Αναζητώντας νησίδες που ενωμένες θα μπορέσουν να δημιουργήσουν την καινούργια Χώρα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
4 Φεβρουαρίου 2014
ΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ -ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΥΡΩ ΔΡΟΜΟΥΣ, την Αθηνάς, την Ευριπίδου, τη Σοφοκλέους τους ξέρω εξ αίματος και από μνήμης- είναι η προσωπική μου Ρώμη στην οποία όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν και οδηγούν εδώ. Τους περπάτησα με ανθρώπους που αγάπησα, μόνος μου αργά όταν ήθελα να σκεφτώ, να παρατηρήσω, να χαζέψω, γρήγορα όταν ήθελα να συναντήσω. Στην Ομόνοια συνεχίζω να παίρνω Σάββατο βράδυ τις κυριακάτικες εφημερίδες. Την τελευταία φορά ήταν τόσο άδεια όλη η περιοχή, τόσο αλλόκοτα ερημική, τόσο φοβιστικά άζωη που κάποια στιγμή ασυναίσθητα βρέθηκα να περπατάω στη μέση της Αθηνάς. Στη μέση του δρόμου. Γιατί κανείς. Ούτε αυτοκίνητο. Η πλατεία Κοτζιά ένα τεράστιο σκηνικό όπερας. Χωρίς τραγουδιστές, χωρίς θεατές, χωρίς φύλακες, χωρίς ταξιθέτες. Αισθάνθηκα φύλακας μουσείου. Επιζών.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ ΚΙ ΑΥΤΟΙ. Ονειρεύομαι ένα Εμείς που κοιτάζει στο φως, καβαλάει ουράνια τόξα, ακουμπάει στην Ακρόπολη και τινάζεται στο μέλλον. Ονειρεύομαι τον Έλληνα -ούτε δυτικό ούτε ανατολικό, αλλά Έλληνα που αγαπάει τον Ηράκλειτο, τον Όμηρο και τους τραγικούς, αλλά και τον Τσιτσάνη και τη Νίνου και τον Σεφέρη και τον Χατζιδάκι και τον Θεόφιλο και τον Καβάφη και τον αυριανό που φλέγεται. Που δημιουργεί τον Κόσμο που χαλάσαμε ξανά από την αρχή με ότι είναι γερό και ιερό και ανθρώπινο.
ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ: Τους ΞΕΡΩ. Είναι εχθροί, δηλαδή η ζωντανή αντίθεση της Δημοκρατίας στη χώρα της Δημοκρατίας, οι Διεφθαρμένοι που θεωρούν ότι το Χρήμα είναι το καινούργιο Δίκαιο, που τζογάρουν τις ψυχές μας και μεταμορφώνουν τους αδύναμους σε Κου Κουξ Κλαν που κυνηγάνε τις νύχτες όσους δεν τους μοιάζουν. Πως έγινε και δεν αντιληφθήκαμε ότι οι Εχθροί δεν μας ντοπάριζαν απλώς με τηλεοράσεις και γκάτζετ, αλλά με τη σύριγγα μας έπαιρναν αργά αργά το αίμα μέχρι να καταλήξουμε να Έχουμε χωρίς να Είμαστε; Θαμμένοι ζωντανοί εδώ και χρόνια στο Τέλος των Πάντων -στο τέλος της Ιστορίας, των Σχέσεων, του Αισθήματος, της Ποίησης, του Ανθρώπου, της Δημοκρατίας, της Φιλοσοφίας δεν κάναμε τίποτα άλλο από το να φεύγουμε μακριά από την ανάληψη της ευθύνης τους. Τίποτα δεν τέλειωσε, τίποτα δεν έφυγε. Τα φαντάσματά τους ήταν πάντα παρόντα και τώρα πρέπει να τους δώσουμε το φιλί της ζωής.
ΣΑΝ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ: «Άτυχος όποιος βρέθηκε να ζει σε ταραγμένους καιρούς» και την αρχαιοελληνική: «Οι θεοί επιλέγουν τους καλύτερους από τους θνητούς για να ζήσουν σε δύσκολους καιρούς» είμαι κάποιος που η τύχη ή η ατυχία με έστειλε σε μια υπέροχη και σκληρή εποχή που τίποτα δεν ισχύει και όλα καταρρέουν, καταρρέουν, καταρρέουν με πάταγο. Τη μια μέρα σφίγγω τα δόντια και λέω δυνατά θα τα καταφέρουμε και την άλλη οι λέξεις στο fb, στις ειδήσεις, στις εφημερίδες, στο δρόμο, στο μετρό, στο οικογενειακό τραπέζι με τρώνε σαν packman. Οι δικές μας λέξεις κουδουνάνε στον αέρα άδειες και οι δικές τους πράξεις μας σκοτώνουν. Ένα σύστημα χωρίς πρόσωπο: Αγορές, Τράπεζες, Πολυεθνικές -αποπροσωποποίηση. Πώς να τα βάλεις με κάτι άυλο;
ΑΣΤΕΓΟΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΕΙΣΟΔΟΥΣ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ. Πεινασμένοι που αδειάζουν σκουπιδοτενεκέδες, άνεργοι που κουβαλάνε σε καρότσια άδειες κονσέρβες, άνθρωποι που ψιθυρίζουν με ντροπή «πεινάω», ουρές σε συσσίτια. Απεργίες, διαδηλώσεις, η Αθήνα καίγεται, ξανακαίγεται, στάχτες, δακρυγόνα. Τυφλές αστικές εξεγέρσεις, πλιάτσικο χωρίς ιδεολογία, κρατική βία μέσα από κουκουλοφόρους, πιτσιρικάδες αποκλεισμένοι από το κέντρο της σκηνής. Πόλεμος. Σα γρατζουνιά στο μυαλό μου επανέρχεται: «Η φρίκη… Η φρίκη…» μονολογεί ο ημιπαράφρον λιποτάκτης από τον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ συνταγματάρχης Kurtz στη ζούγκλα της Καμπότζης… Κι ύστερα: «Παρακολουθούσα ένα σαλιγκάρι να σούρνεται στην κόψη ενός ξυραφιού. Αυτό είναι το όνειρό μου, αυτός είναι ο εφιάλτης μου. Σούρνομαι, γλιστράω, κατά μήκος της κόψης του ξυραφιού… και της επιβίωσης».
Η ΧΩΡΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΗ ΣΤΑ ΔΥΟ: πλούσιοι/φτωχοί, δυτικοί/αντιδυτικοί, μνημονιακοί/αντιμνημονιακοί. Αλλά πάλι τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στους νεοφιλελεύθερους και τους σοσιαλιστές που ενώ υποτίθεται είναι δύο κόσμοι χωριστοί κατέληξαν ένας; Τίποτα δεν είναι έτσι όπως φαίνεται. Μπαίνεις στο τρενάκι του τρόμου και σου απαγορεύεται να ουρλιάξεις κι όταν ουρλιάζεις σου πετάνε δακρυγόνα για να σταματήσεις. Κάθε εγκληματικά αποτυχημένος πολιτικός, κάθε αυτιστικός διανοούμενος που γράφει για να φανεί πιο ευφυής από τον άσπονδο αυτιστικό διανοούμενο φίλο του, κάθε καθεστωτικός δημοσιογράφος, κάθε γραφομανής υστερικός νομίζει ότι είναι ο Άμλετ: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;», μονολογούν βαθυστόχαστα κρατώντας στο χέρι τους τα κρανία μας. Κι ύστερα έξω από την καμένη πρόσοψη του Αττικόν με κεράκια θρηνούν την απώλεια. Νύφες στη κηδεία. Πτώματα στο γάμο.
ΜΕ ΤΗ ΧΩΡΑ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΤΡΩΕΙ Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ, να γίνεται μέρα τη μέρα όλο και πιο αλλοπρόσαλλη με τον ένα να κοιτάζει τον άλλο με καχυποψία, υπάρχουν νησίδες που ενωμένες μπορούν να δημιουργήσουν την καινούργια Χώρα. Μόνο που τώρα, που από το στόμα του Τέρατος βγαίνει Ομορφιά είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις το μέλι από το φαρμάκι.
εμφάνιση σχολίων