Οι εικόνες, η μουσική και τα τραγούδια από πού προέρχονται; «Είναι παρμένες από την πατρίδα, τη Θράκη, και βρίσκονται σε διάφορα σπίτια. Είναι οικογενειακά κειμήλια από αρχαιοτάτων χρόνων. Μερικοί νομίζουν ότι επειδή θα έρθουν σε ένα χώρο με εικόνες θα ακούσουν ψαλμωδίες και προσευχές... δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Το μουσικό ρεπερτόριο και τα ποιητικά κείμενα τον τραγουδιών καταρχήν να πούμε ότι είναι αριστοτεχνικότατα στη στιχοπλοκή τους. Είναι τραγούδια ηρωικά, αναφέρονται σε βυζαντινούς αυτοκράτορες, σε ακρίτες, Καππαδόκες, σε δραματικές οικογενειακές καταστάσεις. Όλο κι όλο το μουσικό ρεπερτόριο αποτελείται από 3 τραγούδια: ο "Αγίτικος", ο λεγόμενος και "Κωνσταντής, ο μικροΚωνσταντίνος", υπάρχει το "Σούρπικο", που είναι λίγο πιο γρήγορο, και υπάρχει και το "Πού πας σε πράσινο λιβάδι", το οποίο είναι αργόσυρτο και το λέμε την ώρα που τρώμε στο τραπέζι. Τα βασικά όργανα είναι η λύρα, η γκάιντα και το νταούλι».
Η πυρά πώς επικράτησε; «Η πυρά είναι μια αρχαία λατρεία επιβεβαιωμένη όχι μόνο από την Παλαιά και την Καινή διαθήκη αλλά τη συναντάμε ως θρησκευτική πρακτική σε όλες τις θρησκείες. Είναι αυτό που λέμε, είμαι έτοιμος και το χέρι μου στη φωτιά να βάλω. Η φωτιά αυτή καθεαυτή, όπως το νερό και ο αέρας, είναι συμπαντικά στοιχεία που χωρίς αυτά δεν θα μπορούσε να υπάρχει η φύση μέσα στο άπειρο του χρόνου. Η φωτιά από μόνη της είναι δυνατό στοιχείο της φύσης. Μια πίστη, ως τεκμήριό της για να είναι ανταποδοτικό αυτό που κάνει ο τελεστής θα πρέπει ο πιστός να κάνει μια υπέρβαση και το πάτημα τη φωτιάς είναι υπέρβαση».
Ο κόσμος εντυπωσιάζεται από όλο το τελετουργικό με την πυροβασία... «Αυτό είναι και το λάθος το μεγάλο, γιατί αυτό είναι το επιδερμικό του πράγματος, εμάς δεν μας ενδιαφέρει αυτό. Θα πρέπει να διαφοροποιήσουμε τον πυροβάτη από τον αναστενάρη. Εμείς δεν είμαστε απλά πυροβάτες, είμαστε αναστενάρηδες. Δεν είναι για εμάς ο απώτερος στόχος να μπούμε σε μια φωτιά, να την πατήσουμε και να φύγουμε. Εμείς ακολουθούμε ένα αυστηρό τυπικό μέσα στον κύκλο του χρόνου, ένα τυπικό που έχει καθήκοντα που κληρονομεί ο καθένας από τον πατέρα του, τον παππού του και πάει από γενιά σε γενιά και υπάρχει μια αυστηρότητα, ένα τυπικό το οποίο είναι απαράβατο. Επομένως για να θεωρείσαι αναστενάρης, θα πρέπει να ακολουθείς αυτό το τυπικό. Δεν σημαίνει ότι για να σε ορίσει κάποιος ως αναστενάρη πρέπει να πατήσεις στη φωτιά. Μπορεί να είσαι αναστενάρης, να ακολουθείς όλο το τυπικό και να μην πατάς στη φωτιά, πράγμα που σημαίνει ότι είσαι μέρος του θιάσου, μέρος του δρώμενου σε όλες τις εκφάνσεις και τις δράσεις, με τη διαφορά ότι δεν πατάς τη φωτιά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είσαι αναστενάρης... ο αναστενάρης ταυτόχρονα έχει μια προδιάθεση και ένα χάρισμα ενορατικό. Μη βλέπεις εμείς που έχουμε τώρα “καμένο” εγκέφαλο από την υπερπληροφορία. Πολλοί από τους παλιούς αναστενάρηδες, που ζούσανε σε μια τόσο κλειστή κοινωνία, καταφέρνανε και προβλέπανε πράγματα που ήταν σημαντικά για την τότε κοινωνία, όπως έναν πόλεμο, ένα θάνατο, μια συμφορά. Επομένως ο αρχιαναστενάρης ήταν ένα πρόσωπο καθόλα εκτιμητέο από την κοινωνία και σεβαστό».
Οι δύσπιστοι μιλάνε για τεχνάσματα την ώρα της πυροβασίας... «Λένε ότι καταναλώνουμε αλκοόλ ή ότι πριν βγάλουμε τις κάλτσες μας και τα παπούτσια αλείφουμε τα πόδια μας με βοτάνια. Όλα αυτά είναι μια μπουρδολογία και μια ακατάσχετη φλυαρία και τα παρακάμπτω. Ούτε αλκοόλ πίνει κανείς ούτε τίποτα. Ακόμα και στο τραπέζι, στο φαγητό, υπάρχει ένα μπουκάλι που απλά γυρνάει από χέρι σε χέρι και από στόμα σε στόμα για να πούμε την ευχή. Χρόνια πολλά, καλό πανηγύρι να έχουμε, να είμαστε γεροί και του χρόνου πάλι να ανταμώσουμε».
Πώς είναι διαχωρισμένοι οι ρόλοι; «Οι ρόλοι είναι συντεταγμένοι και προσδιορισμένοι. Αυτός ο οποίος θα ανάψει τη φωτιά είναι συγκεκριμένος, αυτός που θα την απλώσει, αυτός που θα κάθεται στο στασίδι και θα δίνει τις εικόνες είναι συγκεκριμένος, δεν κάνει ο καθένας ό,τι θέλει ούτε όποτε το θέλει».
Εσύ πώς θυμάσαι την πρώτη σου φορά; «Εγώ μπήκα στο έθιμο από την παιδική ηλικία μου, δεν είμαι Θρακιώτης, είμαι ντόπιος, είχα όμως την ευτυχία στη γειτονιά μου να υπάρχουν Θρακιώτες και λόγω μια έφεσης που είχα και ασχολούμενος με όλο το σώμα της λαογραφίας και της παράδοσης, βρέθηκα μέσα σ' αυτόν τον κύκλο, τον αυστηρό τότε για την εποχή -μιλάμε για το 1964. Από τότε δεν παρέλειψα ποτέ κανέναν χρόνο που να μην είμαι παρών, είτε μέσα στο κονάκι είτε μέσα στη φωτιά».
Αυτό σημαίνει ότι όποιος δείξει έφεση και επιθυμία μπορεί να γίνει αναστενάρης; «Πέρα από την επιθυμία, πρέπει να υπάρχει και η συνέπεια. Δεν μπορείς να πεις ήρθα φέτος, το έκανα να δω πώς είναι, βλέπουμε για του χρόνου. Δεν είναι μια δέσμευση, δεν είναι κάτι που σου επιβάλλεται, αλλά η συνέπεια και η παρουσία εκεί είναι πολύ σημαντικά πράγματα διότι όλοι εμείς που βρισκόμαστε εκεί αποτελούμε μια αλυσίδα που συγκροτεί το έθιμο αυτό που εμείς λέμε πανηγύρι και ο καθένας έχει τον λόγο του και το μερίδιό του μέσα σ' αυτό. Η παρουσία είναι όχι απλά απαραίτητη αλλά και επιτακτική. Το να γίνει το πανηγύρι και να σε δω εκεί μου δίνει χαρά, κοιταζόμαστε στα μάτια, πολλά πράγματα δεν τα λέμε με τα χείλη και τη γλώσσα, γιατί όσο πλούσιο και να είναι το λεξιλόγιο δεν φτάνει για να τα εκφράσουμε».
Φαντάζομαι όλοι όσοι ξέρουν ότι είσαι αναστενάρης σε ρωτάνε πώς δεν καίγεσαι. «Δεν ξέρω γιατί δεν καίγομαι, αν καιγόμουνα σίγουρα δεν θα έμπαινα, δεν μπορείς να παίζεις με τη φωτιά. Δεν ξέρω τι να πω... ή είσαι ή δεν είσαι. Η βούληση, η δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος σε οδηγεί μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία να επιτελέσεις αυτό που σου δόθηκε ως ιερό εγκάλεσμα. Δεν ξέρω από πού έρχεται, έρχεται από κάπου αλλά δεν ξέρω από πού».
Ωστόσο δεν ψάχνεις κάποια ερμηνεία εσύ; Δεν αναρωτιέσαι; «Έχω δει ερευνητές από όλο τον πλανήτη. Μέχρι και ηλεκτρόδια μας βάλανε στο κεφάλι να δουν αν δουλεύει καλά ο εγκέφαλος και στην καρδιά για να δούνε αν χτυπάει σωστά και όλα μια χαρά ήταν και φυσιολογικά. Καταλήγω στο ότι είναι γοητευτικό να ζεις στο 2015 μ' αυτά τα προβλήματα, μ' αυτές τις πολιτικοοικονομικές συγκυρίες και να υπάρχουν κάποια έθιμα, όπως είναι αυτό, τα οποία έχουν τις ερμηνευτικές τους δυσχέρειες. Και μέσα σ' αυτές τις δυσχέρειες δίνεις αυτή τη γοητεία του εφικτού που γίνεται ανέφικτο. Δεν είναι γοητευτικό αυτό; Να μην μπορείς να βγάλεις συμπέρασμα;».
Ωστόσο έχει τύχει να έχει γίνει η ανάλογη προετοιμασία και να μπήκε κάποιος που δεν ήταν τελικά τόσο σίγουρος για τον εαυτό του ή προσπάθησε να μπει; «Ναι, έχει συμβεί αλλά το αντιλαμβάνεσαι, το καταλαβαίνεις. Αν δεν είσαι σίγουρος, ώριμος, δεν μπαίνεις. Άλλωστε εσύ επιλέγεις και αν καταλάβεις ότι κάτι δεν πάει καλά, κάθεσαι πίσω, είναι ανθρώπινο, είναι φυσικό».
Έχει τύχει να υπάρχει κάποιος περίεργος που σας έβλεπε και να ήθελε να κάνει το ίδιο; «Ναι, έχει τύχει νομίζω δυο φορές. Τη μια ένας φαντάρος, ξαφνικά από το πουθενά, χωρίς να τον καταλάβει κανείς, έβγαλε τις αρβύλες, τις κάλτσες και μπήκε και ένα άλλο νεαρό παιδί που ήταν η αρραβωνιαστικιά του από ένα χωριό εδώ κοντά, χωρίς να το ξέρουμε, πάλι μπήκε. Για τον φαντάρο είπαν ότι τον πήγανε στο νοσοκομείο με εγκαύματα. Αλλά και πάλι αυτό είναι η πιπεράτη αντίληψη του εθίμου. Το έθιμο είναι πολύ σημαντικό για να μπαίνουμε σε τέτοιες διαδικασίες -κάηκες ή δεν κάηκες. Μετά την πυροβασία πολλές φορές ζητάνε οι ρεπόρτερ να φωτογραφίσουν τα πόδια μου και οι περίεργοι να τα δούνε. Δεν κάηκες, μου λένε, και τους απαντώ "βγήκατε από την περιέργεια ότι δεν κάηκα, αλλά γιατί μετά από όλο αυτό που είδατε ζητάτε να δείτε τις πατούσες μου και δεν ζητάτε να δείτε την ψυχή μου; Αναρωτηθήκατε ποτέ εσείς με τις κάμερες στα χέρια ποια ανάγκη με οδηγεί 50 χρόνια τώρα να κάνω αυτό το πράγμα;».
Ποια είναι λοιπόν η ανάγκη που σε οδηγεί να το κάνεις; «Η ανάγκη κάθε φορά διαμορφώνεται στην παρούσα στιγμή και συγκυρία, ο λογισμός σ' εκείνη τη συγκεκριμένη ανάγκη κάθε φορά είναι διαφορετικός, όμως η πίστη είναι ίδια, η συμμετοχή είναι κάτι συνταρακτικό, η συνοχή επίσης και όλα αυτά εκφράζονται μέσα από μια πολυσχιδή επιτέλεση η οποία έχει αυτό το οπτικό που σου περιέγραψα».
Το ότι μπορεί η όλη διαδικασία να αγγίζει σε στιγμές την τουριστική ατραξιόν σε ενοχλεί; «Βέβαια και αυτό είχε συμβεί κάποτε πριν κάποια χρόνια, το 1960 -1970, στον Λαγκαδά πριν πάω εγώ, που πηγαίνω τα τελευταία 25 χρόνια. Εκεί είχε μετατραπεί σε τουριστική ατραξιόν το πανηγύρι. Βγαίναν στην κεντρική πλατεία, άναβε η φωτιά, υπήρχε ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα που θύμιζε τσίρκο Μεντράνο και κάποιοι πλήρωναν εισιτήριο για να δουν το θέαμα. Αυτό για μένα είναι φοβερά ενοχλητικό έως και ανασταλτικό θα έλεγα. Τα τελευταία χρόνια δεν συμβαίνει, είναι ανοιχτό βέβαια, όσοι πιστοί προσέλθετε, αλλά ως εκεί. O Λαγκαδάς πάντα προσέλκυε πολύ κόσμο γιατί είναι προάστιο της Θεσσαλονίκης και μπορείς εύκολα να πας».
Οι ρόλοι του άντρα και της γυναικάς είναι διαφοροποιημένοι; «Ο ρόλος της γυναίκας σε όλες τις θρησκευτικές πράξεις, από την αρχαιότητα και από την εμφάνιση της γυναίκας στον πλανήτη ακόμα, είναι καταλυτικός. Οι παρεμβάσεις της γυναίκας και η συμμετοχή σε κάθε τελετουργία είναι πολύ σημαντική. Δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Είμαστε ισότιμοι. Όπως επίσης δεν υπάρχει διαχωρισμός και στα παιδιά. Πριν πολλά χρόνια ήταν απαγορευμένη η είσοδος των παιδιών. Σήμερα έχουμε παιδιά από οικογένειες αναστενάρηδων που χτυπάνε το νταούλι, παίζουν λύρα, συμμετέχουν και αυτά μαζί μας, είναι μέρος της ομάδας».
Διώξεις υπήρχαν όταν εμφανίστηκε το έθιμο στην Ελλάδα; «Είναι γεγονός ότι είχε αντιμετωπιστεί από ορισμένους ως αίρεση, ενώ δεν έχει καμία σχέση, δεν πρόκειται για αίρεση».
Η επίσημη θέση της εκκλησίας; «Η εκκλησία απλά σιωπά. Από μια πράξη μιας Συνόδου είχε απαγορευτεί, είχαν γίνει κάποια επεισόδια παλιά, αλλά λύθηκαν όλα πλέον. Εγώ δεν είχα ποτέ καμία ενόχληση από κανέναν ιερέα και παπάδες έρχονται σπίτι μου και αγιασμό έχω κάνει, κάνεις δεν μ' έπιασε να μου πει αυτό που κάνεις είναι ειδωλολατρικό. Σοβαρές διώξεις δεν υπήρχαν».
Ο κόσμος πώς αντιμετωπίζει τα αναστενάρια; «Το ότι είσαι στο ίδιο χωριό δεν σημαίνει ότι θα πάνε όλοι και θα συμμετέχουν ως θεατές και δεν υπάρχει και λόγος. Για άλλους είναι απλά αδιάφορο, άλλοι το επισκέπτονται. Οι ξένοι που έρχονται για πρώτη φορά νιώθουν ένα δέος, που και εσύ πιστεύω να νιώθεις κάθε φορά που έρχεσαι. Είναι η μουσική, η ατμόσφαιρα που δημιουργεί, μια συγκίνηση... Βλέπουμε ότι οι επισκέπτες αρχίζουν να λικνίζονται στον ρυθμό της μουσικής την ώρα που βαράει το νταούλι. Υπάρχει μια δυναμική που σε παρασύρει».
Ποια ήταν η πιο ιδιαίτερη στιγμή που έζησες όλα αυτά τα χρόνια; «Έχω 50 χρόνια στα αναστενάρια και μου το ρωτάνε συχνά αυτό και πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η καλύτερη στιγμή. Ξέρω ότι αυτό το πανηγύρι, που θα έρθει αυτό τον Μάιο, είναι αυτό που περιμένω και αυτό για μένα θα είναι το καλύτερο. Η προετοιμασία του, η προσδοκία, η συμμετοχή, χωρίς να ξέρω πώς θα διαμορφωθεί. Το προσδοκώμενο για μένα είναι το μέγιστο. Αυτά τα έθιμα βασίζονται στην ψυχή, έχουν παρεκκλίσεις, σκαμπανεβάσματα που δημιουργούν εντάσεις και εδώ βρίσκεται ίσως η γοητεία του πράγματος».
Πώς βλέπεις το μέλλον των αναστενάρηδων και την εξέλιξή τους; «Θα σου μιλήσω γενικότερα ως λαογράφος. Πολλοί έχουν την αντίληψη ότι η παράδοση είναι μια γριά φαφούτα με τσεμπέρι στο κεφάλι, μαυροντυμένη. Η παράδοση δεν είναι έτσι. Η παράδοση και οι δυνατές της εκφραστικές πρακτικές εκφράζονται μέσα σε κάθε εποχή με διαφορετικές εκδοχές που έχουν ένα τελετουργικό. Οι ρίζες και η καταγωγή των θρησκευτικών πράξεων δεν προσμετρούνται ηλικιακά, είναι η ανάγκη ύπαρξης του ανθρώπου μέσα σ' αυτό που συμβαίνει γύρω του, άρα η παράδοση έχει μια εξέλιξη. Αν με ρωτούσες για τις διαφορές που υπάρχουν με το έθιμο πριν 50 χρόνια, θα σου έλεγα πολύ μεγάλες. Όμως στο δικό μας έθιμο το γοητευτικό είναι ότι παραμένει σε όλες τις πράξεις και τις φάσεις στο τυπικό που συνεχίζεται πιστά. Η παρουσία και συμμετοχή νέων είναι κάτι πολύ θετικό γιατί με αυτό τον τρόπο η παράδοση δεν γίνεται κιτάπι, γράφεις ένα βιβλίο και το δίνεις να υπάρχει. Η παράδοση είναι πράξη, αλλιώς δεν έχει ενδιαφέρον, δεν μπορεί να μεταλαμπαδευτεί».
Πηγή:
parallaxi