Υπάρχει το άδραξε τη μέρα, υπάρχει και το αν βγάλεις κι αυτή τη μέρα, πάλι καλά να λες. Από το Βυτίο
PRESS
4 Σεπτεμβρίου 2015
Ξεκινήσαμε με το ερώτημα αν υπάρχει ακόμη καλοκαίρι.
Η δραματική επικαιρότητα, η σκληρή στάση δηλαδή του ελληνικού κράτους και της Ε.Ε. απέναντι στους πρόσφυγες, ακόμη και για τους πιο τυφλούς ή αδιάφορους έδειξε ότι αυτό που ζούμε φυσικά και δεν είναι τα ίχνη μιας κάποιας «ανθρωπιστικής κρίσης», όπως ίσως θέλουν να πιστεύουμε όσοι νομίζουν ότι το πρόβλημα έπεσε απ’ τον ουρανό και «τι να κάνουμε, έχουμε τα δικά μας προβλήματα». Το Πεδίον του Άρεως ήταν αποκαλυπτικό και κατά τη γνώμη μου ο καθένας μπορούσε να βγάλει άπειρα πολιτικά και προσωπικά συμπεράσματα από την πρώτη κιόλας επίσκεψη. Δεν είναι της παρούσης να σκεφτείς ότι μετά από το Πεδίο του Άρεως ό,τι και να πεις για αυτό το πράγμα που αυτοαποκαλείται «αριστερή κυβέρνηση» θα είναι λίγο. Αυτό το ποστ είναι καλοκαιρινό, μακριά από μας η πολιτική.
Ακόμη υπήρχε όλο το καλοκαίρι η ιδέα ότι αυτό που ακολουθεί μετά από τις όποιες διακοπές θα είναι απείρως χειρότερο απ’ ό,τι έχουμε φανταστεί. Η ιδιαιτερότητα του να ζεις χρεωμένος, εσύ κ οι φίλοι σου για καιρό, είναι ότι το χρέος αυτό διαρκώς μεγαλώνει, ρουφώντας όχι μόνο την όποια οικονομική δυνατότητα για κάτι άλλο, αλλά κυρίως την ψυχική δύναμη να αντιμετωπίσεις τον κόσμο στο σύνολό του. Η κατάργηση του μέλλοντος, η κατάργηση του οποιουδήποτε επιθυμητού ενδεχόμενου στην πραγματικότητά σου, συνιστά ένα χτύπημα πολύ βαρύ, αφού τελικά δεν μπορείς να ζήσεις πουθενά. Το τώρα είναι μια διαρκής αγωνία, το χθες έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να προσφέρει πολλά περισσότερα από λίγη νοσταλγία (που δεν είναι και πάντα ακριβώς βοηθητική) και το αύριο, όπως ξαναείπα, είναι ανύπαρκτο. Συνεπώς είσαι καταδικασμένος στη διαρκή υστερία του παρόντος.
Υπάρχει το άδραξε τη μέρα, υπάρχει και το αν βγάλεις κι αυτή τη μέρα, πάλι καλά να λες.
***
Έχοντας στο νου και τα παραπάνω, κάποιες στιγμές μάλλον έχασα τα λογικά μου, μ’ έπιασε κάτι και σκεφτόμουν σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Ήμουν στη θάλασσα και κοιτούσα το σωρό τα μαγαζιά που συνωστίζονταν πάνω στην παραλία. Καφετέριες – εστιατόρια – μίνι μάρκετ – μπιτς μπαρ – σκέτα μπαρ – ενοικιαζόμενα δωμάτια. Όλα αυτά τα λευκά σπιτάκια, κτιριάκια, μαγαζάκια κολλητά στο μπλε της θάλασσας. Το λευκό και το μπλε. Το λευκό και το μπλε. Και οι κολυμβητές. Και ο ήλιος πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Και ο απόηχος μιας μουσικής από ένα από τα λευκά σπιτάκια. Και οι τεντώστρες με τις ομπρέλες πάνω στο κύμα. Και ο φρέντο εσπρέσο 3,50 ευρώ σε πλαστικό.
Το λευκό και το μπλε.
Ποτέ ξανά δεν φαντάστηκα με τόση λεπτομέρεια ένα drone, μια ρουκέτα, μία έκρηξη, ένα μπαμ, μια καταστροφή, έναν μαύρο καπνό, το τέλος του λευκού και του μπλε. Δεν υπάρχει ομορφιά που να έμεινε ανέγγιχτη από τη λαχτάρα αυτού του άπληστου και παμφάγου τρόπου ζωής. Το λευκό και το μπλε, αυτό το λευκό και αυτό το μπλε, είναι μόνο οφθαλμαπάτη, άλλοθι, ντροπή. Αλλά ο ποιητής συνεχίζει να μιλάει για το λευκό και το μπλε, σα να μην είμαστε εμείς οι ίδιοι άνθρωποι των λευκών σπιτιών που συνωστίζονται πάνω στην ακτή, οι ίδιοι ακριβώς που το μπλε μας είναι γεμάτο πτώματα.
Με τι καρδιά και τι βλέμμα βλέπουμε την ομορφιά; Κι είναι αυτή πια κάτι αόριστο, ασαφές, αιώνιο, πέρα απ’ τα ανθρώπινα;
Είμαι υπερβολικός το ξέρω. Υπάρχει ακόμη κρυμμένο μπλε και λευκό, αθώο του αίματος. Και ο κυνηγημένος του χειμώνα χρειάζεται και αξίζει ένα διάλειμμα ομορφιάς. (Για να μπορεί μετά με άνεση να διαιωνίσει την ασχήμια, αλλά κι αυτό είναι ένα άλλο θέμα).
Επιστροφή καλύτερα στα σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Είμαι σε παραλία της Μεσσηνίας, με φοβερά νερά και φοβερή άμμο και η παραλία έχει καταληφθεί κατά το ήμισυ από το συνολάκι ξαπλώστρα/ ομπρέλα/ σκαμποτράπεζο για φρέντο και κατά το υπόλοιπο ήμισυ από μόνιμες κατασκευές (τις τέντες κήπων που πουλάει το πράκτικερ) που έχουν τοποθετήσει οι ντόπιοι, δένοντας και με αλυσίδες στα στηρίγματα της τέντας, καρέκλες, παιχνίδια, σακούλες τζάμπο.
Φαντάζομαι με κάθε λεπτομέρεια την ομάδα των μαυροφορεμένων κουκουλοφόρων που κατεβαίνουν νύχτα στην παραλία με ένα τεράστιο φορτηγό. Με πριόνια και εργαλεία όλων των ειδών, κόβουν τις μόνιμες κατασκευές και διαλύουν τις προσωρινές. Τα απομεινάρια τοποθετούνται όλα στο φορτηγό και απομακρύνονται πριν ξημερώσει. Το πρωί, ντόπιοι και τουρίστες, καταστηματάρχες, αποικιοκράτες και αποικιοκρατούμενοι, σοκάρονται μπροστά στη θέα της άδειας παραλίας. Βουβαμάρα, άμμος και ελαφρύ κυματάκι.
Φαντάζομαι με κάθε λεπτομέρεια μια απόφαση που λέει ότι ο τουρισμός, εξωτερικός και εσωτερικός, σταματάει για δύο χρόνια. Δε με συμφέρει είμαι αθηνέζος*, αλλά δεν πειράζει. Για δύο χρόνια τίποτα, μέχρι το τοπίο και οι άνθρωποι να ‘ρθουν λίγο στα συγκαλά τους.
Αλλά αυτά είναι αυτά που είναι, δηλαδή φαντασίες και μάλιστα όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες. Το ερώτημα όμως παραμένει. Τι ακριβώς συνέβη αυτό το καλοκαίρι; Ή μάλλον, μπορέσαμε να δούμε καθόλου ομορφιά ή η πραγματικότητα το έκανε αδύνατο;
***
Θα πάρω τα λόγια του σφου Χρήστου σοβαρά, θα τον πιστέψω και θα δεχτώ ότι ναι, είδαμε ξανά τις τρίχες που ξάνθυνε ο ήλιος στα χέρια, το πίσω μέρος του λαιμού, στα σημεία που φυτρώνουν λίγες, εκεί φαίνεται όλη η τρυφερότητα με την οποία φέρεται ο ήλιος, τα μαλλιά που δείχνουν ότι ένας άνθρωπος προέρχεται από τη θάλασσα.
Κι είδαμε και τον κρίνο της θάλασσας. Την ακτή να αδειάζει αργά το απόγευμα, το αεράκι να μας ξαναγεννάει, το νερό να μας καταπίνει συμπονετικά. Το είδαμε το κρινάκι. Και μας είδε κι αυτό. Ποιος ξέρει αν θα το ξαναδούμε ή αν η βαριά βιομηχανία της χώρας θα τα σαρώσει όλα τυφλωμένη από το κοινό όραμα δεξιών και αριστερών. Ανάπτυξη μέχρι τέλους, αυτός είναι ο φάρος που φέγγει μέχρι τα πέρατα του μπλε και του λευκού.
***
«Συνεχίζουμε να πίνουμε, τίμιες μερίδες, μπουκάλια γενναιόδωρα, λογαριασμός σε δυσθεώρητα ύψη αλλά όλα εδώ πληρώνονται, τι ωραία που γυαλίζουν τα γόνατά σας στο σκοτάδι κορίτσια», έγραψε κάποια στιγμή ο ΚΚΜ. Στο σκοτάδι ναι, αλλά και στο φως.
***
Το καλοκαίρι κάτι γενέθλια, αλλά κυρίως κάτι θάνατοι όχι πολύ κοντινοί αλλά όχι και τόσο μακρινοί, επαναφέρουν το ζήτημα ότι το πικ (ας το πούμε) της ζωής ήταν, είναι αλλά δε θα ‘ναι για πολύ ακόμη στο εδώ και τώρα. Οι συζητήσεις για την ηλικία συνήθως δεν έχουν πολύ νόημα, παρά χρησιμεύουν για αυτομαστίγωση και επί τούτου μελαγχολία, αλλά και πάλι σκεφτόμουν όχι τόσο αν είμαι πια μεγάλος, μικρός ή κάτι το ενδιάμεσο, αλλά μάλλον σε τι συνίσταται αυτό το πικ του βίου, το οποίο ας πούμε ότι διανύουμε. Τι κάνει κανείς στο πικ; Δουλεύει περισσότερο από ποτέ; Βγάζει περισσότερα λεφτά από ποτέ; Δημιουργεί περισσότερο από ποτέ; Κάνει περισσότερες τρελές από ποτέ; Στρώνει το μέλλον; Βουτάει στις καταχρήσεις; Γίνεται άσωτος υιός ή προσεχτικός σχεδιαστής; Χαλαρώνει τώρα που μπορεί ή φορτσάρει σε όλα; Φεύγει για διακοπές τρώγοντας τα τελευταία δανεικά κι αγύριστα ή εργάζεται πυρετωδώς κυνηγώντας την προκοπή;
***
Δεν μπορώ να δώσω καμία απάντηση φυσικά. Σκέφτομαι μόνο ότι τώρα στο πικ, μπορώ να κάθομαι στην αυλή του χωριού ακίνητος για δέκα μέρες, μόνο με τα βιβλίο μου και καφέ. Ή ακόμη περισσότερο μπορώ να πηγαίνω στο καφενείο στο χωριό Πιτσινιάνικα στα Κύθηρα και να πίνω τη μία μπύρα πίσω απ’ την άλλη αλλά όχι με την αγωνιώδη ταχύτητα του αθηναίου, παρά με την βραδύτητα του ανθρώπου που βουλιάζει στο τοπίο και στις γουλιές.
Και τότε το ερώτημα θα επανέρχεται αλλιώς. Γιατί δε μένουμε ήδη στα Κύθηρα; Γιατί δε βιαζόμαστε περισσότερο να μείνουμε εδώ; Και η απάντηση δεν είναι τόσο πρακτική (τι δουλειά να κανείς), όσο θα πίστευε κανείς. Η απάντηση είναι κάπως πλαγίως πολιτική, αφού κι εκεί, στο ύστατο καταφύγιο, η επέλαση δεν σταματάει, δεν ανακόπτει τον καλπασμό της, δεν διστάζει να προαναγγείλει τον ερχομό της με σημαίες και με ταμπούρλα και με πινακίδες που γράφουν πάνω ΕΣΠΑ.
***
Ίσως ποτέ να μην το πίστεψα, γιατί δε με συνέφερε, αλλά η ομορφιά, αυτή η ομορφιά, πάει αγκαζέ με μια επιθυμία ελευθερίας. Κι όπως κάθε επιθυμία ελευθερίας, δεν μπορεί να αγοραστεί, να μπει σε πακέτο προσφοράς, να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, να διαφημιστεί ως διάλειμμα από την κανονικότητα. Το επίδικο είναι μια άλλη κανονικότητα. Με κρινάκια, ξανθές τρίχες, χαμηλούς ρυθμούς και χωρίς πτώματα.
***
Πιστεύω ότι το επόμενο ζήτημα που θα μας απασχολήσει είναι το ζήτημα του χώρου. Δεν πρόκειται να μείνει εκατοστό αναξιοποίητο. Όπως εννοούν εκείνοι την αξιοποίηση. Δεν πρόκειται να μείνει χιλιοστό, τοπίου ή ανθρώπου, ελεύθερο. Ήδη, όπως ακούσαμε από διπλανή παρέα σε παραλία, τα καγιέν συνωστίζονταν στην άκρη ενός ημιάγνωστου χωριού, έξω από ένα καφενείο, χωρίς ταμπέλα ή τιμοκατάλογο. Θα πρέπει να δούμε το ζήτημα του χώρου με άλλη ματιά.
—
*δέχομαι τον θεσ/νικιώτικο όρο αφού οι βόρειοι φίλοι μου έχουν πάντα ένα τρόπο να μιλάνε, που με κάνει ζηλεύω τα ιδιώματα, τις λέξεις, τις παροιμίες. Κάθε φορά που ανεβαίνω πάνω, νομίζω ότι η γλώσσα η ίδια έχει χιούμορ, φοράει κορδελάκια και καμιά φορά χορεύει από μόνη της.
| στο επόμενο: η μανία για τα πανηγύρια και το κυνήγι της αυθεντικότητας.
Πηγή: Βυτίο
εμφάνιση σχολίων