0
1
σχόλια
1573
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Ο Χρυσοστομάκης Λακταρίδης υπογράφει τη DOC στήλη του σινεμά. Εργάστηκε στο θέατρο της οδού Κυκλάδων γι’ αρκετά χρόνια και μας γράφει για τον Λευτέρη Βογιατζή που γνώρισε

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΑΚΗΣ ΛΑΚΤΑΡΙΔΗΣ  [email protected]
9 Μαΐου 2013

ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΛΕΥΤΕΡΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 1998, στο δεύτερο ανέβασμα του έργου Η Νύχτα της Κουκουβάγιας του Γιώργου Διαλεγμένου. Εγώ έψαχνα δουλειά κι εκείνος καινούργιο ταμία για το Θέατρο της οδού Κυκλάδων. Η σύσταση έγινε μέσω της Α.Μ., μίας κοινής μας φίλης. Είχα ακούσει τα μύρια όσα γι’ αυτόν και καθώς στεκόμουν μπροστά του, στο πολύ μικρό και χωρίς παράθυρα καμαρίνι του, η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Παραμέρισε διάφορα αντικείμενα από μία δεύτερη καρέκλα που είχε εκεί μέσα και άρχισε τις ερωτήσεις.

ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΖΩΔΙΟ ΜΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΙ ΝΟΥΜΕΡΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΦΟΡΑΩ. Το βλέμμα του διερευνητικό, σχεδόν αφόρητο. Τα τικ του, ελαφριά ξυσίματα στο αυτί, το φρύδι και γύρω από το λαιμό του, μου προκαλούσαν αμηχανία. Στο τέλος, αφού μου εξήγησε πόσο απαιτητική είναι η δουλειά ενός ταμία, με ρώτησε αν νομίζω ότι θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Του απάντησα καταφατικά, κι αν και έδειχνε να μη με πιστεύει καθόλου, μου έδωσε τη θέση. Τις πρώτες μέρες δεν του γέμιζα καθόλου το μάτι, αλλά με τον καιρό χαλάρωσε και συχνά πυκνά, έπιανε κουβέντα μαζί μου.

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΟ ΤΑΜΕΙΟ ΜΟΥ, ΥΠΗΡΧΕ Ο ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥΣ ΠΟΥ ΕΒΓΑΖΑΝ ΤΟΥΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ. Καθώς ερχόταν πάντα πρώτος απ’ όλους, στεκόταν έξω από την πόρτα μου κι έκανε ασκήσεις ορθοφωνίας. Την πρώτη φορά που άκουσα αυτά τα «αλαμπουρνέζικα», έβγαλα το κεφάλι μου να δω ποιος είναι. Χαμογέλασε με τον τρόπο ενός σκανταλιάρικου παιδιού και μου εξήγησε τι ακριβώς έκανε. Με ρωτούσε για την Πάρο και μου ανέλυε τους λόγους που εκείνος ήταν δεμένος με την Άνδρο. Φυσικά οι περισσότερες κουβέντες μας είχαν να κάνουν με τις κρατήσεις. Στην αρχή, τ’ ομολογώ, τον είχα παρεξηγήσει. Δε μπορούσα να καταλάβω την εμμονή ενός καλλιτέχνη του δικού του βεληνεκούς με τον αριθμό των εισιτηρίων.

ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΠΟΣΟ ΛΙΓΑ ΗΤΑΝ ΤΕΛΙΚΑ ΤΑ ΕΣΟΔΑ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΔΟΥΛΕΥΕΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ και το ότι ήταν ένας από τους λίγους επικεφαλής θιάσων που πλήρωναν κανονικά τους ηθοποιούς τους και κατά τη διάρκεια των προβών. Για τρεις σεζόν, η δουλειά του ταμία ήταν ό,τι πιο αγχώδες έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Αυτό δεν είχε να κάνει τόσο με τον Λευτέρη, όσο με την ιδιομορφία του θεάτρου της οδού Κυκλάδων -τα καθίσματα σε σχήμα Π γύρω από τη σκηνή και οι κολόνες δεξιά και αριστερά, εξόργιζαν όσους θεατές δεν είχαν κάνει κράτηση εγκαίρως, ώστε να βρεθούν στις καλές θέσεις. Αυτό, αν και συνεχής πηγή άγχους και γι’ αυτόν, αποτελούσε ταυτόχρονα μία πρόκληση για να σκηνοθετεί το έργο έτσι, ώστε και οι τρεις πλευρές να απολάμβαναν το έργο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ ΕΙΧΕ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΕΙ ΡΟΔΑΚΙΑ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ,  τα οποία οι ηθοποιοί  κυλούσαν περιστρέφοντάς τα, σε κάθε τους κίνηση. Στη σκηνή του δείπνου, το τραπέζι γυρνούσε με μικρά βηματάκια των ηθοποιών γύρω-γύρω (κινησιολογία Δημήτρη Παπαϊωάννου), ώστε να μπορέσουν να την παρακολουθούν σωστά όλοι οι θεατές. Στο Τέφρα και Σκιά του Χάρολντ Πίντερ, όπου ουσιαστικά αυτός και η Ρένη Πιτακή, καθισμένοι σε δύο πολυθρόνες η μία απέναντι από την άλλη, συνομιλούσαν σε όλο το έργο, έσκαψε το πάτωμα για να προσαρμόσει μια περιστρεφόμενη σκηνή για τον ίδιο λόγο. Για το Καθαροί Πια της Σάρα Κέιν, άλλαξε εντελώς θέατρο και έδωσε τη Νέα Σκηνή (της οδού Κυκλάδων) στον Δημήτρη Μαυρίκιο για ν’ ανεβάσει το Έβδομο Ρούχο της Ευγενίας Φακίνου.

ΜΠΟΡΟΥΣΑ Ν’ ΑΚΟΥΩ ΤΙΣ ΠΡΟΒΕΣ (ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ) ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ ΜΟΥ. Πολλές φορές ήταν αυστηρός με τους ηθοποιούς του, όμως εκείνοι τον λάτρευαν. Τον θυμάμαι να φωνάζει: «Ξέχνα αυτό που σου έμαθαν στη σχολή. Βγάλε αυτό που έχεις εσύ μέσα σου!». Αν ήταν μακροχρόνιες κι εξαντλητικές, οι πρόβες, αυτό είχε να κάνει με την περίφημη τελειομανία του. Ουσιαστικά δεν τελείωναν ποτέ. Μέχρι και την τελευταία παράσταση, έκανε διορθώσεις συνέχεια. Ίσως αυτό έχει να κάνει, κατά τη δική μου προσωπική γνώμη, και με το γεγονός ότι ήταν καλύτερος σκηνοθέτης από ηθοποιός. Την ώρα που έπαιζε στη σκηνή, παρακολουθούσε τους άλλους, κατέγραφε τα τυχόν λάθη και τα διόρθωνε την επόμενη μέρα.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΗΤΑΝ ΟΛΗ ΤΟΥ Η ΖΩΗ. Τρεφόταν και ξεδιψούσε από αυτό. Ζούσε μ’ αυτό την κάθε του στιγμή, ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο του. Διάβαζε συνέχεια έργα, έβλεπε συνέχεια θέατρο, αγαπούσε με πάθος το σινεμά. Έβαζε τους συνεργάτες του να του γράφουν βίντεο με ταινίες που είχε χάσει, αγόραζε συνέχεια βιβλία. Ειδικά για κάθε καινούργιο έργο, μελετούσε τα πάντα που αφορούσαν στον περίγυρο της υπόθεσης (ιστορία περιόδου, την pop κουλτούρα της χώρας καταγωγής του, τη μορφή της τέχνης της εποχής) και πάντα διάλεγε τους καλύτερους, συνεργάτες. Όχι απαραίτητα τους πιο έμπειρους. Αυτούς των οποίων τη δουλειά αγαπούσε. Ανεξαρτήτως ηλικίας. Κοντά του γνώρισα από κοντά πολλούς αξιόλογους ανθρώπους: Τον Παντελή Μπουκάλα, τον Κώστα τον Ορδόλη, τον Λευτέρη Παυλόπουλο, τον Νίκο Κυπουργό και πολλούς ταλαντούχους ηθοποιούς: τη Μαρία Σκουλά, τον Γιάννη Νταλιάνη, τον Χρήστο Λούλη, τον Γιάννo Περλέγκα, την Ελένη Κοκκίδου. Τους συνεργάτες μου στο θέατρο, τον Χρήστο, την Κατερίνα.

ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ, ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ. Κοντά στον Βογιατζή, έζησα μέρες άγχους και μαγείας, έμαθα να το αγαπάω και συνειδητοποίησα ότι το πιο όμορφο κομμάτι του (ακόμα και για τους ίδιους τους ηθοποιούς), είναι η διαδρομή προς το ποθητό αποτέλεσμα. Μια διαδρομή που για τον Λευτέρη έμεινε τελικά ανολοκλήρωτη. Και γι’ αυτόν, και για εμάς. Πάντα έλεγε ότι ήθελε ένα κανονικό θέατρο και ήλπιζε ότι κάποτε θα το αποκτήσει. Τελικά όμως ζήτησε οι φίλοι του να τον αποχαιρετίσουν στο ισόγειο της οδού Κυκλάδων. Εκεί, πάνω στη σκηνή με το σχήμα αγκαλιάς. Την ίδια σκηνή που τόσο εμπνευσμένα μεταμόρφωνε από έργο σε έργο, τη σκηνή που τόσο μίσησε και τόσο αγάπησε.

Εις το επανιδείν, Λευτέρη. Θα μας λείψεις.


Λευτέρης Βογιατζής, 1945-2013: Γεννήθηκε στην Αθήνα το ‘45. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρακολούθησε για δύο χρόνια το Ράινχαρτ Σεμινάρ στη Βιέννη, τελείωσε τη Δραματική Σχολή Κ. Μιχαηλίδη στην Αθήνα. Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στο ρόλο της Γιαγιάς, στον Κυριακάτικο Περίπατο (σκην. Γ. Μιχαηλίδη). Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, και αργότερα με την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του επιθεωρησιακού κώδικα, καθώς και με την Έλλη Λαμπέτη.

Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων: τον Άλφρεντ στις Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης, την ομώνυμη ηρωίδα στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη στους Βατράχους, τον κεντρικό ήρωα στον Ταρτούφο του Μολιέρου κ.ά. Το 1981 υπήρξε ένας από τους επτά συνιδρυτές της περίφημης Εταιρείας Θεάτρου Η Σκηνή. Από το 1982 έως το 1987 που λειτούργησε, ο Βογιατζής σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: Η Σπασμένη στάμνα του Χ. φον Κλάιστ (Δικαστής Αδάμ, σε συν-σκηνοθεσία με τον Βασίλη Παπαβασιλείου), Οι Αγροίκοι του Κάρλο Γκολντόνι (Λουνάρντο), Συμφορά από το πολύ μυαλό του Α. Γκριμπογιέντοφ (Φάμουσοφ), Σε φιλώ στη μούρη του Γ. Διαλεγμένου (Μήτσος), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου Κουν για την περίοδο 1986-87.

Το 1988 ίδρυσε τη νέα ΣΚΗΝΗ, όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο. Σκηνοθέτησε και έπαιξε στις παραστάσεις: Θείος Βάνιας του Άντον Τσέχωφ (Βάνιας), 1989, Ρίττερ, Ντένε, Φος του Τόμας Μπέρνχαρντ (Φος), 1991 (για πρώτη φορά στην Ελλάδα). Παράλληλα, το 1989, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, απ’ όπου αποφοίτησαν δώδεκα μαθητές, ύστερα από τριετή εντατική φοίτηση. Είναι η απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα. Ξεκινάει το 1992 σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Μια Αντιγόνη κλειστού χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου». Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη-Ελένης Χαβιαρά, Με δύναμη από την Κηφισιά (1995). Ακολουθεί ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου (1996), όπου παίζει τον Αλσέστ. Το ίδιο καλοκαίρι παίζει στην Ελένη του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά, στην Επίδαυρο (Μενέλαος).

Το 1998, ανεβάζει και πάλι ένα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου τη Νύχτα της κουκουβάγιας (Ίων). Για την παράσταση αυτή τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας «Φώτος Πολίτης”», και το βραβείο Κάρολου Κουν-Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών. Το 1999 σκηνοθέτησε τους Πέρσες του Αισχύλου για το Εθνικό Θέατρο στο Θέατρο της Επιδαύρου. Το 2000 σκηνοθέτησε και έπαιξε στο έργο του Χάρολντ Πίντερ Τέφρα και σκιά (Ντέβλιν). Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέιν, το (Cleansed) Καθαροί πια, μια μεγάλη επιτυχία, όπου παίζει τον Τίνκερ. Το 2003, ανεβάζει ένα ακόμη νεοελληνικό έργο, της Λούλας Αναγνωστάκη, το Σ’ εσάς που με ακούτε (Χανς) και για δεύτερη φορά ένα έργο της Σάρα Κέιν, το Crave (Λαχταρώ), στο οποίο παίζει τον (Α). Το 2004, ακολουθεί ένας ακόμη Μολιέρος, Το Σχολείο των γυναικών (Αρνόλφος).

Το 2005 σκηνοθέτησε και έπαιξε (τον Ίωνα) σ’ ένα ακόμα καινούριο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella Venezia. Και για το έργο αυτό του Γ. Διαλεγμένου απέσπασε το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, Κάρολος Κουν. Το 2006 έκλεισε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με τη νέα του παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η παράσταση άνοιξε, αυτή τη φορά, το ίδιο Φεστιβάλ. Το 2007, σε συνεργασία με τον Γ. Σκεύα, ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην Ήμερη του Φ. Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν τρία θεατρικά έργα: το Ύστατο σήμερα του Χάουαρντ Μπάρκερ, το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ και Ο Τόκος του Δημήτρη Δημητριάδη, τα οποία σκηνοθετεί και ανεβάζει ο ίδιος στο ανακαινισμένο θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Στον κινηματογράφο συμμετέχει σχεδόν αποκλειστικά στις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο τον συνέδεε μία μεγάλη φιλία («Τα οπωροφόρα της Αθήνας», «Αθήνα- Κωνσταντινούπολη», “Beautiful people”, «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα», «Βαριετέ», «Μελόδραμα»).


εμφάνιση σχολίων