0
1
σχόλια
438
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Κι εσύ αγαπημένη, όταν με διώχνεις, κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου έναν ολάκαιρο πικραμένο κόσμο»
 
DOCTV.GR | PHOTO: UNSPLASH
6 Απριλίου 2022
Αιώνας πολλαπλότητας
Συλλογιέμαι καμιά φορά τους ανθρώπους που γνώρισα,
τους συντρόφους στα παιδικά χρόνια,
τις πέτρες που μαζεύαμε όταν
έβρεχε, και τις ακουμπάγαμε κάτω
απ’ τα υπόστεγα, μην κρυώσουν,
άλλοι πέθαναν, άλλοι βούλιαξαν μες στη ζωή,
άλλοι πάτησαν πάνω μου να περάσουν,
τους συντρόφους στη μάχη,
πάνω στο χιόνι ή σ’ ένα πρόχειρο αμπρί,
εκείνους που δε γύρισαν, αυτούς που λιποτάχτησαν,
τους άλλους που συνθηκολόγησαν.

Συλλογιέμαι τους συντρόφους μου στη φυλακή,
τα τσιγάρα που μοιραζόμαστε, τη μοναξιά,
που έμενε στον καθένα ολόκληρη δική του,
τα μακρόσυρτα βλέμματα  απ’ το παράθυρο
και κείνους τους αδάκρυτους σιωπηλούς αποχαιρετισμούς
με τους μελλοθάνατους, Άνθρωποι μεγαλόψυχοι
ή τιποτένιοι, ανυπεράσπιστοι ή δυνατοί
αφήνοντας ο ένας μέσα στον άλλο, όλα όσα του έδωσε
ή του αρνήθηκε. Τόσα λόγια, τόσες χειρονομίες,
τόσα πρόσωπα μέσα μου που πια δεν είμ’ εγώ.

Κι εσύ αγαπημένη, όταν με διώχνεις,
κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου
έναν ολάκαιρο πικραμένο κόσμο.

Έρωτας
Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν
απ’ τον εαυτό τους, δαγκώθηκαν,
στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή,
αλλόφρονες, ματωμένοι, βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί,που, λίγο πριν ξεψυχήσουν,
θαρρούν πως βλέπουν φώτα, κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε,τα σώματά τους
σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου
μάταιου πρωϊνού.

Το Καπέλλο
Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ρυθμισμένα και ήρεμα,
ανάμεσα σε ώρες εργασίας και αμίλητα,
συζυγικά νεκρόδειπνα
λίγος καφές στο τέλος του φαγητού για τη χώνεψη,
λίγα όνειρα για το φόβο της καρδιοπάθειας,
λίγη ελεημοσύνη για τη σωτηρία της ψυχής.
Ώσπου μια νύχτα, σηκώνονται στη μέση του δείπνου ξαφνικά
από συνήθεια, μάλιστα παίρνουν και το καπέλο τους-
και χάνονται. Πού πάνε; Κανείς δεν ξέρει.
Μα η δίψα τους καίει
και η απόγνωση μεγαλώνει τους ορίζοντες.

Έτσι σκέφτηκαν, δηλαδή, να κάνουνε για μια στιγμή.
Ύστερα πέρασε. Σκουπίζουνε το λίγο ιδρώτα πλάι στη μύτη
και μπαίνουν αθόρυβα στην κρεβατοκάμαρα.
Ενώ στο διάδρομο μένει μονάχο,
πάνω στην καρέκλα το καπέλο
σαν το πικρό ανάχωμα ενός τάφου
που σκέπασε βαριά και ανέκκλητα
όλη τη ζωή τους.

 
Τάσος Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922-30 Οκτωβρίου 1988): Σημαντικός έλληνας ποιητής. Το πρώτο του ποίημα που δημοσιεύτηκε ήταν Το Τραγούδι του Χατζηδημήτρη, το 1946. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην Άκρη της Νύχτας. Εργάστηκε ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή (1954-1980). Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών, για βιοποριστικούς λόγους, μετέφραζε ή διασκεύαζε λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης, με το ψευδώνυμο Pόκκος. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, όπως το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του, Φυσάει στα Σταυροδρόμια του Κόσμου) και το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του, Συμφωνία αρ.1) κ.ά. Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο Χειρόγραφα του Φθινοπώρου. 


Διαβάστε επίσης: 
Λειβαδίτης: Αλλά τα βράδια 
Λειβαδίτης: Τα μοναχικά βήματα
Λειβαδίτης: Οι τελευταίοι
εμφάνιση σχολίων