«Το μόνο που επιθυμεί ο ερωτευμένος είναι να αγκαλιαστεί σε ένα ιδιωτικό σύμπαν, που η ανθρώπινη γλώσσα πια δεν θα έχει καμιά σημασία»
DOCTV.GR
18 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΑΛΛΩΣΤΕ, όπως θα δούμε και παρακάτω, δεν ενδιαφέρεται καθόλου να αποκτήσει μια κοινή γλώσσα με τον συνομιλητή του. Το μόνο που επιθυμεί είναι να αγκαλιαστεί με το αντικείμενο του πόθου του, σε ένα ιδιωτικό σύμπαν, που η ανθρώπινη γλώσσα πια δεν θα έχει καμιά σημασία. Αυτός ο υποκριτικός ιεροκήρυκας της συνδεσιμότητας, που με περίσσια αιδημοσύνη εγκαταλείπει τα εγκόσμια για την αγάπη του, δεν ενδιαφέρεται να συνάψει δεσμό με κανένα υποκείμενο. Ο συνομιλητής του γίνεται ένα αντικείμενο βραχείας ανακούφισης ή δυσφορίας και αυτό μάλλον είναι που τον καθιστά τόσο κουραστικό.
ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ όταν βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση, όποιος υποστηρίξει πως δεν είχε σαδιστικές φαντασιώσεις για το κολλητό του που απεραντολογούσε για την αγαπημένη του, μάλλον λέει ψέματα.
ΠΡΟΣ ΤΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟ ΚΑΤΑΓΓΕΛΤΙΚΟ ΥΦΟΣ της προηγούμενης παραγράφου; Προς τι η άδικη επικριτικότητα απέναντι στον ερωτευμένο; Ίσως να φταίει η ζήλεια μας- πως να το κάνουμε, ο έρωτας, αν μη τι άλλο, είναι ηδονικός. Ίσως, επίσης, να φταίει η αμηχανία που μας προκαλεί η φιγούρα του. Πιθανολογούμε πως προκαλεί την ίδια συναισθηματική αντίδραση με τη θέαση ενός θλιμμένου κλόουν. Κατά παρόμοιο τρόπο ο ανεκπλήρωτα ερωτευμένος είναι ένα πρόσωπο κωμικό και συνάμα τραγικό. Κωμικό, επειδή τα πάθη του από απόσταση φαίνονται μικρά. Είμαστε σίγουροι πως το βουνό της απελπισίας του είναι εύκολα προσπελάσιμο «αρκεί να πάψει να παιδιαρίζει» ή «να δει επιτέλους τη πραγματικότητα». Τραγικό διότι η απροσπέλαστη συναισθηματική του παγίδα, μας φέρνει σε επαφή με τη δική μας «ανθρώπινη κατάσταση». Με τη δική μας μικρότητα απέναντι στις εμμονές, στις νευρώσεις και στους έρωτες μας. Από εδώ και πέρα ας προσπαθήσουμε να είμαστε τρυφερότεροι απέναντί του. Τι στοιχίζει λίγη επιείκεια απέναντι στον εαυτό μας;
ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΟΥΜΕ, ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ να κάνουμε την αυθαίρετη υπόθεση πως υπάρχει «εκπληρωμένος έρωτας». Συνεπώς το ανεκπλήρωτο θα αναφέρεται στις καταστάσεις εκείνες όπου ο ερωτευμένος είτε δεν έχει εξομολογηθεί τον έρωτά του, είτε οι πρακτικές περιστάσεις τον εγκατέλειψαν με ένα αίσθημα μη ολοκλήρωσης, όπως για παράδειγμα ένα πρόωρο σταμάτημα της σχέσης ή ακόμη και η πεποίθηση ότι δεν έχει γευτεί ολόκληρο το εύρος των συναισθημάτων του σημαντικού άλλου.
Ο ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ, ΛΟΙΠΟΝ, σε μια διαρκή πάλη με την πραγματικότητα. Βυθισμένος στις ονειροπολήσεις του, στις αναμνήσεις τυχαίων δήθεν συναντήσεων με το ποθητό αντικείμενο, αναπαράγει την επιθυμία του, κρατώντας ψηλά (πολύ ψηλά!) το άτομο που αγαπά. Με θρησκευτική ευλάβεια γίνεται πιστός στη προσωπική του θρησκεία όπου το θείο ον αποκτά δικαιώματα ζωής και θανάτου πάνω του. Η απόλυτη εξάρτηση του από αυτή καθ' εαυτή τη φαντασίωση απόλυτης εξάρτησης τον καθιστά αδύναμο να κάνει οποιαδήποτε κίνηση. Και έτσι αδύναμος όπως είναι χρειάζεται κάτι να τον στηρίξει. Τι άλλο; Ο έρωτας του! Τι αυτοεκπληρούμενη αιχμαλωσία!
Ο ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ, λοιπόν, αιχμάλωτο στην ανεκπλήρωτη επιθυμία του. Ως εκ τούτου υποφέρει. Στην περίπτωσή του η πληγή και το όπλο που την προκάλεσε, έχουν μια ξεκάθαρη συγγένεια -το όπλο είναι και η θεραπεία. Ας το σκεφτούμε, καλύτερα. Προκειμένου το ερωτικό του αντικείμενο να μπορέσει να θεραπεύσει τη πληγή της μη εκπλήρωσης, θα πρέπει μοιραία να μείνει πολύ δυνατό -εξιδανικευμένο. Αν μείνει όμως τόσο δυνατό, είναι ταυτόχρονα και απρόσιτο, άρα βαθαίνει την πληγή της έλλειψης. Ένα είναι σίγουρο. Η πληγή αυτή δεν κλείνει. Και θα δούμε παρακάτω τι είδους πληγή είναι αυτή.
ΑΣ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΟΤΙ ο ερωτευμένος βρίσκεται σε μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση πόνου. Η στοιχειώδης ψυχολογική σκέψη μάς καλεί να αναλογιστούμε τι είδους απόλαυση-δευτερογενές όφελος έχει από αυτό; Μια πρώτη, κάπως περίεργη απάντηση είναι ότι οι άνθρωποι ερωτεύονται από βαρεμάρα. Να εξηγηθούμε.
Ο ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ στις απαρχές της εφηβείας. Έρχεται όπως ο κακός λύκος στις σκοτεινιές του δάσους της διευρυμένης μας κοινωνικοποίησης, να ταράξει τα νερά της παρωχημένης παιδικότητας. Έρχεται να αμφισβητήσει τις κατακτήσεις και την αλαζονεία της υποτιθέμενης παντοδυναμίας που τάχα έχουμε κατακτήσει μαθαίνοντας δυο γράμματα και κλωτσώντας ένα τόπι. Έρχεται σχεδόν να γελοιοποιήσει τη σχετική αυτονομία που μέχρι εκείνο το σημείο απολαμβάνουμε, προσφέροντας το μεγαλειώδες όραμα της ενηλικίωσης. Ο έρωτας λοιπόν, σκαρφαλώνει στην καρδιά του έφηβου και τη γαργαλάει. Και τι αμφιθυμική αίσθηση είναι το γαργάλημα αλήθεια! Τι φοβερό μείγμα ευχαρίστησης και ενόχλησης!
ΥΠΑΙΝΙΣΣΟΜΑΣΤΕ, ΛΟΙΠΟΝ, ΠΩΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΣΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟΣ, τόσο μεθυστικός και σαγηνευτικός, μας τραβάει από τη μύτη προς το καινούριο. Είναι ο ανανεωτής του νοήματος και ο καταστροφέας του. Ο έρωτας είναι μια βίαιη εξέγερση ενάντια στον εαυτό. Πιο συγκεκριμένα ίσως, στην εικόνα του εαυτού που εκπληρώνεται στις καθημερινές μέριμνες μέσω της επανάληψης και της νοηματοδότησης των «σημαντικών» πραγμάτων. Ο επαναστάτης φοιτητής, από αυταπόδεικτα υλιστής, μετατρέπεται σε «σύννεφο με παντελόνια». Ο συντηρητικός λογιστής, ξάφνου, αντί για νούμερα αναπολεί τις καμπύλες της νεαρής βοηθού του. Οτιδήποτε κανείς θεωρεί ταυτότητα χάνει την εγκυρότητά του, παύει να έχει μεγάλη επενδυτική αξία στην ψυχική οικονομία.
Ο ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ στη συγχώνευση. Χωρίς ξεκάθαρη ταυτότητα άλλωστε, δεν υπάρχουν πολλές επιλογές. Δεν υπάρχει εγώ και εσύ. Υπάρχουμε μαζί σε ένα κοινό υπερβατικό σώμα. Η απουσία βιώνεται σα πόνος στο στομάχι, η παρουσία σαν τάισμα. Το σώμα αυτό έχει μια συνέχεια, αν το έντερο υποφέρει, το συκώτι δεν μπορεί να είναι χαρούμενο. Τούτο είναι, πιθανόν, που τον πείθει πως όλοι γύρω του ενδιαφέρονται, μέχρι θανάτου, για τις διηγήσεις των παθημάτων του. Τούτο είναι που τον πείθει ότι συνδέεται βαθιά με το αντικείμενο της αγάπης του. «Μου χαμογέλασε σήμερα», λέει μέσα από τα δόντια του και εννοεί «ο κόσμος μου είναι χαμογελαστός». «Δεν την είδα σήμερα», μοιρολογεί και το σύμπαν μετατρέπεται σε ένα πένθιμο κενό. Ο ανεκπλήρωτα ερωτευμένος ψιθυρίζει μέσα του «Σε σκέφτομαι, άρα υπάρχω», και ο συλλογισμός αυτός τον σώζει από τον σκεπτικισμό για το νόημα της ύπαρξής του, που καταρρέει μαζί με όλες τις παλιές βεβαιότητες.
ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ είναι ο ζεστός, υποσχετικός χώρος θεραπείας της πληγής του διαχωρισμού. Ο ερχομός μας στη ζωή μάς επιφυλάσσει μια φρικτή έκπληξη. Ξεκινάμε απόλυτα διαβεβαιωμένοι πως οτιδήποτε χρειαστούμε θα μας δοθεί. Σύντομα, σε λίγους μόλις μήνες, γίνεται περισσότερο από προφανές πως δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου. Το Κοπερνίκειο αυτό τραύμα προσφέρει μια πρώτης τάξεως απογοήτευση. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε για να ικανοποιηθούμε. Η ικανοποίηση δεν θα έλθει μαγικά όπως στις αρχές. Ποιο φρικτό αμάρτημα διαπράξαμε για να υποφέρουμε μια τόσο σκληρή τιμωρία; Και πώς μπορούμε να ανακουφίσουμε τη πληγή της πτώσης από το βασίλειο των ουρανών;
Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗΣ ΤΗΣ ΠΛΗΓΗΣ είναι αυτή που μας βοηθά να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας μέσα από τη δημιουργία και την ανάπτυξη της συνείδησης. Γινόμαστε καλοί σε αυτό ή εκείνο. Νιώθουμε προσωρινά δυνατοί με τα επιτεύγματά μας. Αναρωτιόμαστε, τι νόημα υπάρχει; Παρόλα αυτά, ξαναερχόμαστε αντιμέτωποι με το γεγονός ότι η πληγή δε κλείνει, καθώς είναι αδύνατο να επιστρέψουμε στο Κήπο της Εδέμ. Και έτσι, όλα όσα έχουμε παγιωθεί πλέον μας προσφέρουν μια καταπληκτική βαρεμάρα. Και να σου ο έρωτας, λαμπερός όπως ο ήλιος μάς αναγκάζει να αποστρέψουμε το βλέμμα μας στη σκιά. Να κλειστούμε στη σπηλιά, όπου μπορούμε με άνεση να φανταζόμαστε και να ζωγραφίζουμε τον ήλιο.
Ο ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΠΙΣΤΟΣ. Μοιάζει με τον ίδιο τον Θεό. Κάπως έτσι δεν έγιναν τα πράγματα; Αφού ο Θεός έφτιαξε το φως, τη γη, τη θάλασσα και τα υπόλοιπα δώρα του, εκπληρώνοντας τη παντοδυναμία του, βαρέθηκε- δεν είχε με ποιον να μοιραστεί αυτά τα δώρα. Έτσι δημιούργησε τον άνθρωπο και τον ερωτεύτηκε. Έγινε το αγαπημένο του πλάσμα. Μόνο που όπως κάθε ζηλιάρης ερωτευμένος απαίτησε την απόλυτη αφοσίωσή του. Μόλις ο άνθρωπος έφαγε τον απαγορευμένο καρπό αποδεικνύοντας την απιστία του, ο Θεός έπεσε σε φριχτές κακοκεφιές, σε ένα ντελίριο αμφιθυμίας όπου τη μια τον έσωζε, την άλλη τον κατέστρεφε. Κάπως έτσι δεν ενεργεί και ο ερωτευμένος; Πόσες φορές δεν έχει καταπνίξει τον έρωτά του, μόνο και μόνο για να τον διασώσει λίγα λεπτά αργότερα. Έπρεπε να γίνουν πολλές πλημμύρες και παντός είδους συμφορές για να κατανοήσει την «ανθρώπινη κατάσταση» μέσα από την ενσάρκωση, να υποφέρει όπως ο άνθρωπος πάνω στον Σταυρό, για να μεταμορφωθεί στον Θεό της Αγάπης.
Ο ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ, ΟΜΩΣ, ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ. Δεν αφήνει τον εαυτό του να ζήσει τα πάθη, τη νομοτελειακή προδοσία, την ταπείνωση και τα δάκρυα της αποδοχής της πραγματικότητας. Προτιμά να μείνει στην εποχή των θαυμάτων και της επικράτησής του πάνω στους πειρασμούς. Ίσως αυτό τον κάνει να υποφέρει. Διότι δεν βρίσκει το θάρρος να ρωτήσει το ερωτικό του αντικείμενο ειλικρινά, «γιατί με εγκατέλειψες;». Δεν έρχεται αντιμέτωπος δηλαδή με την απώλεια της φαντασίωσης της τελειότητας. Δεν θέλει να δεχτεί την αλήθεια, πως το πρόσωπο που αγάπησε είναι ένα ανθρώπινο ον, με ατέλειες που όχι μόνο δεν είναι ένα αέναα φροντιστικό πλάσμα, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να είναι απόλυτα απογοητευτικό.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥ ορισμένες φορές γίνεται «αντιέρωτας», μιας και αντί για τη σύνδεση, επιφέρει τη καταστροφή του ερωτικού δυναμικού που είναι η σύνθεση, η δημιουργία του τρίτου. Χωρίς το βήμα της εκπλήρωσης, όποιο και αν είναι αυτό (εξομολόγηση, πένθος κτλ.), ο ανεκπλήρωτα ερωτευμένος επιμένει να μένει στη συγχώνευση και όχι μέρος της γονιμοποίησης (έστω και του ίδιου του εαυτού του). Έρως και Θάνατος αγκαλιασμένοι, σε ένα τρομακτικό τανγκό.
Ο ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΙΣΩΣ ΤΕΛΙΚΑ δεν είναι το πιο κουραστικό πρόσωπο του κόσμου. Ας το παραδεχτούμε, ο κόσμος είναι το πιο κουραστικό πράγμα για τον ερωτευμένο μας.
Από τους ψυχολόγους Θοδωρή Δρούλια και Νίκο Ρούσσο.
εμφάνιση σχολίων