0
1
σχόλια
1493
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου βιβλίου του Τέλλου Φίλη, η συγγραφέας Μάρα Τσικάρα γράφει

DOC TV
27 Μαΐου 2015
Το πρώτο βίντεο που είχαμε ως οικογένεια ήταν δανεικό. Αρχές δεκαετίας του '80, ένας φίλος του μπαμπά μου που έφευγε για το χωριό του στις διακοπές το Πάσχα, μας δάνειζε τη συσκευή του για 2 βδομάδες. Ξεχασμένη μέσα, μια βιντεοκασέτα με μια ταινία με το Βέγγο ως ιδιοκτήτη καταστήματος ηλεκτρικών συσκευών, με τη Φόνσου αλητάκι μπατηράκι να γοητεύει τη γειτονιά, μια ανθοδέσμη να κλείνεται στην πόρτα ενός ψυγείου… εικόνες διάσπαρτες κι ασπρόμαυρες. Θυμάμαι να γράφουμε επεισόδια από την ΕΡΤ με τον πολυμήχανο Μαγκάιβερ να αντιμετωπίζει έναν στρατό από μυρμήγκια, να νοικιάζουμε ταινίες από συνοικιακό βίντεο κλαμπ και για 2 ολόκληρες βδομάδες να περνάμε τα πάθη του χριστού και του κατσικιού μπροστά στην οθόνη. Ινδικά μελό, ταινίες με μποξέρ να δίνουν την τελευταία τους μάχη, αμερικάνικες κωμωδίες, αστυνομικά. Με το πέρας των δύο βδομάδων επιστρέφαμε τη συσκευή στον ιδιοκτήτη του και το καθιστικό στην τάξη και ηρεμία των δύο μόνο καναλιών της τηλεόρασης. Τι μαγικό όμως πράγμα… να ρουφάει η συσκευή την κασέτα, να τρίζει ολόκληρη και μέσα από χιόνια να εμφανίζεται σιγά σιγά η εικόνα. Όχι όχι. Γύρνα την ταινία από την αρχή, τώρα δείχνει τους τίτλους τέλους. Stop και μετά rewind μην τυχόν και τη μασήσει.

Κι όσο rewind και να κάνω σ’ αυτή τη θολή μνήμη πάλι τους τίτλους τέλους μου δείχνει. Ενός επαγγέλματος που όπως ο λούστρος ο τελάλης ο γανωτής ο ρομαντικός ραδιοφωνικός παραγωγός τείνει να εξαφανιστεί: υπάλληλος βίντεο κλαμπ.

Από τις δόξες της δεκαετίας του '80 μέχρι τα τωρινά διαδικτυακά κατεβάσματα ή τις on lineπροβολές, πέρασε πολύς καιρός... 30κάτι χρόνια γεμάτα ταινίες και τεχνολογικά άλματα. Οι κασέτες γίναν dvd, κινητά φέραν τον κόσμο πιο κοντά, πολλοί κινηματογράφοι έκλεισαν για να γίνουν πάρκινγκ ή σούπερ μάρκετ, η παρέα αποτελείται από fb friends, η μοναξιά μπαλώνεται με γνωριμίες σε chat rooms, η σιωπή με αναρτήσεις, οι επιδοκιμασίες γίναν like, οι μουσικές έναcopy paste από το YouTube.

Σε αυτό το αλλόκοτο τώρα... υπάρχουν άνθρωποι που συνεχίζουν να ονειρεύονται. Που χρησιμοποιούν τα σύγχρονα κοινωνικά δίκτυα με έναν δικό τους... παλιό τρόπο. Που κάνουν το πένθος τους λέξεις για να μπορέσουν να κοιμηθούν το βράδυ. Που ενώ κατεβάζουν τα κεπέγκια ενός μαγαζιού, ανοίγουν μια νέα σελίδα. Υπάρχουν άνθρωποι που τα δάκρυα, τους στεναγμούς και τις σιωπές 50 και χρόνων, τα ξεμπροστιάζουν κάτω από την ταμπέλα μιας ιδιότητας. Ο Τέλλος Φίλης αυτοσυστήνεται σαν απλός υπάλληλος βίντεο κλαμπ.

Κι ενώ θέλω να θυμώσω... που πάλι πάει και κρύβει τον εαυτό του πίσω από μετριοπαθείς τίτλους, ενώ για τους άλλους εκσφενδονίζει μεγαλοστομίες και τέρατα... καταβάθος με συγκινεί η αφοπλιστική ειλικρίνεια αυτής της φράσης. Ναι ένας τέτοιος είναι. Για όσο. Για τόσο. Θα μπεις στο μαγαζί ζητώντας κάτι για να περάσει η ώρα... κάτι για να σε χαλαρώσει, να σε συγκλονίσει να σε θυμώσει... κι αυτός θα σε καθοδηγήσει εκεί που θέλει. Βουτηγμένος για χρόνια σε σκοτεινές αίθουσες, βλέπει ταινίες κι όταν δεν καταφέρνει να ζει τις δικές του, τις γράφει για να τις ξορκίσει.

Ο Τέλλος οχυρωμένος πίσω από αυτόν τον τίτλο, πίσω από αφίσες, κουτιά από ποπ κορν, dvdχειρολαβές, ενίοτε παιδικές ζωγραφιές ψάχνει να βρει στο απόλυτο σκοτάδι εκείνη τη λάμψη. Βλέπει ταινίες και έρχεται να μας τις διηγηθεί με τον δικό του αποσιωπητικό τρόπο. Σε ένα νεκροταφείο αντιστάσεων, σαν να σφυρίζει το σκοπό ενός soundtrack, μήπως και ξυπνήσει ένα συναίσθημα νεκρό, χρόνια τώρα.

Στη βιτρίνα του βίντεο κλαμπ αντανακλάται «της πατρίδας το πρόσωπο. Το πρόσωπο μιας χώρας που της έταξαν να γίνει ένα απέραντο γαλάζιο λιβάδι φιλήσυχων πολιτών και μεταμορφώνεται στο πιο κατάμαυρο τοπίο αμνησίας».

Στη βιτρίνα του βίντεο κλαμπ αντανακλάται... το αίμα στην άσφαλτο. Eπαίτες, κουλουρτζήδες, διανόηση, έρωτες, χωρισμοί, καλλιτέχνες, ποδήλατα, λεωφορεία, πολιτικοί, άστεγοι, εξαρτημένοι, σκυλιά, αστερίες- κατοικίδια, παιδιά, νέοι παγιδευμένοι σε στίχους, φόρμες γυμναστηρίου, ηλιοκαμένα κορμιά, ταγιέρ, μπλε βελούδινα σακάκια, ήρωες με παντόφλες και ψηλοτάκουνα. Από τα ηχεία του βίντεο κλαμπ ακούς Μητροπάνο, τσιφτετέλια, Μπομπ Ντύλαν, Γιασμίν Λεβί, το τραγούδι μας, έναν απόηχο από δύο έργα καράτε σεξ, άλλοτε μουσική για να μετρά το χρόνο...

Περνώντας απ’ έξω, σου τραβούν την προσοχή οι μυρωδιές: λεβάντες, βασιλικοί, σώματα ιδρωμένα, λουλούδια νεκροταφείων που ακόμη ανασαίνουν, κολόνιες, κανέλες, γαρύφαλλα, αγιόκλημα, τριαντάφυλλα, αντηλιακά μνήμης «από τα χρόνια που φυλάγαμε τις μυρωδιές σαν εικονίσματα των δικών μας μυστικών αγίων και ξεχασμένες τις ξαναβρίσκουμε μια μέρα που τυχαία τακτοποιούμε τα ξωκλήσια μας».

Καμιά φορά αυτό το βίντεο κλαμπ μοιάζει με σπίτι. «Μικρό μικρό σπίτι... με ένα ντιβάνι που περισσεύουν πόδια, χωρίς πάτωμα μονάχα ουρανό, χωρίς πόρτα όλοι καλοδεχούμενοι, με ένα χαμόγελο για φωτιστικό και ασημένιους κεραυνούς μες τους καθρέφτες...». Σπίτι σαν ζωντανός διπολικός οργανισμός, που άλλοτε σε υποδέχεται σαν διψασμένος εραστής κι άλλοτε ειδοποιεί με κυνικότητα μέσα από μπετόν και τούβλα για τη σωστή μέρα και ώρα της εγκατάλειψης. Μέσα σ’ αυτό το μαγαζί, μέσα σε αυτό το βιβλίο άλλοτε βλέπεις έναν ασπρομάλλη κύριο άλλοτε ένα παιδί. Άλλοτε πάλι σαν να κρυφακούς μια μεταξύ τους εξομολόγηση:

ΑΔΙΚΑ, ΠΑΠΠΟΥ
Σήμερα ήρθα εδώ για να σου πω, παππού
ο κόσμος δεν είναι τελικά όπως μου έμαθες
κι εγώ γερνάω
δεν έχω τις ίδιες αντοχές όπως παλιά
που σκαρφαλώναμε τα βράχια στο νησί
κι όποιος ανέβαινε πρώτος κάρφωνε τη σημαία
τα πόδια μου δε με κρατούνε πια, παππού
κι η αναπνοή βαραίνει
κανείς από τους επομένους
γυρνάω να δω και πάλι μοναχός μου, παππού
στο μονοπάτι
τι έγινε, εσύ ποτέ δε μου ’πες ψέματα
πώς έγινε έτσι ο κόσμος και πού ήμουνα εγώ
την ώρα που άλλαζε

Θα φύγω τώρα
χωρίς απάντηση ούτε ένα σχέδιο επιβίωσης
ήθελα να το ξέρεις
πως ίσως άδικα χάλασες τα κόκαλα σου εκεί
και το άσθμα σου άδικα κι αυτό
κι εκείνη η πρώτη αγάπη σου που έχασες
όταν σε πρωτοπήραν
άδικα κι αυτή
οι αδιάφοροι, οι εαυτούληδες, οι συμφεροντολόγοι
και οι γλείφτες επιβιώνουνε, παππού
κι εγώ απλά γερνάω
κι οι γέροι πεθαίνουνε, παππού
δεν κάνουν επανάσταση

Και περνάν οι μήνες μέσα κι έξω από το βίντεο κλαμπ, οι εποχές αλλάζουν, κιτρινίζουν τα δέντρα, ανθίζουν και μαραίνονται, έρχεται Αύγουστος, βουτιές στην άσφαλτο, χάνουμε τη θάλασσα, προσπερνάμε το καλοκαίρι, έρχεται κρύο, σύννεφα, μια βροχή που τον κάνει διάφανο και δεν σε γοητεύει πια. Και ξανά χειμώνας και ίδια λάθη παρά τις Οδηγίες Αποφυγής Ατυχήματος Σχέσης και ξανά λήθαργος σαν καταπραϋντικός μοχλός και κατεπείγοντα μαθήματα εκχιονισμού συναισθημάτων -πότε άφησα τόσο χιόνι στο ανάμεσά μας; Αναρωτιέται.

Και έτσι όπως φτυαρίζω καιρικά φαινόμενα και στίχους αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που με κάνει να θέλω να περνάω από αυτό το Βίντεο κλαμπ έστω για μια καλημέρα, έστω για ένα... εδώ είμαι συνεχίζω να ζω για όσο για τόσο... τι είναι αυτό που με κάνει να θέλω να διαβάσω τις εκμυστηρεύσεις αυτού του απλού υπαλλήλου του...

Κατεβάζω από το πατάρι τη συσκευή. Βίντεο. Το συνδέω με την οθόνη. Βάζω μια βιντεοκασέτα με σκηνές από την ταινία του. Η συσκευή τρίζει και μέσα από χιόνια εμφανίζονται οι εικόνες του: Τότε που ταξιδέψαμε σε διπλανά καθίσματα ολομόναχοι, τα γραφεία υπερωριών της θλίψης, θάλασσες, ξαπλώστρες, σκυλιά φύλακες άγγελοι, η μάχη των Δερβενακίων, τόσα πολλά τα sosστην ιστορία, συμμαθητές που γίναν σύντροφοι, πάρτι, κλαμπ στο αεροδρόμιο, αφισοκολλήσεις, αναμονές, θυμοί, απουσίες, ένας νέος με ναυτικό καπέλο που δείχνει να κοιτά κάτι απροσδιόριστο, γύρω γύρω νύχτες, λέξεις σαν υπνωτικές παστίλιες... σαν σεκάνς από ένα φιλμ νουαρ της μνήμης... Όπως αυτό με τίτλο μια ημερομηνία:

30.12
Θα θυμάμαι την πλάτη να φεύγει
με την παλιά καμπαρντίνα το τσιγάρο στο χέρι
δεν μ' άφησες να απαντήσω
ρώτησες κι έφυγες κι από τότε
αναπάντητος κυκλοφορώ στον κόσμο

Κι ενώ η ταινία του αναπάντητη εξακολουθεί να προβάλλεται μες το μυαλό μου... ένα φως σαν απάντηση έρχεται λίγες σελίδες μετά... τι είναι αυτό που με κάνει να περνάω από αυτό το Βίντεο κλαμπ... τι είναι αυτό που με κάνει να θέλω να διαβάσω τις εκμυστηρεύσεις αυτού του απλού υπαλλήλου του...

Ίσως είναι τελικά το κυνήγι μας για λίγο φως, εκείνης της λάμψης μες τα σκοτάδια των καιρών και των μέσα μας αντιφάσεων... ίσως εκείνη η ευχή προσευχή προσμονή προσδοκία του Τέλλου... ότι πού θα πάει δεν μπορεί ο ήλιος θα λάμψει:

Ο ΗΛΙΟΣ ΘΑ ΛΑΜΨΕΙ
Θα έρθει η στιγμή που τα σκοτάδια μας θα τελειώσουν
δεν θα φοβόμαστε να δούμε την πληγή
θα έχουμε στείλει εκατοντάδες τραγούδια αγάπης
ξημερώματα και λέξεις
«μου λείπεις», «μια αγκαλιά», «να ήσουν εδώ»
θα φουλάρουν τα γραμματοκιβώτια

Θα έρθει μια στιγμή που δε θα μας τρομοκρατούν οι απαντήσεις
δε θα σκεφτόμαστε τι παιχνίδι μάς παίζουν
μια στιγμή που θα αφεθούμε στο μεγαλείο
που περιέχει ο καθένας
και δεν θα θέλουμε να το βάλουμε στα πόδια

Θα έρθει μια στιγμή που θα κλειδώσουμε
την αγάπη μας
στη γέφυρα της Παναγίας των Παρισίων
για να ορκιστούμε ένα ακόμη επιπόλαιο
«για πάντα»
χωρίς ενοχές, δίχως τύψεις
που κι εμείς επιτέλους μπορούμε
να ξεστομίσουμε μεγάλα λόγια
χωρίς να πληγώσουμε ή να πληγωθούμε
και να μη μας νοιάζει
και θα χαμογελάμε δίχως λόγο
θα τηλεφωνούμε ώρες κοινής ησυχίας
να πούμε ατρόμητα σε θέλω σε θέλω σε θέλω
και θα απορούμε πώς ξεστομίζεται η απουσία
χρόνων τόσο εύκολα

Θα έρθει η μέρα που θα ξέρουμε με σιγουριά
πως ό,τι κι αν έχει προηγηθεί
όσο δηλητήριο κι αν μας πότισε
η πρόσκαιρη ανασφάλεια αποδοχής
όσο κι αν στη διαδρομή πολλές φορές
το βάλαμε στα πόδια
κιοτέψαμε από τον φόβο της αγάπης
κι αρνηθήκαμε τη μυρωδιά των οργασμών
όσες φορές πληγώσαμε και αφήσαμε τα αίματα
να τρέχουν και τα σκοτάδια μας
να μην έχουν τελειωμό

Θα έρθει μια στιγμή να δούμε κατάματα
το γελοίο των δισταγμών μας
τότε ο ήλιος θα βγει
δεν μπορεί, θα βγει σου λέω και θα λάμψει.


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Τέλλου Φίλη, Ένας απλός υπάλληλος βιντεοκλάμπ, εκδ. Εντευκτηρίου 2015.

Η Μάρα Τσικάρα είναι ηθοποιός, συγγραφέας και ραδιοφωνική παραγωγός.
 
εμφάνιση σχολίων