ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΜΑΡΤΗΣ: Άνθρωποι από κάθε κοινωνική τάξη, συνήθως ταλαντούχοι αλλά και πολλοί ατάλαντοι τυχοδιώκτες, οι οποίοι ήξεραν να ελίσσονται μέσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής στην περιοχή της Μονμάρτης, περιγράφονται γλαφυρά από τον
Ενρί Μιρζέρ στη συλλογή διηγημάτων του Σκηνές από τη ζωή των Μποέμ (
Scènes de la Vie de Bohème) η οποία εκδόθηκε το 1851. Πάνω σε αυτή τη συλλογή βασίστηκε και ο Τζιάκομο Πουτσίνι για να γράψει το 1896 την περίφημη όπερά του La bohème, η οποία με τη σειρά της αποτέλεσε τη βάση για το γνωστό μιούζικαλ Rent του Τζόναθαν Λάρσον.
ΟΙ ΚΑΛΙΦΟΡΝΕΖΟΙ: Στην αντιπέρα όχθη του Ατλαντικού, ο όρος μποέμ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από και για τους νεαρούς δημοσιογράφους που υπήρξαν ανταποκριτές στα μέτωπα του εμφυλίου πολέμου τα πρώτα χρόνια του 1860, έτσι που
για κάποιο διάστημα να γίνει σχεδόν συνώνυμος του πολεμικού ανταποκριτή αλλά και του γράφοντα στις εφημερίδες της εποχής. Αργότερα η έννοια του ταυτίστηκε με τη σημασία που είχε και στην Ευρώπη και στους κύκλους του έτρεξαν να ενταχθούν λογοτέχνες όπως ο
Μαρκ Τουέιν και ο Τσαρλς Γουόρεν Στόνταρντ.
Το 1872 μάλιστα ιδρύθηκε στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια το Bohemian Club, το οποίο αν και ξεκίνησε ως λέσχη καλλιτεχνών, άρχισε να δέχεται στους κόλπους του βιομήχανους, επιχειρηματίες και πολιτικούς, διαστρεβλώνοντας έτσι την πραγματική σημασία της ονομασίας του, περιορίζοντάς την στους φραγκάτους bon viver της περιοχής.
ΜΠΙΤ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΗΤΤΑ: Πραγματικοί μποέμ στην αμερικανική επικράτεια υπήρξαν οι hipsters της δεκαετίας του ‘40, οι beatniks στα χρόνια του ‘50 και μετέπειτα οι hippies και όλα τα underground κινήματα, μέχρι να βγουν στην επιφάνεια και να γίνουν κι αυτά κομμάτι του mainstream και να κεφαλοποιηθούν στην αγορά.
Ο ΜΠΟΕΜΗΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ: Στη χώρα μας, ο μποέμης, η μποέμισσα και το μποέμικο, βρήκαν το αντίστοιχό τους στους ρεμπέτες και στην κουλτούρα τους, οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι που υιοθέτησαν τον όρο, γράφοντας δεκάδες τραγούδια για την μποέμικη ζωή. Στην ελληνική δημώδη γλώσσα μάλιστα, πέρασε η λέξη ομόηχα χαρακτηρίζοντας γενικά την ανέμελη ζωή γεμάτη απολαύσεις, χωρίς κανένα ιδιαίτερο μειωτικό χαρακτήρα ή προέκταση. Αντίθετα, ο μποέμης χαρακτηρίζει όχι μόνο τον bon viver, αλλά και τον ανοιχτόκαρδο, εξωστρεφή, καλόκαρδο και γενναιόδωρο άνθρωπο:
Τώρα τ’ αποφάσισα μποέμης για να γίνω/και για τον κόσμο στο εξής δεκάρα πια δε δίνω/Σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά μποέμικα θα ζήσω/τη λεβεντιά, τα νιάτα μου να τα ευχαριστήσω/Στον κόσμο πια μποέμικα τώρα διασκεδάζω/και πόνο μέσα στην καρδιά, κανένα πια δε βάζω (Μποέμης των Στ. Περπινιάδη και Στρ. Παγιουμτζή, στίχοι του Δ. Σέμση).
Διαβάστε επίσης: Ο κύκλος των χαμένων μποέμ