμίζουν, διαρκώς και χωρίς περιστροφές, ότι η πρώτιστη μάχη σήμερα είναι αυτή κατά της πανδημίας, ενώ από την άλλη οφείλουν να ελέγχουν, επίμονα και λεπτομερώς, κάθε εξαγγελία και κάθε απόφαση της κυβέρνησης. Μόνο υπ’ αυτούς τους όρους μπορεί η κοινωνική απελπισία να μετασχηματισθεί σε πολιτική κριτική και διεκδίκηση, αντί να προσλάβει τυφλά και αντιπολιτικά χαρακτηριστικά.
Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση «Δημόσια υγεία, απαγόρευση συναθροίσεων & το όριο της δημοκρατίας». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Ινσιτούτο ΕΝΑ.
εμφάνιση σχολίων