Η Αμερικανίδα ποιήτρια διακρίθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020. Μετάφραση-επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου
H Louise Glück γεννήθηκε το 1943 στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ. Σήμερα ζει στο Κέιμπριτζ της Μασσαχουσέττης και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Γράφει για την απογοήτευση, τη ματαίωση, την απώλεια, την απομόνωση, με τρόπο τόσο αποτελεσματικό, ώστε να την ονομάζουν «ζοφερή» ή «σκοτεινή» ποιήτρια. Έχει δε την ικανότητα να δημιουργεί μια ποίηση, την οποία μπορούν να την καταλάβουν οι πολλοί, να σχετισθούν μαζί της και να τη βιώσουν έντονα και ολοκληρωτικά. Η ικανότητά της αυτή θεωρήθηκε ότι πηγάζει από μια απατηλά άμεση γλώσσα που χρησιμοποιεί, η οποία προσεγγίζει αξιοσημείωτα τον συνήθη προφορικό λόγο. Ο ρυθμός της, ωστόσο, οι επαναλήψεις της, και οι ιδιωματικές αόριστες εκφράσεις της, δίνουν στη γλώσσα της ένα βάρος διαφορετικό από αυτό της καθομιλουμένης. Είναι πολυβραβευμένη: Το 1992 της απονεμήθηκε το Βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή της «The Wild Iris», το 1999 το πολύ τιμητικό Βραβείο Μπόλλινγκεν του Πανεπιστημίου του Γέιλ για τη συλλογή της «Vita Nova». Το 2003 χρίσθηκε 12η «Poet Laureate» της Αμερικής. Στις 19 Νοεμβρίου 2014 της απονεμήθηκε το αμερικανικό «Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Ποίησης» για τη συλλογή της «Faithful and Virtuous Night».DOCTV.GR
8 Οκτωβρίου 2020
Πρώτη Ανάμνηση
Καιρό πριν, είχα πληγωθεί.
Ζούσα
για να μ’ εκδικηθώ
ενάντια στον πατέρα μου, όχι
γι’ αυτό που ήταν–
γι’ αυτό που ήμουνα εγώ: απ’ το ξεκίνημα,
στα παιδικά μου χρόνια, νόμιζα
πως πόνος σήμαινε
ότι δεν είχ’ αγαπηθεί.
Σήμαινε ότ’ είχα αγαπήσει.
(από τη συλλογή “Ararat”, 1990)
Η Κόκκινη Παπαρούνα
Το τέλειο
δεν είναι να έχεις
μυαλό. Αισθήματα:
ω, τέτοια έχω∙ αυτά με
κυβερνούν. Έχω
έναν κύριο στον ουρανό
τον λένε ήλιο, κι ανοίγοντας
γιʼ αυτόν, του δείχνω
της καρδιάς μου τη φωτιά, φωτιά
σαν τη δική του παρουσία.
Τι άλλο θα μπορούσε
μια τέτοια δόξα να ʼναι
παρά μια καρδιά; Ω, αδελφοί και αδελφές μου,
πριν γίνετε άνθρωποι, παλιά,
υπήρξατε ποτέ σας, σαν εμένα; Αφήσατε ποτέ
τον εαυτό σας
νʼ ανοίξει έστω μια φορά
και ας μην άνοιγε ξανά ποτέ του;
Γιατί, για να ʼμαι ειλικρινής,
μιλάω τώρα
σαν κι εσάς. Μιλάω
γιατί είμαι κομμάτια.
(από τη συλλογή «The Wild Iris», 1992)
Νόστος
Στην αυλή ήταν μια μηλιά-
αυτό θα ήταν πριν
σαράντα χρόνια- πίσω της,
μόνο αγρολίβαδα. Σωροί
από κρόκο στο υγρό γρασίδι.
Στάθηκα στο παράθυρο:
τέλη Απρίλη. Λουλούδια ανοιξιάτικα
μες στην αυλή του γείτονα.
Πόσες φορές, αλήθεια, άνθισε το δέντρο
στα γενέθλιά μου,
τη μέρα εκείνη ακριβώς, ούτε
πιο πριν, ούτε μετά; Το αμετάβλητο
αντίβαρο στην αλλαγή, την μετεξέλιξη.
Η εικόνα αντίβαρο
στο ανυποχώρητο της γης. Τι
ξέρω εγώ γιʼ αυτό εδώ το μέρος,
τον ρόλο που το δέντρο είχε για δεκαετίες
τον πήρε ένα μπονσάι, φωνές
που ανεβαίνουν απʼ τα γήπεδα του τέννις-
Λιβάδια. Άρωμʼ από ψηλό χορτάρι, φρεσκοκουρεμένο.
Τι περιμένεις από λυρική ποιήτρια.
Κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά, στα παιδικά μας χρόνια.
Τα άλλα όλα είνʼ ανάμνηση.
(από τη συλλογή “Meadowlands”, 1996)
Η Θλίψη της Κίρκης
Με σύστησα, εν τέλει
Στη γυναίκα σου, σα μια
Θεά, στο ίδιο της το σπίτι, στην
Ιθάκη, σα μια φωνή
Χωρίς το σώμα: άφησʼ εκείνη
Το υφαντό, γύρισε το κεφάλι
Πρώτα δεξιά, ύστερʼ αριστερά
Αν και δεν είχʼ ελπίδα φυσικά
Να αποδώσει τη φωνή σε κάποια
Υπαρκτή πηγή: Εγώ αμφιβάλλω
Αν γυρίσει πια στον αργαλειό της
Με όσα ξέρει τώρα. Όταν
Την δεις ξανά, πες της πως
Έτσι αποχαιρετάει μια Θεά:
Αν στο μυαλό της είμαι δια παντός
Είμαι και στη ζωή σου δια παντός.
(από τη συλλογή Meadowlands, 1996)
Via
Διαβάστε επίσης:
Σαραμάγκου: 5 κείμενα
Σεφέρης: Ο ελεύθερος άνθρωπος
O Xάντκε έλαβε το Νόμπελ και αυτό είναι το πιο διάσημο ποίημα του
εμφάνιση σχολίων