Καταπληκτικές Γυναίκες. Βερολίνο, Αντίο. Park. Κονγκ: Η Νήσος του Κρανίου. Η Συνωμοσία της Σκιάς
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΑΚΗΣ ΛΑΚΤΑΡΙΔΗΣ [email protected]
8 Μαρτίου 2017
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ: 1979, Σάντα Μπάρμπαρα, Καλιφόρνια. Η Ντοροθία Φιλντς, είναι μια αποφασιστική, μεσήλικη μητέρα που μεγαλώνει μόνη της τον έφηβο γιο της Τζέιμι, σε μία εποχή που σφύζει από κοινωνικές αλλαγές και επαναστατική διάθεση. Για να τα βγάλει πέρα με την ανατροφή του απευθύνεται σε δύο νεότερες γυναίκες και ζητά την βοήθειά τους. Στην Άμπι, ένα ελεύθερο πνεύμα και punk καλλιτέχνη και στην Τζούλι, μια ξύπνια και προκλητική νεαρή γειτόνισσα. Η Άμπι, νοικιάζει ένα από τα δωμάτια, του αιωνίως σε ανακαίνιση σπιτιού της Ντοροθία, στον επάνω όροφο. Στον κάτω όροφο νοικιάζει ένα δωμάτιο και ο χρυσοχέρης στα μαστοριλίκια, Γουίλιαμ, ένας μεσήλικας πρώην χίπης, ο οποίος κατά καιρούς, εξυπηρετεί και τις σεξουαλικές ανάγκες των δύο γυναικών. Η κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη του Τζέιμι, Τζούλι, είναι η κολλητή του. Πολλές βραδιές, σκαρφαλώνει τις εξωτερικές σκαλωσιές για να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, όχι όμως και για να κάνει σεξ μαζί του. Είναι ο φιλαράκος της, έστω κι αν εκείνος είναι ερωτευμένος μαζί της, κάτι που δεν της διαφεύγει.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Μάικ Μιλς, με την ταινία του, Οι Πρωτάρηδες (Beginers), το 2010, όπου πρωταγωνιστούσαν οι Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, ως γιος και ο Κρίστοφερ Πλάμερ, ως πατέρας, διηγήθηκε με χιούμορ και συγκίνηση, την ιστορία του πατέρα του, που σε μεγάλη ηλικία κι αφού είχε χτυπηθεί από τον καρκίνο, αποκαλύπτει στον γιο του ότι είναι ομοφυλόφιλος και ότι έχει έναν νεαρό εραστή. Στις Καταπληκτικές Γυναίκες, που ήταν υποψήφιες για Πρωτότυπο Σενάριο στα Όσκαρ και για Καλύτερη Ταινία Κωμωδία/Μιούζικαλ, στις Χρυσές Σφαίρες, διηγείται αυτή τη φορά, την ιστορία της μητέρας του, πασπαλισμένη φυσικά και με διάφορα μυθοπλαστικά στοιχεία.
Η Ντοροθία, μεσήλικη χωρισμένη μητέρα, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, ζητάει από τις δύο νεώτερες γυναίκες, να την βοηθήσουν, έτσι ώστε να μεγαλώσει ο γιος της φυσιολογικά. Ο ρόλος του Γουίλιαμ, είναι στο να αντικαταστήσει την πατρική φιγούρα, κάτι που δεν ονομάζεται, έστω κι αν ο μικρός Τζέιμι (σύμφωνα πάντα με την ταινία), είναι αρκετά έξυπνος για να το καταλάβει. Θα αντιμετωπίσει τις εντολές της μητέρας του με δυσπιστία και θυμό στην ααρχή, αλλά στην συνέχεια, θα θελήσει να γνωρίσει τον κόσμο των δύο νεώτερων της μητέρας του, γυναικών. Η Άμπι θα γίνει η μέντοράς του στον φεμινισμό, στην νέα μουσική και τις τέχνες, ενώ η Τζούλι, θα τον μπάσει για τα καλά, στα άγχη και τις ανησυχίες των κοριτσιών της ηλικίας του. Καθώς η Ντοροθία, από κάποια στιγμή και μετά, νιώθει να χάνει τον γιο της από τις σειρήνες της νέας εποχής, στις οποίες μόνη της τον έσπρωξε χωρίς να υπολογίσει την ζημιά που κατά την γνώμη της θα του προκαλούσαν, θα θελήσει να γνωρίσει κι αυτή, αυτόν τον Νέο Κόσμο που μοιάζει να έλκει το τέκνο της, με ευτράπελα αποτελέσματα. Η φυγή του Τζέιμι με την Τζούλι, θα γίνει αιτία να ξεκαθαρίσει, προς στιγμήν, το είδος της σχέσης της με τον γιο της, αλλά και η ερωτική εκκρεμότητα, ανάμεσα στον Τζέιμι και την παιδική του φίλη.
Η ταινία του Μιλς, είναι γεμάτη από ωραίες ιδέες και σεκάνς που είτε εναλλάσσουν το χιούμορ, την νοσταλγία και την συγκίνηση, είτε τα συνδυάζουν και τα τρία μαζί. Δεκάδες οι μουσικές αναφορές, με έμφαση στην διαμάχη ανάμεσα στην σκηνή του hardcore και του Νέου Κύματος της αμερικάνικης pop/rock σκηνής της εποχής (συγκεκριμένα, ανάμεσα στους φαν των The Black Flag και των Talking Heads, στην ταινία, την οποία, ο γράφων την στήλη τουλάχιστον δεν γνώριζε, καθώς ακολουθούσε και τις δύο μουσικές σκηνές, με την ίδια ευχαρίστηση), χωρίς να λείπουν και οι λογοτεχνικές, πολιτικές και κινηματογραφικές αναφορές, όπως κι εκείνες, σε τάσεις και αντικείμενα φετίχ της εποχής. Διαθέτει τουλάχιστον, μια δυο σκηνές ανθολογίας, όπως αυτή του δείπνου, όπου Άμπι και Τζούλι μιλούν δημόσια και απερίφραστα, για την έμμηνο ροή της η μία και για το χάσιμο της παρθενιάς της η άλλη, προκαλώντας μικρά εγκεφαλικά, στην πιο συντηρητική Ντοροθία. Εκεί που η ταινία χάνει πόντους, πάντα κατά την ταπεινή γνώμη της στήλης, είναι στην αποσπασματικότητα της μορφής της, που θα ταίριαζε περισσότερο σε τηλεοπτική σειρά. Εντελώς υπολογισμένος, μοιάζει και ο τρόπος με τον οποίο μοιράζει τον χρόνο, σχεδόν σε ίσες ποσότητες για όλους τους χαρακτήρες, εκτός από τον Γουίλιαμ. Όλοι τους έχουν αφηγηματικά κομμάτια με voice overs, ενώ σε μια προσπάθειά του να γίνουν όλοι και όλα κατανοητά, πέφτει συχνά στην παγίδα της υπερεξήγησης (ακολουθώντας τον αντίστροφο τρόπο στην προσέγγισή της ιστορίας της, από ό,τι το Moonlight, παραδείγματος χάρη), υποτιμώντας την οξυδέρκεια των θεατών της, δεν αφήνει τίποτα που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει λίγο την φαντασία τους. Οι ήρωες εξηγούν τα κίνητρα των πράξεών τους και έχουν μια τέτοια ευχέρεια να διατυπώσουν τα συναισθήματα και τον εσωτερικό τους κόσμο τόσο επεξηγηματικά, σαν να έχουν κάνει χρόνια ψυχανάλυση την ίδια στιγμή που ακούγονται σαν να έχουν πάρει και ντοκτορά στην αγγλική φιλολογία. Μνήμες από Γούντι Άλεν έρχονται στον νου, μονάχα που εκείνος αντιμετωπίζει την ψυχανάλυση και την αυτοαναφορικότητα, με το δικό του, ιδιαίτερο χιούμορ. Η χρήση ρετρό τζαζ κομματιών, χαρακτηριστικών του γούστου της Ντοροθία, ενισχύει αυτήν την γουντιαλενική αίσθηση. Όμως στιγμές, η αναπαράσταση της εποχής μοιάζει λίγο στημένη, καθώς κοιτάζει της ηρωίδες της, τις γυναίκες του περασμένου αιώνα, όπως τις αποκαλεί ο τίτλος της, μέσα από ένα φίλτρο και μια λογική, σημερινά.