Πας μια εβδομάδα στη Σεβίλη. Και δεν θες να επιστρέψεις στο άβαταρ που άφησες πίσω
ΜΕ ΚΟΥΡΑΖΕΙ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Οι ουρανοξύστες, το μετρό, τα θεόρατα πάρκα με το καλοκουρεμένο γκαζόν και τις προσεκτικά φυτεμένες γλαδιόλες. Οι τεχνητές λίμνες του Barbican που γυαλίζουν μες στο τσιμέντο. Οι σταθμάρχες που σφυρίζουν στις βρώμικες πλατφόρμες τρένων. Οι μεταλλικές φωνές και τα ηχογραφημένα μηνύματα στα ασανσέρ. Οι αλυσίδες καταστημάτων της Oxford Street που μένουν ανοιχτές εφτά μέρες την εβδομάδα. Τα αυτόματα ταμεία και τα πολύχρωμα ράφια των σούπερ μάρκετ. Πιστώσεις, προσφορές, παίρνεις τρία πληρώνεις δύο. Φώτα, κόκκινα, πράσινα, κίτρινα. Ανάβουν, σβήνουν. Κόσμος, κίτρινος, άσπρος, μαύρος. Πάει, έρχεται. Σειρήνες, σακούλες, συναγερμοί. Γερανοί, κομπρεσέρ, καυσαέριο. Παρκόμετρα, φωτοκύτταρα, κάμερες. Σμάρτ φόουνς, ίνσταντ μέσατζινγκ, απλικέισιονς.
ΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΕΙ ΚΑΙ ΚΛΕΙΝΕΙ. Είναι μονίμως «εδώ». Ζούμε μέσα του. Ο ιστοχώρος των 90s έγινε (εικονική) πραγματικότητα. Κουβαλάς τους φίλους σου, την αλληλογραφία σου, το επάγγελμα και τη μουσική σου σ’ ένα ντιζαϊνάτο ματζαφλάρι. Κάνεις όλη σου τη ζωή ένα αλλόκοτο, πιξελιασμένο κουβάρι, το ζαλώνεσαι και πορεύεσαι. Θαρρείς στο δικό σου χωροχρόνο. Πού όμως αρχίζει ο δικός σου και πού της σχέσης σου με τον κόσμο; Με το νέο άι φον απ στρίβεις την κάμερα του κινητού σου και εκείνο εμφανίζει στην οθόνη του πληροφορίες για ό,τι «βλέπει». Αντί το σύμπαν να εμπεριέχει το άι φον, το άι φον εμπεριέχει το σύμπαν. Και το ταγκάρει κατά βούληση. Σου δείχνει τι να δεις εκεί όπου κοιτάζεις. Προτζεκτάρουμε τις ψυχές μας σ’ ένα ολόγραμμα από κλικς και πίξελς. Από πού αποσυνδέομαι παρακαλώ;
ΔΥΟ ΒΡΑΚΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΦΟΥΣΤΑΝΙ. Xίθροου – Σεβίλλη. Gate 4.
ΕΪ, ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΣΙΕΣΤΑ, ΣΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ ΟΙ ΦΡΑΟΥΛΕΣ; Η Ισπανίδα κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Σηκώνει τη μακριά της φούστα και σταυρώνει τα γόνατα. Ακουμπάει δίπλα μου ένα μπολ με φράουλες. Είναι ώριμες, κατακόκκινες και μοσχοβολούν. Δαγκώνει μία στη μέση και την υπόλοιπη την κρατάει στα δάχτυλά της. Κόκκινα γλυκά παγωμένα υγρά στάζουν. Μου χαϊδεύει το μέτωπο και το αποτύπωμα του χαδιού μένει κόκκινο. Το αεράκι σπρώχνει τις λευκές λεπτές κουρτίνες και ο ανδαλουσιανός απογευματινός ήλιος φέρνει το απομεσήμερο στον οντά.
ΜΕ ΛΟΥΖΕΙ, ΜΟΥ ΦΟΡΑΕΙ ΚΡΕΜΑΣΤΑ ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙΑ ΑΠΟ ΦΙΛΝΤΙΣΙ ΚΙ ΕΝΑ ΖΑΧΑΡΙ ΚΑΦΤΑΝΙ. Έλα να με βρεις στο τσιρινγκίτο, ψιθυρίζει. Τσιρινγκίτο λένε κάθε καλαμωτό μπαράκι πάνω στην άμμο. Μου σερβίρουν «τίντο μπεράνο» – φτηνό κρασί με λεμονίτα- και με μπουκώνουν ψαροκροκέτες με ξύδι, τορτίγια και χαμόν με πεπόνι. Σκοτεινιάζει. Σωπαίνω. Κι αφουγκράζομαι το θρόισμα των φύλλων. Στο βάθος μουρμουρίζει ο ωκεανός.
ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΠΙΑΝΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΤΙΤΑ ΜΠΕΑΤΡΙΘ Α ΛΑ ΜΠΡΑΤΣΕΤΑ ΚΑΙ ΓΥΡΝΟΒΟΛΑΜΕ ΣΤΑ ΓΕΙΤΟΝΙΚΑ ΨΑΡΟΧΩΡΙΑ. Σεργιανίζουμε σε πλακόστρωτα σοκάκια. Τα σπίτια είναι μικρά, πολύχρωμα, με ψηφιδωτά πλακάκια. Από τα μπαλκόνια κρέμονται γεράνια και βουκαμβίλιες. Χωνόμαστε σε υπαίθρια μαροκινά παζάρια και μασουλάμε χουρμάδες και πράσινες ελιές. Μυρίζει κάρι και αλμύρα. Εδώ οι άνθρωποι μιλούν με τα μάτια. Είναι ερωτικά μελαμψοί με μαργαριταρένια χαμόγελα και χέρια όλο φλέβες. Δοκιμάζουμε χίππικες παντελόνες και ξύλινα δαχτυλίδια. Τσαλαβουτάμε τα γυμνά μας πατούσια στον Ατλαντικό και μαζεύουμε αχοιβάδες. Κυνηγάμε τα σύννεφα και αρπάζουμε τον ορίζοντα. Εδώ κάνει ουρανό, της χαμογελάω. Κι εσύ σαν Αμερικάνα τουρίστρια, με εμπαίζει.
ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΘΥΜΗΘΕΙΣ ΠΟΤΕ ΗΤΑΝ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΣΕΚΑΡΕΣ ΤΑ ΜΕΙΛ ΣΟΥ; Τολμάς να περιπλανηθείς άσκοπα χωρίς google maps; Ξέρεις πως να γνωρίζεσαι χωρίς να δια-δικτυώνεσαι; Κοιτάς τον εαυτό σου συχνότερα στον καθρέφτη ή στην profile pic σου; Κλείστα. Σήκω. Φύγε. Τρέξε. Ζήσε. Δεν θα χάσεις τίποτα.
ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. Θα μοιραστείτε τον ίδιο χωροχρόνο. Θα ακούσεις τη χροιά της φωνής τους. Θα μυρίσεις τα μαλλιά τους και θα νιώσεις την αύρα τους. Θα παρατηρήσεις εκείνο το στραβό δοντάκι που κάνει το γέλιο τους χαριτωμένο και θα ανατριχιάσεις στο τυχαίο άγγιγμά τους. Ίσως να τους ερωτευτείς, ίσως να μην τους ξαναδείς. Κι όταν οι δρόμοι σας χωρίσουν θα είσαι γεμάτος συν-αισθήσεις. Χωρίς διαδικασίες, κωδικούς, συνδέσεις και διασυνδέσεις. Κι άμα σου ζητήσουν να τους δώσεις το φέισμπουκ σου, χάρισε τους ένα φραουλένιο χάδι. Δεν μεταφράζονται όλα σε pixels, φιλαράκι.
*Ο τίτλος είναι από το ομώνυμο μυθιστόρημα «Το ξύπνημα της φράουλας» του Βαγγέλη Ηλιόπουλου, εκδόσεις Πατάκη
Η Βιβιάνα πιστεύει στην κοινοκτημοσύνη και στους ανθρώπους. Γράφει από εδώ κι από εκεί, «κυρίως τη λίστα του σούπερ μάρκετ». Ζει και σπουδάζει στο Λονδίνο. Θα επιστρέψει όταν της εξαντληθούν τα αποθέματα ήλιου.