0
1
σχόλια
1719
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Αν ήταν δυνατόν να ξαναγυρίσω σ' εκείνη την εποχή, δεν θα ήθελα ν' αλλάξω τίποτα. Ούτε και θα ήθελα ακριβώς να ξαναγυρίσω»
 

DOCTV.GR
18 Ιανουαρίου 2018

ΤΑ [ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ] ΠΕΡΑΣΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΒΟΥΝΟ -στα μάτια μου τότε πολύ μεγάλο, το δικό μου «Μαγικό Βουνό»-, σε μια επαρχία καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, βορειοανατολικά, με το όνομα Σοχός. Οικοκυρά η μάνα μου, έμπορoς ο πατέρας μου. Το τοπίο ήταν αγροτικό, γενναιόδωρο, θυμάμαι στις ίδιες αναλογίες ανθρώπους και ζώα, σπίτια και χωράφια, πολλές καστανιές, πολλές καρυδιές, πολλά καπνοχώραφα, πολλές μπόρες, πολλές ξέρες. Αλλά και πολλές κινηματογραφικές ιστορίες, στην κυριολεξία, αφού ο πατέρας μου είχε σινεμά στην αγορά, από το 1952 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Μπορώ δηλαδή να πω άφοβα ότι τα παιδικά μου χρόνια μοιράστηκαν εξίσου ανάμεσα στον καθαρό αέρα του βουνού και σε εκείνη τη σκοτεινή «θαυματουργή» αίθουσα, όπου παρακολουθούσα με κατάvυξη όλα τα έργα της εποχής. Όσα μας φέρνανε τουλάχιστον.

...ΛΙΓΟ-ΠΟΛΥ ΟΛΗ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΔΟΥΛΕΥΑΜΕ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ. Η μάνα μου αλάτιζε κι έψηνε τα σπόρια στο σπίτι, η μια αδελφή μου ήταν στο ταμείο, η άλλη εκτελούσε χρέη ταξιθέτριας, ο αδελφός μου βοηθούσε τον μηχανικό και πουλούσε τα σπόρια και τις λεμονάδες στα διαλείμματα κι εγώ βοηθούσα τον αδελφό μου. Το παρατσούκλι μου εκείνο τον καιρό ήταν «σινεματζού». Για παρατσούκλι μάλλον τιμητικό.

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΗΜΟΥΝ Η ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ, ΤΟ ΣΤΕΡΝΟΠΑΙΔΙ, κι αυτό μου έδινε κάποια προνόμια, υποτίθεται, ή με απάλλασσε από κάποιες υποχρεώσεις -όπως το να μη με παίρνουν στα χωράφια, να μην κάνω βαριές δουλειές- που εγώ όμως τότε το θεωρούσα ότι μάλλον δεν με υπολογίζουν. Σηκώνονταν, φέρειπείν, εκείνοι στις τρεις τη νύχτα να πάνε να μαζέψουν τα καπνά κι εγώ σηκωνόμουν από τις δύο και περίμενα σε μιαν άκρη στην αυλή, με καρδιοχτύπι, μπας και με πάρουν «κατά λάθος» μαζί τους. Συνήθως με ξαπόστελναν πάλι μέσα, μου λέγανε να τ' αφήσω αυτά, αλλά καμιά φορά μού κάναν το χατίρι και με παίρνανε. Θυμάμαι εκείνες τις οδοιπορίες μες στη νύχτα, στο πρώτο πρώτο χάραμα, σαν κάτι συναρπαστικό, κάτι που μου έδινε αξία, με «γέμιζε», αν και για κείνους ήταν εξόντωμα να το κάνουν αυτό κάθε πρωί όλο το καλοκαίρι για χρόνια ολόκληρα. Περπατούσαν και σκουντουφλούσαν από τη νύστα, ενώ εγώ εκστασιαζόμουν με τις κραυγές της κουκουβάγιας ή με το πώς στεκόταν στα δυο πισινά της πόδια η vυφίτσα. Ο καθένας με τον πόνο του. Όταν μεγάλωσα λίγο βέβαια άρχισα να σκουντουφλώ κι εγώ πότε πότε.

[ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ], ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΔΕΝ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΩ. Όχι επειδή ήμουν καμιά πεντάμορφη ή πανέξυπvη, μα επειδή... τι να πω; ήμουν μάλλον αφηρημένη και δεν με απασχολούσε -απ' όσο μπορώ να ξέρω- ούτε το να ξεχωρίσω ούτε το να μην ξεχωρίσω. Τύχαινε να είμαι καλή σε κάποια πράγματα, π.χ. στις εκθέσειs που έγραφα σε δημοτικό και γυμνάσιο, αλλά ήμουν και πολύ «αδύνατη», ή απλώs τεμπέλα, σε κάποια άλλα, στην αριθμητική, στη γεωμετρία, στη φυσική. Πίστευα ότι αυτά είναι "ψυχρά" πράγματα, πως δεν έχουν να μου πουν πολλά. Αργότερα άλλαξα γνώμη και πλέον μου αρέσει πολύ να ακούω μαθηματικούς και φυσικούς και αστροφυσικούς να λένε τα δικά τους. Μπορεί να μην καταλαβαίνω τι ακριβώς ακούω, πάντως κάτι πιάνω από διαίσθηση.

... ΕΔΙΝΑ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ και στην ερώτηση του καθηγητή πόσα γραμμάρια έχει το χιλιόγραμμο πελάγωνα. Κι όσο πιo πολύ μού το τόνιζε και το συλλάβιζε -«Το χι-λι-ό-γραμ-μο, παιδί μου, πόσα γραμ-μά-ρι-α έχει»- τόσο πιο πολύ τα έχανα και κοίταζα απελπισμένη μια το πάτωμα, μια αυτόν, μια το ταβάνι. Όχι πως δεν σκέφθηκα να του πω και χίλια -εδώ του είχα πει τους πιο απίθανους αριθμούς-, μα μου φαινόταν πως είναι... πολύ εύκολο, δηλαδή παγίδα, πως το έκανε επίτηδες για να με μπερδέψει, να με δοκιμάσεΙ. Κάποια στιγμή βέβαια είπα και το «χίλια» κι ο άνθρωπος ανέπνευσε. «Άρα και n σαραvταπoδαρoύσα πόσα πόδια έχει;» με ρώτησε ως επιστέγασμα. «Σαράντα» τoυ είπα με την πρώτη.

...ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΓΡΑΦΩ "ΠΡΑΜΑΤΑ" ΑΠ' ΟΤΑΝ ΣΧΕΔΟΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ, έχω καθαρή την εικόνα εκείνη της παιδίσκης και αργότερα έφηβης να καταγίνεται σκυμμένη και με μυστικότητα πάνω από κάποιο χαρτί. Άλλωστε, έμειναν και κάποια τεκμήρια, μερικά μαθητικά τετράδιά μου από το 1958 έωs το 1963, εφτά ωs δώδεκα ετών τότε, όπου από την πίσω μεριά έγραφα τα δικά μου, κάτι φανταστικές ιστοριούλες. Εκείνο το φοβερό καλοκαίρι μάλιστα με τα παιδιά που πέθαιναν στην Μπιάφρα από τηv πείνα -1966 ήταν; 1967;-, εμένα με είχε πιάσει μεγάλη προκοπή. Κάτω από τη μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός τέτοιου παιδιού που έκοψα από τον "Ταχυδρόμο" τηs εποχής και κόλλησα στον τοίχο -πελώρια και συγκλονιστικά τα μάτια του να με κοιτούν κατάματα, τα έχω ακόμα μπροστά μου-, έπιασα "στα σοβαρά" να γράψω ένα μυθιστόρημα! Γέμισα δυο πεvηvτάφυλλα σπιράλ τετράδια, που τα κρατάω ακόμη καταχωνιασμένα κάπου. Το μυθιστόρημα είχε να κάνει με παιδιά γενικότερα -αδέλφια και παραδέλφια από διάφορους γάμους- και με το 'ξαφνικό" του θανάτου. Ήταν, ας πούμε, μια ναΐφ εκδοχή των "Λύκων" που θα άρχιζα να γράφω είκοσι χρόνια αργότερα, ένα θέμα παρμένο στη βάση του από την ίδια την οικογένειά μου, και δη εκείνη του παππoύ μου από τη μεριά του πατέρα μου.

ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΑ ΑΝΟΙΞΑ ΜΙΑ-ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ, ΕΡΙΞΑ ΜΙΑ ΠΕΡΙΦΟΒΗ ΜΑΤΙΑ και τα ξανάκλεισα, τα ξανακαταχώνιασα. Με πονούν να τα κοιτώ, αλλά και δεν μου κάνει καρδιά να τα πετάξω, γιατί η παιδική ηλικία όταν μεγαλώνουμε είναι ένας «παράδεισος» που δεν αντέχεται, μας πονάει με τρόπο μοναδικό παρά μας χαροποιεί. Mας μαχαιρώνουν ήσυχα αυτά που πέρασαν για πάντα, είτε καλά ήταν είτε κακά. Προς τι να ταράσσουμε μια τέτοια «ησυχία»; Κάνω το μαχαίρι πένα και πορεύομαι, αλλιώς δεν βγαίνουν πουλιά, όπως θα έλεγε κι ο πατέραs μου. Το βασικό το αίσθημα άλλωστε δεν περνάει, αλλάζει τον εαυτό του, μετασχnματίζεται, μεταμορφώνεται, μα σαν ουσία δεν περνάει, κι έχει πολύ να κάνει μ' εκείνο που «πρωτογνωρίσαμε», Ο καθένας το αντανακλάει και το αναπαράγει με τον τρόπο του.

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗ, ΜΙΑ ΗΔΟΝΗ ΝΑ ΓΡΑΦΩ, που ούτε ήξερα από πού έρχεται και πού με πάει. Κάπως σαν τα πουλιά που κελαηδούν στα δέντρα. Το συγγραφιλίκι άρχισα να το φαντάζομαι γύρω στα είκοσι πέντε μου, μετά την πρώτη μετανάστευσή μου στην αλλοδαπή, αλλά και πάλι δειλά, με κάποιο φόβο ή αμηχανία, κι αφού είχα γεμίσει ουκ ολίγα τεφτέρια με ιστορίες και διάφορα, που δεν έδειχνα σε κανέναν. Όλοι οι φίλοι μου τότε μυρίζονταν ότι με κάτι καταγίνομαι, κάτι γράφω -με λέγαν «μυρμήγκι»-, αλλά τι και πώς κανείς δεν ήξερε. Η μυστικoπάθειά μου ήταν σχεδόν παροιμιώδης. Κι όταν πια άρχισα να το παίρνω απόφαση ότι αυτός είναι ο δρόμος μου, για κάποιον λόγο δεν ήθελα να βγάλω βιβλίο πριν τα τριάντα τρία μου. Όπερ και συνέβη. Από μικρή στο «αμάρτημα», αλλά στην αγορά αφού μετάλαβα την πρώτη ωριμότητα.

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΠΩ [ΟΤΙ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΩ] ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ήμουν ακόρεστη σ' αυτό, ήμουν και διακριτική ωστόσο. Βέβαια είχα, και έχω, τις προτιμήσεις μου, τις εμμονές μου, κι αυτές είναι για κείνα τα αδιόρατα που γλιστρούν απ' το μάτι, ενώ τα έχουμε αιχμαλωτίσει, ή εκείνα που δεν τα πιάνει εύκολα η γλώσσα· αυτά -και οι προεκτάσεις τους- μ' ενδιαφέρουν περισσότερο, με αυτά μοχθώ και αγάλλομαι. Συμφωνώ πάντως μ' εκείνο που λέει ο Μαρκές ότι δεν υπάρχει τίποτα σ' αυτόν ή στον άλλον κόσμο που να είναι άχρηστο για έναν συγγραφέα. Μια παροιμία λέει πως μπέης γίνεσαι, παλικάρι γεννιέσαι. Για τον συγγραφέα -ον μισομαγικό, μισομεθοδικό- θα έλεγα πως γεννιέται και γίνεται εξίσου.

ΥΠΗΡΞΑΝ ΤΡΕΙΣ «ΜΟΙΡΑΙΟΙ» ΔΑΣΚΑΛΟΙ [ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ]. Η δεσποινίς Καλλιρρόη στην Α' Δημοτικού, ο κύριος Αμπατζίδης στην τελευταία τάξη του Λυκείου, μα θα σταθώ τώρα στον τρίτο. Ήμουν δεκαπέντε ή δεκάξι ετών και στο πρώτο μαθητικό εξάμηνο πήρα στα μαθηματικά κάτω από τη βάση. Ανέκαθεν αδύνατη στα μαθηματικά, αλλά αυτό δεν είχε ξαναγίνει, να μην πιάσω ούτε τη βάση, και μου ήρθε πολύ βαρύ. Έφυγαν λοιπόν όλα τα παιδιά απ' το σχολείο, έφυγαν και οι καθηγnτές, κι εγώ κάθισα σε μια γωνία στις σκάλες κι έβαλα τα κλάματα. Πώς θα πάω σπίτΙ, πώs θα πω, τι θα κάνω; Μαύρη απελπισία μ' έδερνε. Ήρθε κοντά μου τότε ένας καθηγητής -είχε ξεμείνει φαίνεται- και με ρώτησε τι έχω. Του είπα, «Εσύ κλαις, βρε Αννούλα. που μας δίνεις τόση χαρά με τις εκθέσεις που γράφεις "μου είπε, "που κάvεις τις ωραίες σκέψεις και μας τις κοιvωvείς;». Με μάγεψε ο λόγos του, με αναπτέρωσε. Συνέχισα να κλαίω, αλλά από συγκίνηση. Άσε που δεν πίστευα ότι μπορούσε να μιλάει έτσι ένας ολόκληρος καθηγητής σε μια μαθήτρια. Έχω να τον δω και να τον ακούσω από 'κείνα τα περίεργα κι αλησμόνητα χρόνια, το όνομά του Θανάσης Νικόλτσος, φιλόλογος. Εύχομαι να είναι πάντα καλά.

ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΣΤΕΝΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ «ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΖΩΗ» ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ. Από ένστικτο, μα και χάρη σε μια υπερήλικη γιαγιά μου ή στην ίδια τη μάνα μου -κυρίως όταν γέρασε κι αυτή-, που συχνά με ρωτούσαν τι όνειρα είδα τη νύχτα που πέρασε. Τα άκουγαν σαν να τα διάβαζαν, σχολίαζαν κάτι ή και τίποτα, πάντως μου κληροδότησαν αυτή τη συμπάθεια ή το δέος για τα όνειρα. Ό,τι κι αν γίνει, έλεγα -και το λέω ακόμα-, εγώ το βράδυ θα ονειρευτώ, θα «φύγω». Είναι για μένα η πιο οικεία, η πιo προσφιλής terra incognita. Πολλές φορές, όταν έρχομαι σε αδιέξοδα, κυρίως αναφορικά με το γράψιμο, έχω την αίσθηση πωs θα βοηθηθώ -έμμεσα βέβαια, υπαινικτικά- από κάποιο όνειρο. Και σπανίως διαψεύδομαι. Επωφελούμαι από τους «τρόπους» του ονείρου, όπως επωφελείται κανείς από έναν καλό δάσκαλο που διαπρέπει στην αφάνεια. Εδώ που τα λέμε, είναι η πιo αναφαίρετη ταυτότητά μας.

[ΦΟΒΙΑ...] ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΗΤΑΝ ΦΟΒΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ, ΜΑ ΚΑΙ ΤΙ ΑΛΛΟ ήταν δεν μπορώ να πω. Όταν ανέβαινα ή κατέβαινα εκείνη την ξύλινη μεγάλη σκάλα στο σπίτι μας, κυρίως από το σούρουπο και μετά. Πριν φτάσω στη μέση, όλα άλλαζαν, νόμιζα πωs μια «σκιά» με κυνηγάει και τσακιζόμουν να προλάβω ν' ανέβω ή να κατέβω πριν με πιάσει! Κράτησε καιρό αυτό, ίσως και χρόνια. Απορώ ακόμα πώς δεν έσπασα τα μούτρα μου καμιά φορά, πώς τη γλίτωσα. Τη φέρνω στη σκέψη μου εκείνη τη σκιά όπως αν πρόκειται για κάποιο ζωντανό πρόσωπο. Δεν μου είναι πλέον καθόλου εχθρική ή απειλητική. Αλλά το ρίγος, ρίγος.

[ΑΝ ΗΤΑΝ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΩ Σ' ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ, δεν θα ήθελα ν' αλλάξω] παρακαλώ τίποτα. Ούτε και θα ήθελα ακριβώς να ξαναγυρίσω, δεν βρίσκω νόημα σε τέτοιες σκέψεις ή υποθέσεις. Φρονώ πως δεν υπάρχει «χρυσό ψαλίδι» για ό,τι ήταν όπως ήταν και μας μίλησε όπως μας μίλησε. Η «χρυσή πένα», αν υπάρχει, είναι μια άλλη ιστορία.


Το κείμενο είναι από συνομιλία της Ζυράννας Ζατέλη με την Ευγενία Φακίνου.

Πηγή: Αυτοβιογραφικά
 
εμφάνιση σχολίων