banksyny).
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε και δημοσιεύτηκε αυτήν την εβδομάδα στη free press εφημερίδα της Ν. Υόρκης.
Πώς αισθάνεται ο Banksy για το γεγονός ότι τα έργα του εξαφανίζονται ή καταπατώνται σχεδόν ακαριαία; Σε ποιον ανήκουν; Σκοπεύει να αποκομίσει κέρδος με το νέο του πρότζεκτ;
«Δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος που κάνω αυτό το πρότζεκτ […] Ήθελα να δημιουργήσω ένα είδος τέχνης διαχωρισμένο από κάθε είδους τιμολογιακή ταμπέλα. Το show αυτό δε σχετίζεται με χώρους γκαλερί, βιβλία ή ταινίες. Γεγονός που πιθανόν να σημαίνει κάτι».
Το κείμενο αναφέρει πως ζει στο Μεγάλο Μήλο, αλλά δεν αποκαλύπτει περισσότερες πληροφορίες για το πού ακριβώς βρίσκεται ή για το πόσο διάστημα προγραμματίζει να μείνει.
«Το σχέδιό μου είναι να μείνω εδώ, να βρω τις τοποθεσίες και να ζωγραφίσω σε αυτές. Ορισμένα από τα έργα θα είναι αρκετά λεπτομερή, ενώ άλλα θα είναι κακογραφίες».
Σχετικά με την καταστροφή των έργων του, δεν είναι λίγοι αυτοί που τον κατηγορούν ότι την προκαλεί ο ίδιος. Αλλά εκείνος καταρρίπτει τις φήμες.
«Όχι, δεν παραμορφώνω τα έργα μου, όχι. Νόμιζα πως άλλοι γκραφιτάδες με μισούσαν, επειδή χρησιμοποιώ stencils, αλλά όπως φαίνεται, απλώς με μισούν γενικότερα».
Τι γνώμη έχει για το audio guide των νέων έργων (ένας τηλεφωνικός αριθμός τον οποίο καλείς και σου εξηγεί με τη φωνή του Banksy περί τίνος πρόκειται);
«Ξεκίνησε σαν ένα φθηνό αστείο και, για να είμαι ειλικρινής, έτσι ακριβώς θα συνεχιστεί, αν κι έχω αρχίσει να βλέπω περισσότερες προοπτικές πλέον σ’ αυτό. Μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο καταφέρνει να ελέγχει το χρόνο που αφιερώνουν οι θεατές κοιτάζοντας μία εικόνα. Διάβασα ότι ερευνητές ενός μεγάλου μουσείου του Λονδίνου συμπέραναν πως ο μέσος χρόνος που αφιερώνει ένας θεατής μπροστά σ’ έναν πίνακα είναι 8 δευτερόλεπτα. Επομένως, εάν βάλεις το έργο σου μπροστά σ’ ένα κόκκινο φανάρι, κερδίζεις σε χρόνο τον ίδιο τον Rembrandt».
Για το 2008, όταν προσέλαβε μία εταιρεία για να βάψει ορισμένους τοίχους σε μία πρόσοψη καταστήματος στη Ν. Υόρκη, για τις ανάγκες ενός installation, αναφέρει:
«Έκανα λάθος. Αγνόησα εντελώς τη σημασία τού να το κάνω μόνος μου. Το γκραφίτι είναι ένα είδος τέχνης όπου η τέλεση είναι, το λιγότερο, ισάξιας σημασίας με το αποτέλεσμα, εάν όχι περισσότερης».
Τι υποστηρίζει για τα οικονομικά οφέλη από την τέχνη του δρόμου που εξασκεί; Πλέον προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ εμπορικής επιτυχίας και καλλιτεχνικής ακεραιότητας. Σκέφτεται να εγκαταλείψει εντελώς το χώρο των γκαλερί και να επιστρέψει μόνιμα στις ρίζες του, ως street artist;
«Ξεκίνησα να ζωγραφίζω στο δρόμο, γιατί ήταν ο μόνος χώρος τότε που θα μου παραχωρούνταν για να κάνω μία έκθεση. Τώρα πρέπει να συνεχίσω να δημιουργώ στο δρόμο, για να αποδείξω στον εαυτό μου ότι αυτό δεν ήταν απλά ένα κυνικό σχέδιο. Συν του ότι είναι πολύ πιο οικονομικό από το να αγοράζω καμβάδες».
Και συνεχίζει:
«Για έναν καλλιτέχνη γκραφίτι, η εμπορική επιτυχία σημαίνει ταυτόχρονα και την αποτυχία του ως καλλιτέχνης. Δεν προοριζόμαστε να έχουμε απήχηση με αυτόν τον τρόπο. Όταν βλέπεις το πώς η κοινωνία ανταμείβει τόσους πολλούς λάθος ανθρώπους, είναι δύσκολο να μη θεωρήσεις την οικονομική ανταμοιβή ως έμβλημα μίας ιδιοτελούς μετριότητας. Εμφανώς, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να πληρώνονται. Μα είναι περίπλοκο. Αισθάνεσαι πως μόλις κερδοφορήσεις από ένα έργο, αυτό μαγικά μεταμορφώνεται σε διαφήμιση.
Όταν το γκραφίτι δεν έχει εγκληματικό χαρακτήρα, χάνει την περισσότερη από την αθωότητά του.
Ο καλύτερος τρόπος για να βγάλεις χρήματα από την τέχνη, είναι να μην το επιχειρήσεις καν. Δεν έχει μεγάλη σημασία το να είσαι ένας επιτυχημένος καλλιτέχνης -το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να αφιερώσεις όλη σου τη ζωή σε αυτό».
Τέλος, αναφερόμενος στην παρουσία του στη Ν. Υόρκη και στην πρόκληση που αυτό αποτελεί για την ανωνυμία του, εξηγεί:
«Η Ν. Υόρκη μοιάζει για τους γκραφιτάδες σαν ένας παλιός, βρόμικος φάρος. Όλοι ψάχνουμε την αυτό-επιβεβαίωση εδώ. Έκανα αυτήν την επιλογή λόγω της κίνησης, και για τα πολλά μέρη που υπάρχουν για να κρύβομαι. Ίσως θα έπρεπε να ήμουν κάπου πιο σχετικά, όπως το Πεκίνο ή η Μόσχα, όμως η πίτσα εκεί δεν είναι τόσο καλή».
Διαβάστε όλα μας τα άρθρα για τον Banksy εδώ