Έξι μήνες στην Ταϊλάνδη. Ένα γεμάτο ημερολόγιο με ιστορίες
ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
12 Μαΐου 2011
ΗΤΑΝΕ ΛΟΙΠΟΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ ΓΕΜΑΤΑ ΟΥΡΑΝΟ. Και γω τα διέσχιζα με τα μάτια ορθάνοιχτα, έκπληκτη, δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι η πραγματικότητα μπορούσε να χωρέσει τόσο ουρανό. Κοίταζα τους Μπαλινέζους αγρότες να περπατάνε φορώντας ψάθινα καπέλα και μαύρες μπότες, μέσα στις φυτείες και έμοιαζαν να περπατάνε πατώντας τα σύννεφα. Κοπάδια από πάπιες τρόμαζαν στο κάθε τους βήμα και έτρεχαν κουνώντας το κεφάλι τους, αφήνοντας ήχους που έφταναν στον αέρα σαν μουσική.
ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΠΛΕΝΑΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΡΥΑΚΙΑ, γυμνές, με τα στήθια τους γεμάτα από ρυτίδες αλλά χωρίς καμιά αναστολή να αγγίξουν με τις ρώγες τους τo μπλέ του ορίζοντα. Έπλεναν τα ρούχα και όταν άκουγαν το θόρυβο της μηχανής σταματούσαν, έριχναν ένα πλατύ χαμόγελο για να με χαιρετίσουν και φώναζαν δυνατά hello, ανεμίζοντας τα βρεγμένα τους μαλλιά και σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, λες και χόρευαν ένα χορό που ακολουθούσε το ρυθμό από τις δονήσεις του σύμπαντος. Κι ύστερα άπλωναν τα ρούχα να στεγνώσουν πάνω στο χορτάρι, χιλιάδες μπουγάδες έσμιγαν με τα σύννεφα και ενώ ήτανε απλωμένες στο έδαφος, φαίνονταν λες και αιωρούνταν, λες και φορούσαν ξαφνικά αόρατοι αγγέλοι κόκκινα και κίτρινα και λευκά αμάνικα μπλουζάκια.
ΚΑΘΕ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΔΙΕΣΧΙΖΑ ΤΙΣ ΡΥΖΟΦΥΤΕΙΕΣ. Ξεκινούσα συνήθως από το δρομάκι δίπλα από το παλάτι και ανηφόριζα περνώντας την μικρή ταβέρνα με το παραδοσιακό ινδονησιακό φαγητό, τα μικρά ψιλικαντζίδικα που πουλούσανε τα φρούτα του φιδιού- έτσι τα ονομάζανε, φρούτα του φιδιού-και ύστερα πιο πάνω, περνούσα από ναούς, κοιτώντας κλεφτά τις γυναίκες να κάθονται σταυροπόδι και να μπλέκουνε καλαθάκια από μπαμπού, τάματα στους θεούς τους.
ΗΤΑΝΕ ΕΚΕΙΝΗ Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ βγαίνανε στους δρόμους κρατώντας το καθένα από ένα χαρταετό, πλαστικό, φτηνό και αυτοσχέδιο, μα δεν είχε σημασία. Τον στερέωναν σε ένα μεγάλο καλάμι από μπαμπού και ύστερα τον άφηναν να πετάξει ψηλά στον ουρανό. Τις πρώτες φορές έβαζα μουσική να παίζει στ’αυτιά μου, μετά σταμάτησα, δεν ήθελα τίποτα να παρεμβαίνει μεταξύ εμένα και της φύσης, με τους ήχους από τις πάπιες, από τα χιλιάδες βατράχια, από τα περίεργα πουλιά και από τα ινδονησιακά όργανα που ακούγονταν μέσα από τους ναούς και όλα έσμιγαν μεταξύ τους σαν μια αιθέρια μελωδία. Έπαιρνα τους δρόμους, χωρίς να ξέρω πού θα με βγάλουν, αλλά δεν με ένοιαζε. Εκείνο που με ένοιαζε ήτανε να αφήνω τις εικόνες και τις μυρωδιές να καταγράφονται και στο τελευταίο μου κύτταρο, με την βεβαιότητα πια πως μόνο έτσι η πραγματικότητα γίνεται ζωή.
ΕΝΑ ΑΠΟ ΚΕΙΝΑ ΤΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ, ΤΑ ΓΕΜΑΤΑ ΟΥΡΑΝΟ ΒΡΕΘΗΚΑ ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΣΤΕΝΟ ΔΡΟΜΑΚΙ, σχεδόν σαν μονοπάτι, όπου δεν ήμουνα σίγουρη αν θα κατάφερνα να το διασχίσω με την μηχανή, έτσι την άφησα κάτω από ένα δέντρο, πήρα την φωτογραφική μου και άρχισα να περπατώ. Δεν υπήρχε κανείς στην διαδρομή, μόνο μερικοί αγρότες που τους έβλεπα από μακριά. Κάποια στιγμή άκουσα μια φωνή να λέει «Συγνώμη Κυρία; Κυρία;». Δεν αντιλήφθηκα στην αρχή πως αυτό το «κυρία» προοριζόταν για μένα αλλά κοιτώντας γύρω μου, δεν είδα κανένα άλλο.ΓΥΡΙΣΑ ΤΟΤΕ ΑΠΟΤΟΜΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΚΑΙ ΕΙΔΑ ένα μικρό αγόρι με ένα ψάθινο καπέλο να κάθεται στην άκρη ενός πεζουλιού δίπλα ακριβώς από ένα μικρό ρυάκι, καθότανε εκεί και με κοίταζε ζητώντας με το βλέμμα του να του χαρίσω λίγα λεπτά σημασίας. Του χαμογέλασα και κείνο τότε με ρώτησε αν θέλω να πιώ χυμο από φρέσκια καρύδα. Του έγνεψα καταφατικά και τότε σηκώστηκε απότομα και άρχισε να σκαρφαλώνει με δύναμη και με ταχύτητα τον κορμό μιας τεράστιας φοινικιάς.
ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΣΚΑΡΦΑΛΩΣΕ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ, το κοιτούσα και όπως ο ήλιος έμπαινε μέσα στα μάτια μου νόμιζα πως το αγόρι έφτασε σχεδόν μέχρι τον ουρανό. Μέχρι τα σύννεφα και πιο ψηλά από τους χαρταετούς που ανέμιζαν πάνω από τις φυτείες. Το αγόρι πετούσε ψηλά, ψάχνοντας να μου φέρει να πιω νερό, λες και θα του γέμιζαν την καρύδα οι αγγέλοι, λες και ήξερε πως αυτή η ομορφιά γύρω είναι που χτίζει γέφυρες μεταξύ του ορατού και του αοράτου, μεταξύ εκείνου που βλέπουμε και εκείνου που είναι η αιτία για ό, τι βλέπουμε.
ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΑ ΛΕΠΤΑ. Έσπασε με δύναμη την καρύδα και μου έδωσε να πιω το νερό της. Το ήπια σχεδόν μονορούφι. Εκείνο μου χαμογέλασε και ύστερα έφυγε τρέχοντας προς τα χωράφια, για να πετάξει μαζί με τους φίλους του το χαρταετό του και να χαιδέψει έτσι τα σύννεφα που έφευγαν με ταχύτητα καθώς ο ήλιος χανόταν και η μέρα σκοτείνιαζε. Αρχισα να περπατώ προς την κατεύνθυση που είχα αφήσει την μηχανή. Το βράδυ πλησιάζε και ξαφνικά γύρω μου εμφανίζονταν σταδιακά εκατοντάδες λιβελλούλες να δοκιμάζουν τις χαμηλές τους πτήσεις.
ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΠΟΥ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΝΟΤΑΝΕ ΠΙΟ ΠΛΑΤΥΣ ΚΑΙ ΠΙΟ ΚΑΤΗΦΟΡΙΚΟΣ ΕΙΔΑ ΕΝΑ ΑΝΤΡΑ, γύρω στα 50 να ανεβαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση κρατώντας μια κάμερα στο ένα χέρι και ένα τριπόδι στο άλλο. Φαινότανε Αμερικάνος αλλά δεν μπορούσα να το πω με βεβαιότητα. Ημουν έτοιμη απλά να χαιρετήσω, σαν μια χειρονομία συνηθισμένη μεταξύ των περιπλανώμενων, όταν εκείνος με σταμάτησε και με ρώτησε πού οδηγεί ο συγκεκριμένος δρόμος. Πιάσαμε την κουβέντα, όρθιοι στη μέση του πετρόχτιστου μονοπατιού, μου είπε πως όντως ήτανε από την Αμερική, συγκεκριμένα από την Νέα Υόρκη, πως ταξίδευε μήνες στην Ασία, πως στο Μπάλι είχε φτάσει μόλις δύο μερες πριν και πως ο λόγος για όλη αυτό το ταξίδι ήτανε το ντοκυμαντέρ που ετοίμαζε, ένα ντοκυμαντέρ που ξεκίνησε με δική του πρωτοβουλία, για δική του χρήση, δεν ήξερε αν θα το πουλούσε μετά σε κάποιο κανάλι, δεν είχε ιδέα πως θα το αξιοποιούσε, αλλά εκείνο που τον ένοιαζε προς το παρών ήταν να μαζέψει το υλικό του.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΙΠΕ ΣΧΕΔΟΝ ΜΕ ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ, με γρήγορα αμερικάνικα που στο τέλος των λέξεων έτρωγε τις συλλαβές, είμαι βέβαιη πως έχασα αρκετές από αυτές στην προσπάθεια μου να τον καταλάβω αλλά το νόημα το είχα πιάσει. «Ποιο είναι το θέμα του ντοκυμαντέρ;» τον ρώτησα μόλις τέλειωσε τις επεξηγήσεις. «Η ευτυχία. Γυρίζω σε διαφορετικές χώρες και ρωτάω τους ανθρώπους τι σημαίνει για κείνους ευτυχία».
ΟΣΗ ΩΡΑ ΜΙΛΟΥΣΕ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΝΑ ΚΡΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ και το τριπόδι και μόνο όταν προφανώς του κατέβηκε στο κεφάλι η ιδέα να με ρωτήσει κατά πόσο θα δεχόμουν να με κινηματογραφήσει να μιλώ για την δική μου ευτυχία, άφησε το τριπόδι στο έδαφος και ακούμπησε την κάμερα σε ένα κορμό δέντρου. «Λοιπόν; Τι λές; Δέχεσαι να συμμετέχεις στο ντοκυμαντέρ για την ευτυχία;». Του χαμογέλασα παραμένωντας για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλή.
ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΜΟΥ ‘ΡΘΕ, ΕΝΙΩΣΑ ΠΩΣ ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΙΔΕΑ ΝΑ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΩ: «Προχώρα σ’ αυτό το δρόμο» του είπα «μέχρι σχεδόν το τέλος του. Εκεί, θα βρεις ένα αγόρι, τον λένε Μάτε, είναι γύρω στα 14, φοράει ψάθινο καπέλο και πράσινο μπλουζάκι. Καλύτερα να ρωτήσεις εκείνο το αγόρι και όχι εμένα». «Γιατί;» ρώτησε με απορία. «Τι μπορεί να ξέρει ένα αγόρι 14 χρονών για την ευτυχία;» συνέχισε να απορεί. «Εκείνο το αγόρι ξέρει πώς να σκαρφαλώνει μέχρι τον ουρανό» του απάντησα. «Για να σου φέρει να πιείς νερό απευθείας από τους αγγέλους». Έμεινε να με κοιτά λες και ήμουν τρελή. Τον άφησα με αυτό το βλέμμα συνεχίζοντας το δρόμο μου. Δεν μπορούσα να του εξηγήσω πως ό,τι του έλεγα ήταν τόσο φανταστικό όσο και η ίδια η ζωή…
Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Εδώ στο DOC TV, πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδώσει επειγόντως μυθιστόρημα.
εμφάνιση σχολίων