ΚΟΚΚΙΝΑ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΑ ΛΑΜΠΙΟΝΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ. Τον πίνακα με το βασίλειο του σουλτάνου. Κιτρινισμένα βιβλία – από τον «Αγών μου» μέχρι τον «Αναρχικό Τραπεζίτη». Μία κούφια πράσινη κεφαλή Βούδα. Κιμωλίες, καλώδια, μικρόφωνα, cajon, ένα πιάνο ξεχαρβαλωμένο, ξεκούρδιστο. Κι ένα μπαρ που σερβίρει ό,τι έχει: μαμαδίστικο παστίτσιο και σαμπούκα. ‘Ετσι φτάσαμε στη μουσική. Εξερευνώντας. Γίναμε η μουσική. Και δεν πάψαμε να χορεύουμε όλο το βράδυ.
ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΑΛΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΟΥΜΕ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΧΟΡΕΥΟΥΜΕ. Είναι πάντα καλοκαίρι σε αυτό το κρυφό μέρος. Είναι η χώρα των θαυμάτων που θα συναντούσε η Αλίκη μέσα στην τρύπα του κουνελιού, αν ο Lewis Carroll την εμπνεόταν σήμερα. Πηγαίνουμε εκεί και γινόμαστε μποέμισσες. Γινόμαστε ό,τι, ό,τι μας κατέβει! Χορεύουμε τη Μισιρλού με τα σταράκια μας, σε μια new-age διασκευή και μετά το γυρνάμε σε σουίνγκ και λαμπάντα, με φορέματα – ομπρέλες και tutu.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΜΕ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΜΕΛΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΑΜΕΣΩΣ ΜΠΑΙΝΕΙ ΤΟ ΣΟΛΟ METALLICA. Μετά αμανέδες, Beatles και Barbie Girl. Μοιραζόμαστε κάλτσες, συνάχια και πηρούνια. Πειστήκαμε κι εμείς πως η οδοντόκρεμα είναι πολυτέλεια. Πως πολλά από αυτά που έχουμε, ίσως να μην τα χρειαζόμαστε τελικά. Και πως το τι είναι κανονικό και τι όχι, είναι εντελώς στη διακριτική ευχέρεια του καθενός.
ΜΟΝΟ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΟΜΩΣ. Αν δεν θέλεις να μοιραστείς τίποτα, αν είσαι geek ή control freak, πάλι χωράς εδώ: να κάτσεις στην ησυχία σου και να βάλεις τα κλάματα ή να ζωγραφίσεις ή να χαζέψεις ή να παραμιλήσεις στον εαυτό σου ή να δουλέψεις στο mac σου πίνοντας τσάι.
ΑΜΑ ΠΕΙΝΑΣΟΥΜΕ, ΟΡΓΑΝΩΝΟΥΜΕ BARBEQUE. Χρεώνουμε την πίτα με τη μπριζόλα και τη μπύρα 2 λίρες, για τα έξοδα. Κοψοχρονιά. Το “happy hour” περιλαμβάνει και 2 σφηνάκια βότκα. ‘Οταν τελειώσουν τα εφόδια κάποιος πάει στο κοντινό σούπερ μάρκετ. Πάντα γυρνάει με γλειφιτζούρια. Ή με εκείνη την τσίχλα που είναι σε συσκευασία οδοντόπαστας. Τη ζαχαρωτή. Τη ροζ. Την «πιο-παιδική-ηλικία-πεθαίνεις». Βάζουμε ταινία και φτιάχνουμε βουτυρένια ποπ-κορν.
ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΠΟΚΟΙΜΟΜΑΣΤΕ ΕΚΕΙ. Μας κλειδώνουν στα σκοτάδια στους δερμάτινους, ξεφτισμένους καναπέδες. Είναι ζεστά και ασφαλή. Το πρωί, μας ξεκλειδώνουν και μας κερνάνε καφέ σε άπλυτες κούπες. Δηλαδή δεν μας σερβίρει κανείς ακριβώς, τον φτιάχνουμε μόνες μας, ενώ αυτοί ρίχνουν χλωρίνες μ’ ένα μισοσβησμένο τσιγάρο στο χέρι.
ΜΕΤΑ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΚΑΙ ΓΥΡΝΑΜΕ ΣΤΗΝ «ΚΑΝΟΝΙΚΗ» ΜΑΣ ΖΩΗ. Τα πρωινά που έχει καθαρή μέρα ατενίζουμε τις λονδρέζικες, ετερόκλητες γειτονιές από ψηλά. Μερικές φορές, διακρίνουμε και τη Mary Poppins να πετάει με την ομπρέλα της, πάνω από τις σκεπές. Και σκεφτόμαστε πως έτσι θέλουμε να ζούμε. Βουλιμικά. Πολλές διαφορετικές ζωές μαζί, ταυτόχρονα. Μπερδεμένα. Είναι απελευθερωτικό.
Η Βιβιάνα πιστεύει στην κοινοκτημοσύνη και στους ανθρώπους. Γράφει από εδώ κι από εκεί, «κυρίως τη λίστα του σούπερ μάρκετ». Ζει και σπουδάζει στο Λονδίνο. Θα επιστρέψει όταν της εξαντληθούν τα αποθέματα ήλιου. Η Σάντρα είναι ανάμεσα σε άλλα, δημοσιογράφος και Docer. Προσωρινά, μετακόμισε στο Λονδίνο για ένα μεταπτυχιακό. Πιστεύει αποκλειστικά στην αγάπη και την επανάσταση.