[DOWNLOAD] Μπορείτε να κατεβάσετε το έργο-σταθμό του Ρώσου συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι αλλά και να διαβάσετε ένα απόσπασμα
DOC TV
9 Φεβρουαρίου 2016
Το «Υπόγειο», όπως έχει επικρατήσει να τιτλοφορείται το σύντομο αυτό έργο, αποτελεί σταθμό στη βιβλιογραφία του συγγραφέα, όχι μόνο για τον τρόπο αφήγησης αλλά και, κυρίως, για τα κεφαλαιώδη φιλοσοφικά ζητήματα που έθετε πρώτη φορά τόσο ολοκληρωμένα και άνευ περιστροφών. Ζητήματα που θα ξανατεθούν στα μεγάλα μυθιστορήματά του που ακολούθησαν και τον καταξίωσαν παγκοσμίως ως μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές. Αρκετοί από τους μελετητές του Ντοστογιέφσκι, όπως ο Β. Β. Ροζάνοφ, θεωρούν τις Σημειώσεις από το Υπόγειο «ακρογωνιαίο λίθο» του λογοτεχνικού έργου του. Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο (εκδ. Ίνδικτος, μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου), αλλά μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το Υπόγειο εδώ (εκδ. Γράμματα 1990, μετάφραση Γιώργης Σημηριώτης).
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΣ... ΕΝΑΣ ΚΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Άνθρωπος αποκρουστικός. Νομίζω ότι πάσχω από το συκώτι μου. Εδώ που τα λέμε, δεν σκαμπάζω γρυ σχετικά με την αρρώστια μου και σίγουρα δεν ξέρω από τι πάσχω. Δεν ακολουθώ καμιά θεραπεία και ποτέ δεν νοσηλεύτηκα για κάτι, παρότι τιμώ και την ιατρική και τους γιατρούς. Επιπλέον, είμαι δεισιδαίμων, στο έπακρον∙ εντάξει, τόσο όσο να εκτιμώ την ιατρική. (Είμαι αρκετά μορφωμένος για να είμαι δεισιδαίμων, μα είμαι δεισιδαίμων). Όχι, δεν θέλω να τρέχω για γιατρειές, από κακία. Όμως εσείς αυτό, σίγουρα, δεν το καταλαβαίνετε. Εγώ ωστόσο το καταλαβαίνω. Εννοείται ότι δεν θα μπορέσω να σας εξηγήσω ποιον ακριβώς, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα κακοκαρδίσω με την κακία μου∙ γνωρίζω πολύ καλά ότι τους γιατρούς δεν πρόκειται να τους «βλάψω» με το να μην τους ζητάω να με κάνουν καλά∙ ξέρω καλύτερα από τον καθένα ότι μόνο τον εαυτό μου θα βλάψω έτσι, κανέναν άλλο. Παρ’ όλα αυτά, αν δεν θέλω να θεραπευτώ, είναι από κακία. Το συκώτι πονάει, άσ’ το λοιπόν να πονέσει ακόμα περισσότερο!
ΖΩ ΕΤΣΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ -ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ. Τώρα είμαι σαράντα. Παλιότερα εργαζόμουνα σε μια υπηρεσία, τώρα δεν εργάζομαι πια. Ήμουν ένας χολωμένος δημόσιος υπάλληλος. Ήμουν άξεστος κι έβρισκα ευχαρίστηση σ’ αυτό. Ξέρετε, δεν λαδωνόμουνα, άρα, όφειλα να επιβραβεύω με κάποιον τρόπο τον εαυτό μου. (Ατυχές ευφυολόγημα∙ αλλά δεν θα το απαλείψω. Το έγραψα νομίζοντας ότι θα είναι πολύ ευφυές∙ τώρα όμως που είδα πως ήθελα μόνο να κομπάσω ελεεινά, εσκεμμένα δεν το απαλείφω!) Όταν στο γραφείο που καθόμουνα πλησίαζαν διάφοροι με τις αιτήσεις τους ανά χείρας, εγώ γρύλιζα κι ένιωθα ασίγαστη ηδονή, αν κατάφερνα να στεναχωρήσω κάποιον. Τα κατάφερνα σχεδόν πάντα. Στην πλειοψηφία τους ήταν άνθρωποι συνεσταλμένοι: ξέρετε... αιτούντες. Αλλά από τους λιμοκοντόρους αυτούς περισσότερο δεν μπορούσα να αντέξω έναν αξιωματικό. Δεν ήθελε με τίποτα να υποταχτεί και βροντούσε απαίσια το ξίφος του. Εξαιτίας αυτού του ξίφους ήμουνα σε πόλεμο μαζί του ενάμιση χρόνο. Τελικά υπερίσχυσα. Έπαψε να βροντάει. Εδώ που τα λέμε, αυτό συνέβη τότε που ήμουν ακόμη νέος.
ΞΕΡΕΤΕ ΟΜΩΣ, ΚΥΡΙΟΙ, ΣΕ ΤΙ ΣΥΝΙΣΤΑΤΟ Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ ΜΟΥ; Το όλο θέμα, η μεγαλύτερη κακοήθεια, συνίστατο στο ότι κάθε στιγμή, ακόμα και τη στιγμή που χόλωνα περισσότερο, συνειδητοποιούσα ντροπιασμένα μέσα μου ότι όχι μόνο δεν είμαι κακιωμένος, αλλά ούτε καν θυμωμένος, ότι μάταια γαβγίζω, ξεγελάω τον εαυτό μου. Βγάζω μεν αφρούς από το στόμα, αλλά για δοκιμάστε να μου χαρίσετε κανένα κουκλάκι, να με τρατάρετε κάνα τσαγάκι με μπισκοτάκι και θα δείτε πώς θα ησυχάσω. Θα συγκινηθώ μάλιστα ως τα τρίσβαθα της ψυχής μου, έστω κι αν μετά, σίγουρα, θα γρυλίζω σ’ εμένα τον ίδιο κι από ντροπή θα έχω κάμποσους μήνες αϋπνίες. Αυτό το συνήθειο έχω.
ΕΙΠΑ ΨΕΜΑΤΑ ΠΡΙΝ ΛΙΓΟ ΟΤΙ ΗΜΟΥΝΑ ΕΝΑΣ ΧΟΛΩΜΕΝΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ. Από κακία είπα ψέματα. Απλώς παιδιάριζα και με τους αιτούντες και με τον αξιωματικό, κι επί της ουσίας ποτέ δεν κατάφερα να γίνω κακός. Μονίμως αναγνώριζα μέσα μου πολλά, πάμπολλα, αντικρουόμενα στοιχεία. Ένιωθα ότι αυτά τα αντικρουόμενα στοιχεία συνωθούνται μέσα μου σαν μυρμήγκια. Ήξερα ότι μια ολόκληρη ζωή συνωθούνταν και πάσχιζαν να βγουν από μέσα μου, αλλά δεν τα άφηνα, δεν τα άφηνα, σκόπιμα δεν τα άφηνα να βγουν. Με βασάνιζαν μέχρι αισχύνης∙ μου προκαλούσαν παροξυσμό σχεδόν, και εντέλει τα βαρέθηκα, ω, πώς τα βαρέθηκα! Μήπως νομίζετε, κύριοι, ότι τώρα μεταμελούμαι ενώπιόν σας, ότι σας ζητάω συγχώρεση για κάτι; Είμαι σίγουρος ότι αυτό σκέφτεστε… Όπως και να ’χει, σας διαβεβαιώνω ότι το ίδιο μού κάνει κι αν το σκέφτεστε…
ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΚΑΚΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΓΙΝΩ: ούτε κακός ούτε καλός, ούτε κάθαρμα ούτε τίμιος, ούτε ήρωας ούτε ζωύφιο. Τώρα ζω στην ακρούλα μου, εμπαίζοντας τον εαυτό μου με μια κακιωμένη και ολωσδιόλου άχρηστη παρηγοριά, ότι ο έξυπνος άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει τίποτα, ενώ γίνεται κάτι μόνον ο βλάκας. Ο έξυπνος άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα μάλιστα οφείλει, και από ηθική άποψη υποχρεούται, να είναι ένα πλάσμα κατεξοχήν αδύναμου χαρακτήρα∙ ο άνθρωπος με χαρακτήρα, ο αποτελεσματικός, είναι πλάσμα κατεξοχήν περιορισμένης αντίληψης. Αυτή είναι η σαραντάχρονη πεποίθησή μου. Τώρα είμαι σαράντα χρονών, μια ολόκληρη ζωή∙ βαθιά γεράματα, ξέρετε. Το να ζεις πάνω από τα σαράντα είναι απρεπές, χυδαίο, ανήθικο! Ποιος ζει πάνω από σαράντα χρόνια, απαντήστε μου ειλικρινά, τίμια. Εγώ θα σας πω ποιος ζει: οι βλάκες και οι παλιάνθρωποι. Θα το πω αυτό σε όλα τα γερόντια, κατάμουτρα, σε όλα αυτά τα ασπρομάλλικα και παρφουμαρισμένα γερόντια! Θα το πω κατάμουτρα σε όλον τον κόσμο! Έχω δικαίωμα να μιλάω έτσι, διότι θα ζήσω κι ο ίδιος μέχρι τα εξήντα. Μέχρι τα εβδομήντα θα ζήσω! Μέχρι τα ογδόντα θα ζήσω!.. Περιμένετε! Αφήστε με μόνο να πάρω μια ανάσα…
ΠΙΘΑΝΟΤΑΤΑ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΤΕ, ΚΥΡΙΟΙ, ΟΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΑΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΩ. Σφάλλετε και σ’ αυτό. Δεν είμαι διόλου ο χαρούμενος άνθρωπος που νομίζετε ή ίσως νομίζετε∙ πάντως, αν, εκνευρισμένοι από όλη αυτή τη φλυαρία (και το νιώθω ήδη ότι είστε εκνευρισμένοι), σκεφτείτε να με ρωτήσετε ποιος είμαι τελικά; Θα σας απαντήσω: είμαι ένας δημόσιος υπάλληλος όγδοης βαθμίδας. Υπηρετούσα στο δημόσιο για να έχω κάτι να τρώω (αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτό), κι όταν τον περασμένο χρόνο ένας από τους μακρινούς συγγενείς μού άφησε στη διαθήκη του έξι χιλιάδες ρούβλια, υπέβαλα αμέσως την παραίτησή μου κι εγκαταστάθηκα σε ένα δικό μου δωματιάκι. Είχα ζήσει και παλιότερα εδώ, αλλά τώρα εγκαταστάθηκα για τα καλά. Το δωμάτιό μου είναι άθλιο, απαίσιο, στην άκρη της πόλης. Η οικιακή βοηθός μου είναι μια χωριάτισσα, γριά, κακιά λόγω βλακείας κι επιπλέον μυρίζει πάντα απαίσια. Μου λένε ότι το κλίμα της Πετρούπολης με βλάφτει κι ότι με τα ασήμαντα μέσα που διαθέτω είναι πολύ ακριβά να μένω στην Πετρούπολη. Όλα αυτά τα ξέρω καλύτερα από τους πεπειραμένους και πάνσοφους συμβουλάτορες και εκείνους που κουνάνε το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Αλλά παραμένω στην Πετρούπολη∙ δεν θα φύγω από την Πετρούπολη! Δεν θα φύγω διότι… Μα! είναι ξέρετε απολύτως αδιάφορο το αν θα φύγω ή δεν θα φύγω.
ΕΔΩ ΠΟΥ ΤΑ ΛΕΜΕ, ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΠΡΑΓΜΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση; Απάντηση: Για τον εαυτό του. Έτσι, λοιπόν, θα μιλήσω κι εγώ για τον εαυτό μου.
Ο Φιοντόρ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι (11 Νοεμβρίου 1821-9 Φεβρουαρίου 1881) ήταν Ρώσος συγγραφέας. Θεωρείται κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας ενώ χαρακτηρίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους ψυχογράφους. Επηρέασε σημαντικά όχι μόνο τους Ρώσους συγγραφείς αλλά και πολλούς μελλοντικούς και σύγχρονους όπως οι T. Mann, Hemmingway, Woolf, Joyce, κ.ά. Ο Albert Camus τον αποκαλούσε ως τον σπουδαιότερο προφήτη του 20ού αιώνα, ενώ οι Νίτσε και Φρόιντ άντλησαν πολλά από το έργο του. Μερικά από τα πιο γνωστά του έργα είναι: Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Ηλίθιος, Οι Δαιμονισμένοι, Αδελφοί Καραμαζώφ, Το Όνειρο ενός Γελοίου, Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι, Ο Παίκτης.
εμφάνιση σχολίων