Εθνική οδός με κατεύθυνση τη συμφιλίωση
ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΕΛΤΑ
7 Ιανουαρίου 2011
ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΚΑΤΙ, ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΥΤΕ ΕΚΕΙΝΟΙ. Δεν απαιτώ, ούτε απαιτούν, επειδή γνωρίζουμε ελάχιστα ο ένας για τον άλλον. Κι αυτή η έλλειψη πληροφορίας είναι άξια εμπιστοσύνης γιατί δεν προδιαθέτει, δε ψυχαναγκάζει τη σκέψη, υπόσχεται ελευθερία. Μας ενώνει το χιονισμένο τοπίο, μας φέρνει κοντά στη συνειδητότητα.
ΜΙΑ ΚΑΜΕΡΑ, ένας ευρυγώνιος φακός, το χνουδωτό λευκό της παιδικής ξεγνοιασιάς, το μοναχικό δένδρο στο βάθος του κάδρου, η χαρμολύπη στα πρόσωπα των τριών μας, τα σκονισμένα μας «Γιατί» ,η δύναμη της παρουσίας δημιουργούν πραγματικότητα, από εκείνη που αντέχω, που θέλω. Η σιωπηλή μου ταύτιση γίνεται χιόνι.
ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΛΟΓΟ θα δακρύσω διακριτικά και θα ψιθυρίσω, «Σ’ ευχαριστώ».
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΝΟΧΛΕΙ, δεν παρεμβάλλεται, δε θίγει.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΡΟΧΟΙ, ΤΡΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, κάτω από έναν ουρανό γεμάτο αποδοχή. Ξεχνάω το ποιος είμαι. Καταλαβαίνω τι σημαίνει «τίποτα» και πως συνδέεται ταυτόχρονα με την πηγή.
ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΣΤΗ ΘΕΣΗ του συνοδηγού, του συμπάσχοντος, του συνοδοιπόρου, του συντρόφου. Στρίβω τσιγάρο, χαζεύω απ’ το παράθυρο. Ότι προσπερνώ το κρατώ ως κάτι που μόλις χάθηκε.
ΕΤΣΙ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ Ο ΧΩΡΟΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ, πράγμα που θα μπορούσα να το ξεστομίσω ως Αγάπη. Τη λέξη των λέξεων.
ΜΟΥ ‘ΧΕ ΠΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΓΚΟΥΡΟΥ, «μια χούφτα είναι αρκετή για να γεμίσεις ένα βαθύ πηγάδι.»
ΔΙΑΝΥΩ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΑ ΧΡΟΝΙΑ. Σήμερα με μια BMW, πιθανόν με σωστότερο συναισθηματικό προσανατολισμό, με το άλλοθι της καλής παρέας, αύριο ίσως χαθώ πάλι, ίσως μοιάζω με ένα χτυπημένο ζώο στην άκρη της ασφάλτου.
ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ είναι μέρος του προορισμού, με ή χωρίς δράμα. Βαθιά συγκινητικό όπως και να χει. Όπως το χρώμα της θάλασσας.
«ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ ΤΟ ΒΟΥΝΟ…» λέει ο Νίκος. Και είναι τόσα άλλα που του λείπουν, φυτρωμένα εκεί. Τόσο κοινά με τα δικά μου που πλατσουρίζουν στο βαθύ μου μπλε. Ναι.
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΕΜΑΘΑ να λέω το «Όχι» θα συμφιλιωθώ με ένα «Ναι» μου. Νυχτώνει, γέρνω το κεφάλι μου και αποκοιμιέμαι.
ΣΤΑΜΑΤΑΜΕ ΓΙΑ ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΒΕΝΖΙΝΗ. Τα τρανταχτά γέλια του Άλεξ ζωντανεύουν το ξεχασμένο τοπίο. Ένα πιτσιρίκι κοντοστέκεται και με κοιτά σιωπηλά. Τα μάτια του δυο υγροί πολύτιμοι λίθοι. Τα μάτια του σαν το ξημέρωμα. Ανταλλάσουμε χαμόγελα. Μπαίνουμε πάλι στο αυτοκίνητο.
ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΩ αν επιστρέφω ή εάν πηγαίνω εκεί όπου αρχικά ήθελα. Δεν με νοιάζει πλέον. Αργότερα μια ταμπέλα με διαφωτίζει, προς Αθήνα - 60 χιλιόμετρα.
ΣΤΑΜΑΤΩ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ, βγάζω τα πράγματα απ το πορτμπαγκάζ χαιρετώ τα παιδιά. Κατευθύνομαι στο αγαπημένο μου σαντουιτσάδικο και απολαμβάνω μια vegetarian κρέπα έξω στις καρέκλες. Σταματά μπροστά μου ένας νέος γύρω στα 28, μάλλον πακιστανός, φανερά ταλαιπωρημένος, με βρώμικα ρούχα και άδειο βλέμμα. Ανοίγει το μικρό σκουπιδοτενεκέ του μαγαζιού, βρίσκει ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς, το παίρνει και χάνεται στο πλήθος.
Αθήνα, Γκάζι, 2011
Με αγάπη, Μιχάλης Δέλτα
εμφάνιση σχολίων