15 βραβευμένοι με Νόμπελ και Πούλιτζερ ποιητές, γράφουν για τον έρωτα, τη ζωή και την ανθρωπότητα
DOCTV.GR
19 Μαρτίου 2021
(Βραβείο Νόμπελ 1979)
I
Ὀ ἔρωτας
Τὸ ἀρχιπέλαγος
Κι ἡ πρώρα τῶν ἀφρῶν του
Κι οἱ γλάροι τῶν ὀνείρων του
Στὸ πιὸ ψηλό κατάρτι του ὁ ναύτης ἀνεμίζει
Ἕνα τραγούδι
Ὁ ἔρωτας
Τὸ τραγούδι του
Κι οἱ ὀρίζοντες τοῦ ταξιδιοῦ του
Κι ἡ ἠχώ τῆς νοσταλγίας του
Στὸν πιὸ βρεμένο βράχο της
ἠ ἀρραβωνιαστικιὰ προσμένει
Ἕνα καράβι
Ὀ ἔρωτας
Τὸ καράβι του
Κι ἡ ἀμεριμνησία τῶν μελτεμιῶν του
Κι ὁ φλόκος τῆς ἐλπίδας του
Στὸν πιὸ ελαφρό κυματισμό του ἕνα νησί λικνίζει
Τὸν ἐρχομό.
II
Παιχνίδια τὰ νερὰ
Στὰ σκιερά περάσματα
Λένε μὲ τὰ φιλιά τους τὴν αὐγή
Ποὺ αρχίζει
Ὁρίζοντας -
Καὶ τ' ἀγριοπερίστερα ἦχο
Δονούνε στὴ σπηλιά τους
Ξύπνημα γαλανό μές στὴν πηγὴ
Τῆς μέρας
Ἥλιος -
Δίνει ὁ μαΐστρος τὸ πανί
Στὴ θάλασσα
Τὰ χάδια τῶν μαλλιῶν
Στὴν ξεγνοιασιὰ τοῦ ονείρου του
Δροσιά-
Κύμα στὸ φῶς
Ξαναγεννάει τὰ μάτια
Ὅπου ἡ Ζωή ἀρμενίζει πρὸς
Τ' ἀγνάντεμα
Ζωή -
III
Φλοῖσβος φιλὶ στὴ χαϊδεμένη του ἄμμο -Ἒρωτας
Τὴ γαλανή του ἐλευθερία ὸ γλάρος
Δίνει στὸν ὀρίζοντα
Κύματα φεύγουν ἔρχονται
Ἀφρισμένη ἀπόκριση στ' αὐτιά τῶν κοχυλιῶν
Ποιός πῆρε τὴν ὀλόξανθη καὶ τὴν ἡλιοκαμένη;
Ὁ μπάτης μέ τὸ διάφανό του φύσημα
Γέρνει πανί τοῦ ὀνείρου
Μακριά
Ἔρωτας τὴν ὑπόσχεσή του μουρμουρίζει -Φλοῖσβος.
Γιώργος Σεφέρης - Ερωτικός Λόγος
(Βραβείο Νόμπελ 1963)
Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.
Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό
ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...
Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.
Είμαι ένα άστρο, Έρμαν Έσσε
(Βραβείο Νόμπελ 1946)
Είμαι ένα άστρο στον άπειρο ουρανό,
που τον κόσμο παρατηρεί, τον κόσμο περιφρονεί,
και στην πυρά του φλέγεται.
Είμαι η θάλασσα που τη νύχτα θεριεύει,
η πένθιμη θάλασσα, η φορτωμένη θύματα
που νέες αμαρτίες πάνω στις παλιές σωρεύει.
Είμαι από τον κόσμο σας εξορισμένος
από περηφάνια αναθρεμμένος,
από περηφάνια εξαπατημένος,
είμαι ο βασιλιάς δίχως χώρα.
Είμαι το βουβό παράφορο πάθος,
σε σπίτι δίχως εστία, σε πόλεμο δίχως σπαθί,
και άρρωστος από την ίδια μου την ισχύ.
(Μετάφραση: Σμαρώ Τάση)
Ο Ελληνικός Ύμνος, Φρεντερίκ Μιστράλ
(Βραβείο Νόμπελ 1904)
Με την αυγή και η θάλασσα μενεξεδένια
λάμπει, και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν.
Να η άνοιξη γυρίζει, να το χελιδόνι
στον Παρθενώνα ξαναχτίζει τη φωλιά του!
Πανίερη Αθηνά, τίναξε το πουλί σου
στ' αμπέλια μας απάνου τα σαρακωμένα.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Αγάλια αγάλια αποχρυσώνεται το κύμα,
να η άνοιξη γυρίζει, μα στα κορφοβούνια
του Προμηθέα τα σπλάχνα σκίζοντας ένα όρνιο
μεγάλο, ασάλευτο ξανοίγεται μακριάθε'
για να διώξεις το μαύρο γύπα που σε τρώει,
αρμάτωσέ μας, νέε νησιώτη, το καράβι.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Τ' ανάκρασμα τ' ακούτε της αρχαίας Πυθίας:
«Νίκη στων ημιθέων τ' αγγόνια!» Από την 'Ιδη
ως στης Νικαίας τ' ακρογιάλια ξανανθίζουν
αιώνιες οι ελιές. Με τ' άρματα στα χέρια
εμπρός! Τα ύψη των βουνών ας τ' ανεβούμε,
τους σαλαμίνικους αντίλαλους ξυπνώντας!
Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Κι έλα, ετοιμάστε τα λευκά φορέματά σας,
αρραβωνιαστικές, για να στεφανωθείτε
στο γυρισμό τους ακριβούς σας' μέσ' στο λόγγο
γι' αυτούς που σας γλιτώσανε κόφτε τη δάφνη.
Αγνάντια στη σκυφτή και ντροπιασμένη Ευρώπη,
ας πιούμε ξέχειλη τη δόξα, παλικάρια.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
'Ο,τι έγινε μπορεί να ξαναγίνει, αδέρφια!
Στων πυρωμένων τούτων βράχων τη λαμπράδα
με σάρκα θεία μπόρεσ' ο άνθρωπος να ντύσει
το φωτερότερο κι απ' όλα τα όνειρά του.
Κι η χριστιανή ψυχή βουβή εκεί πέρα θα είναι;
Κι εμείς ενός κορμού ξερόκλαδα εκεί πέρα;
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Το Μαραθώνιο πεζοδρόμο ακολουθώντας
κι αν πέσουμε, το χρέος μας έχουμε κάμει!
Και με το αίμα του προγόνου μας Λεωνίδα
το αίμα μας, θριάμβων αίμα, ταιριασμένο,
θα πορφυρώση τον καρπό τον κοραλλένιο
και το σταφύλι το κρεμάμενο στο κλήμα.
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Της ιστορίας μάς φέγγουν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Ορθοί! Και πρόβαλλε από τώρα το παλάτι
στον τόπο εκεί που λύθηκαν τα κακά μάγια,
κι ο Φοίνικας ξαναγεννιέται από τη στάχτη.
Στις αμμουδιές της Μέκκας διώξε το, ήλιε,
το μισοφέγγαρο μακριά απ' τον ουρανό μας...
Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.
(Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς)
Ξεχωριστή Διάθεση, Ρόμπερτ Φροστ
(Βραβείο Πούλιτζερ 1924, 1931, 1937, 1943)
Γονατισμένος πάνω απ' άνθη και λεπτούς βλαστούς της γης
Ανάσκαβα τα χώματα μ' ένα τεμπέλικο εργαλείο
Τονίζοντας την κίνηση με μελωδίες κάθε λογής,
Μα μόλις αντιλήφτηκα κάτι παιδιά από το σχολείο
Έξω απ' το φράχτη μου με κοίταγμα κατασκοπευτικό
Το τραγουδάκι κόπηκε στο στόμα μου άθελα -τι κρίμας!
Αχ, κάθε μάτι αλήθεια, ως και παιδιών ακόμα, είναι κακό
Όταν κατασκοπεύει μια ξεχωριστή διάθεσή μας.
(Μετάφραση: Νίκος Φωκάς)
Αν, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
(Βραβείο Νόμπελ 1907)
Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να 'χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να 'σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν' αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ' το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,
αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν' ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν' αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,
αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ' αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ' την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν' αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν' αντέξεις σ' αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα 'χεις
άλλο εξόν απ' τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,
αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ' άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα 'ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και -περισσότερο ακόμα- θε να 'σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.
(Μετάφραση: Άγγελος Δόξας)
Επιστολή για να μείνει μέσα στη γη, Άρτσιμπαλντ Μακ Λις
(Βραβείο Πούλιτζερ 1933, 1953)
Τώρα είναι κρύο· πιο κρύο.
Τ' άστρα πολλά.
Το ρέμα
στα βορινά μάς σέρνει στη Μεγάλην Άρκτο.
Τα φύλλα πέφτουν, τα νερά έχουν κρουσταλλιάσει
στων βράχων τις κουφάλες.
Πέρα προς το Νότο,
γκρίζοι ουρανοί, κόκκινος ήλιος.
Τα κοράκια αργοπετούνε
με καμπυλωτές φτερούγες,
Φύγανε οι κάργες.
Πάει καιρός που έχουμε αφήσει
του Ωρίωνα τα τρεμόφωτα. Ο καθείς πιστεύει
μέσα του πως πεθαίνει πια. Πολλοί έχουν γράψει
τα τελευταία τους γράμματα, τις στερνές σκέψεις.
Για τώρα θα 'ναι ο θάνατός μας ή για πάντα;
Κανείς δεν ξέρει τούτη η γη που όλο γυρίζει
αν θα ξαναβρεθεί: κανείς δεν ξέρει.
Χάμω κοιτόμαστε· τα ρούχα μας κάτω απ' τα χιόνια.
Παρακαλώ,
(αν κανείς τούτο το γράμμα ανοίξει)
να πει τις λέξεις που ήτανε τα ονόματά μας.
Όλα θα σας τα πω,
κι όσα εμείς μάθαμε' όλα:
Η γη είναι σφαίρα·
έχει πηγές κάτω απ' τα δέντρα.
Το χώμα με μαχαίρι στομωμένο κόβεται.
Φυλάξου απ' τις φτελιές
σαν πέφτει αστροπελέκι.
Τα φώτα που κοιτάς στον ουρανό είν' αστέρια.
Θαρρούμε πως δε βλέπουνε·
θαρρούμε ακόμα
πως τίποτε δεν ξέρουνε τα δέντρα, κι ότι
δε μας ακούν της χλόης τα φύλλα. Λέμε ακόμα
πως άμαθα είναι τα πουλιά.
Τ' αυτί μη στήνεις.
Τη νύχτα στ' ανοιχτά παράθυρα μη στέκεις.
Πριν από σας το 'χαμε ακούσει·
φωνές είναι.
Δεν είναι λόγια· είναι το ξύπνημα του ανέμου.
Κι ακόμα αυτό: Από μας κανείς το θεό δεν είδε.
(Πολλές φορές πιστέψαμε πως σ' ένα δέντρο,
του φθινοπώρου ως ξέσπαε ξάφνου η αντάρα,
οι δέσμες του ήλιου σύγκλιναν· αλλά ήταν λάθος.)
Οι νύχτες είναι επίφοβες, Το νου σας!
Έρχονται τότε τα όνειρα κι οι ανέμοι αλλάζουν.
Τι κρύο! Πλάι στον Αρκτούρο έχει παράξενα άστρα.
Ψηλά φωνές κάποιο άγνωστο όνομα καλούνε.
(Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου)
Ρίτσαρ Κόρυ, Έντουιν Άρλινγκτον Ρόμπινσον
(Βραβείο Πούλιτζερ 1922, 1925, 1928)
Κάθε που ο Ρίτσαρ Κόρυ στην πόλην ερχόταν
από τα πεζοδρόμια τον κοιτάζαμε, ο λαός:
ήτανε κύριος απ’ την κορφή ως τα νύχια, καθαρός
αψεγάδιαστα, κι αυτοκρατορικά στεκόταν.
Κ’ ήταν διακριτικό το ντύσιμό του πέρα ως πέρα
πάντα, και πάντα ανθρώπινος όταν ομιλούσε.
Πιο γοργά, μάλιστα, χτυπούσαν οι καρδιές μας
«Καλημέρα» σαν έλεγε, και, περπατώντας, αχτινοβολούσε.
Κ’ ήτανε πλούσιος -ω ναι, πιο πλούσιος κι από βασιλιά-
και θαυμαστά προικισμένος απ’ τη φύση:
κοντολογίς, πιστεύαμε πως είχεν όλ’ αυτά
που ο καθένας μας θα ’θελε για να ευτυχήσει.
Μες σ’ αυτό το ντορό, το φως καρτερούσαμε μέρα τη μέρα,
δίχως κρέας πορευόμασταν, το ψωμί βλαστημώντας·
κι ο Ρίτσαρ Κόρυ, μιαν ήσυχη, θερινή νύχτα, γυρνώντας
στο σπίτι του, φύτεψε στο κεφάλι του μια σφαίρα.
(Μετάφραση: Άρης Δικταίος)
Άσκηση, Γουίλιαμ Σ. Μέργουιν
(Βραβείο Πούλιτζερ 1971, 2009)
Πρώτα ξέχασε τι ώρα είναι
επί μία ώρα
κάνε το ταχτικά κάθε μέρα
ύστερα ξέχασε τι μέρα είναι
κάνε το ταχτικά επί μία εβδομάδα
ύστερα ξέχασε σε ποια χώρα βρίσκεσαι
κι ασκήσου κάνοντάς το με παρέα
επί μία εβδομάδα
ύστερα κάνε τα μαζί
επί μία εβδομάδα
με όσο γίνεται λιγότερες διακοπές
κατόπι ξέχασε πώς να προσθέτεις
ή να αφαιρείς
δεν κάνει διαφορά
μπορείς να τα εναλλάξεις
ύστερα από μία εβδομάδα
και τα δυο θα σε βοηθήσουν αργότερα
να ξεχάσεις πώς να μετράς
ξέχασε πώς να μετράς
αρχίζοντας από την ηλικία σου
αρχίζοντας από την αντίστροφη μέτρηση
αρχίζοντας από τους ζυγούς αριθμούς
αρχίζοντας από τους λατινικούς αριθμούς
αρχίζοντας από τα κλάσματα των λατινικών αριθμών
αρχίζοντας από το παλαιό ημερολόγιο
προχωρώντας στο παλιό αλφάβητο
προχωρώντας στο αλφάβητο
ώσπου όλα να γίνουν ξανά ενιαία
προχώρησε στο να ξεχνάς στοιχεία
αρχίζοντας από το νερό
συνεχίζοντας στη γη
ανεβαίνοντας στη φωτιά
ξέχασε τη φωτιά.
(Μετάφραση: Γ. Π. Σαββίδης)
Η Έρημη Χώρα, Τ.Σ. Έλιοτ
(Βραβείο Νόμπελ 1948)
Β΄. ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ
Το Κάθισμα όπου κάθονταν, σα στιλβωμένος θρόνος,
Έλαμπε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης
Που βάσταζαν κοντάρια πλουμισμένα με κλήματα
Όθε ξεμύτιζε ένας χρυσός Ερωτιδέας
(Με τη φτερούγα σκέπαζε τα μάτια του άλλος ένας)
Ζευγάρωνε φλόγες από εφτάκλωνους κεροστάτες
Αντιφεγγίζοντας το φως επάνω στο τραπέζι ενώ
Των κοσμημάτων της η λάμψη ορμούσε να το συναντήσει,
Πλούσια ξεχειλίζοντας σε θήκες μεταξωτές.
Σε φιάλες από φίλντισι και χρωματιστό γυαλί
Ξεβούλωτες, ενέδρευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά μυρωδικά της,
Υγρά, σε σκόνη, ή σ’ αλοιφή -σκοτίζανε, συγχύζανε
Και πνίγανε την αίσθηση με αρώματα· ερεθισμένα απ’ τον αγέρα
Που έμπαινε δροσερός απ’ το παράθυρο, τούτα ανεβαίναν
Παχαίνοντας τις τεντωμένες φλόγες των κεριών,
Ρίχνανε τον καπνό τους στα λακουεάρια,
Ξυπνώντας τα στολίσματα στο φατνωτό ταβάνι.
Πελώρια ξύλα πελαγίσια ταγισμένα μπακίρι
Έκαιγαν πράσινα και πορτοκαλιά,
με πέτρα πολύχρωμη πλαισιωμένα,
Και στο θλιμμένο τούτο φως
ένα δελφίνι σκαλισμένο κολυμπούσε.
Πάνω απ’ τ’ αρχαίο το τζάκι παρουσιάζονταν
Λες κι άνοιγε παράθυρο σε μιαν υλαία σκηνή
Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας,
της χαλασμένης τόσο βάναυσα
Από το βάρβαρο βασιλέα· κι όμως εκεί τ’ αηδόνι
Την έρημο όλη γέμιζε μ’ απαραβίαστη φωνή
Κι ακόμη φώναζε κι ακόμη ο κόσμος κυνηγάει,
«Γιακ, γιακ» σε βρώμικα αυτιά.
Κι άλλες ακόμη ρίζες μαραμένες των καιρών
Ήταν στον τοίχο ιστορισμένες· προσηλωμένα σχήματα
Σκύβαν, δηλώνοντας τη σιωπή στην περίκλειστη κάμαρα.
Πατήματα σερνόντουσαν στα σκαλοπάτια.
Κάτω απ’ το φέγγος της φωτιάς,
κάτω απ’ τη βούρτσα, η κόμη της
Άπλωνε πύρινες ακίδες
Έλαμπε με λόγια
Κι ύστερα έπεφτε σε μιαν άγρια γαλήνη.
«Τα νεύρα μου είναι άσχημα σήμερα βράδυ.
Ναι, άσκημα. Μείνε μαζί μου.
Μίλησέ μου. Λοιπόν ποτέ σου δε μιλάς; Μίλησε.
Τι συλλογίζεσαι τώρα; Τι συλλογιέσαι; Τι;
Ποτές δεν ξέρω τι συλλογίζεσαι. Συλλογίσου».
Συλλογίζομαι πως είμαστε στων ποντικών το μονοπάτι
Εκεί που οι πεθαμένοι χάσανε τα κόκαλά τους.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος;»
Ο αγέρας κάτω απ’ την πόρτα.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;»
Τίποτε πάλι τίποτε.
«Δεν Ξέρεις τίποτε; Δε βλέπεις τίποτε;
Δε θυμάσαι Τίποτε;» Θυμάμαι
Να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του.
«Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός;
Δεν έχεις τίποτε μες στο κεφάλι σου;»
Αλλά Χο χο χο χο το Σαιξπηχήρειο τούτο φοξ
Είναι κομψότατο
Είναι ξυπνότατο
«Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω;»
«Θα ξεπορτίσω όπως είμαι,
και θα γυρνώ στους δρόμους
Με τα μαλλιά μου ξέπλεκα, έτσι.
Τι θα κάνουμε αύριο;
Τι θα κάνουμε πάντα;»
Ζεστό νερό στις δέκα.
Κι αν βρέχει, το κλεισμένο αμάξι στις τέσσερις.
Και θα παίξουμε μια παρτίδα σκάκι,
Πιέζοντας μάτια δίχως βλέφαρα
και περιμένοντας ένα χτύπημα στην πόρτα.
Όταν ο άντρας της Λιλ αποστρατεύτηκε, της λέω,
Δεν τα μασούσα τα λόγια μου,
της λέω αυτηνής ’γω που με βλέπεις.
(Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης)
Η Ντροπή της Ευρώπης, Γκίντερ Γκρας
(Βραβείο Νόμπελ 1999)
Στο χάος κοντά, γιατί δεν συμμορφώθηκε στις αγορές·
κι Εσύ μακριά από τη Χώρα, που Σου χάρισε το λίκνο.
Όσα Εσύ με την ψυχή ζήτησες και νόμισες
πως βρήκες, τώρα θα καταλυθούν,
και θα εκτιμηθούν σαν σκουριασμένα παλιοσίδερα.
Σαν οφειλέτης διαπομπευμένος και γυμνός,
υποφέρει μια Χώρα· κι Εσύ,
αντί για το ευχαριστώ που της οφείλεις,
προσφέρεις λόγια κενά.
Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή,
που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία:
η λεία που Εσύ φυλάττεις.
Αυτοί που με τη δύναμη των όπλων
είχαν επιτεθεί στη Χώρα την ευλογημένη με νησιά,
στον στρατιωτικό τους σάκο κουβαλούσαν τον Χέλντερλιν.
Ελάχιστα αποδεκτή Χώρα, όμως οι πραξικοπηματίες της,
κάποτε, από Εσένα, ως σύμμαχοι έγιναν αποδεκτοί.
Χώρα χωρίς δικαιώματα, που η ισχυρογνώμονη εξουσία
ολοένα και περισσότερο της σφίγγει το ζωνάρι.
Σ' Εσένα αντιστέκεται φορώντας μαύρα η Αντιγόνη,
και σ' όλη τη Χώρα πένθος ντύνεται ο λαός,
που Εσένα φιλοξένησε.
Όμως, έξω από τη Χώρα, του Κροίσου
οι ακόλουθοι και οι όμοιοί του
όλα όσα έχουν τη λάμψη του χρυσού
στοιβάζουν στο δικό Σου θησαυροφυλάκιο.
Πιες επιτέλους, πιες! κραυγάζουν
οι εγκάθετοι των Επιτρόπων·
όμως ο Σωκράτης, με οργή Σου επιστρέφει
το κύπελλο γεμάτο ώς επάνω.
Θα καταραστούν εν χορώ,
ό,τι είναι δικό Σου οι θεοί,
που τον Όλυμπό τους η δική Σου θέληση
ζητάει ν' απαλλοτριώσει.
Στερημένη από πνεύμα,
Εσύ θα φθαρείς χωρίς τη Χώρα,
που το πνεύμα της, Εσένα,
Ευρώπη, εδημιούργησε.
(Μετάφραση: Πατρίτσια Αδαμοπούλου)
Χωρισμός, Μπορίς Πάστερνακ
(Βραβείο Νόμπελ 1958. Το αρνήθηκε για πολιτικούς λόγους)
Εκείνος από το κατώφλι του θωρεί
Δίχως το σπίτι ν’ αναγνωρίζει.
Η αναχώρησή της ήταν σα φυγή
Παντού είναι της καταστροφής τα ίχνη.
Το χάος στα δωμάτια βασιλεύει.
Του χαμού την έκταση
Από τα δάκρυα δεν βλέπει
Και της ημικρανίας τη κρίση.
Βουίζουν τ’ αυτιά από το πρωί.
Είναι καλά ή μήπως όνειρα βλέπει πάλι;
Της θάλασσας γιατί
Τη σκέψη στο νου συνέχεια έχει;
Όταν από το παραθύρι έξω η πάχνη
Του Θεού το φως δεν αφήνει να φανεί
Της θλίψης μοιάζει η απελπισιά
Με του πελάγους την ερημιά.
Οικεία του ήτανε πολύ
Λάτρευε την κάθε της γραμμή
Όπως η θάλασσα λατρεύει την ακτή
Εκεί που το κύμα σκάει.
Στα βάθη 'φύγαν της ψυχής
Τα ίχνη της και η μορφή
Σαν τα βραχάκια της ακτής
Που η θύελλα σκεπάζει.
Στους χρόνους των δοκιμασιών,
Στους χρόνους των βασάνων
Της μοίρας το κύμα απ’ τον βυθό
Την έφερε κοντά του.
Μπροστά σ’ εμπόδια άπειρα,
Τον κίνδυνο αγνοώντας
Το κύμα την παρέσυρε,
Την έφερε σιμά.
Μα τώρα το φευγιό της,
Βίαιο να 'ναι δε μπορεί!
Τα σωθικά θα φάει ο χωρισμός,
Τα κόκαλα θα τσακίσει.
Κοιτάζει εκείνος γύρω του:
Την ώρα π’ έφευγε εκείνη,
Τα πάντα αναποδογύρισε
Στου κομοδίνου τα συρτάρια.
Περιδιαβαίνει εδώ κι εκεί
Μέχρι να σκοτεινιάσει
Και στο συρτάρι τακτοποιεί
Κεντήματα και ράκη.
Σκυμμένος πάνω απ’ το πανί
Με το βελόνι δίχως κλωστή
Άξαφνα βλέπει εκείνη
Κι ένας λυγμός τον πνίγει.
(Μετάφραση Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)
Ζοζέ Σαραμάγκου, Ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο
(Βραβείο Νόμπελ 1998)
Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός,
ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος,
ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο,
ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο,
ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα
και με τα μάτια ανοιχτά.
Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων,
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη,
παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων
σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό.
Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου...
Και μια και μπήκατε στον κόπο,
ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε
και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.
Aυτό το ποίημα ανέσυρε η γερουσιαστής του Μεξικού Layda Sansores στις 8/12/13, ασκώντας κριτική από το βήμα της Βουλής στην απόφαση για ιδιωτικοποιήσεις στη χώρα της.
Θαλάσσια καλάμια, Ντέρεκ Γουόλκοτ
(Βραβείο Νόμπελ 1992)
Οι μισοί από τους φίλους μου είναι νεκροί.
Θα σου δώσω καινούριους, είπε η γη.
Όχι, δώσε μου καλύτερα εκείνους πίσω, όπως ακριβώς ήταν
με όλα τους τα ελαττώματα, φώναξα.
Απόψε μπορώ ν’ αποσπάσω κάτι απ΄ τις ομιλίες τους
από το εξασθενημένο βουητό των κυμάτων
ανάμεσα απ’ τα καλάμια, μα δεν μπορώ να περπατήσω
στα φεγγαρόλουστα φύλλα του ωκεανού
εκεί κάτω σ’ εκείνον τον άσπρο δρόμο μόνος
ή να επιπλεύσω με το ονειρικό συναίσθημα
που έχουν οι κουκουβάγιες όταν αφήνουν
το βάρος αυτού του κόσμου.
Ω, γη ο αριθμός των φίλων που κρατάς
υπερβαίνει εκείνους που περιμένουν ν΄αγαπηθούν.
Τα θαλάσσια καλάμια δίπλα στο βράχο
λάμπουν πράσινα κι ασημί.
Εκείνα ήταν τ’ αγγελικά δόρατα της πίστης μου,
αλλά έξω από κάτι που χάνεται,
κάτι δυνατότερο βγαίνει
το οποίο έχει τη λογική ακτινοβολία μιας πέτρας
και του διαρκούς φεγγαρόφωτος, πέρα απ’ την απελπισία,
δυνατό σαν τον άνεμο, που ανάμεσα απ’ τα χωρισμένα καλάμια
φέρνει εκείνους που αγαπάμε εμπρός μας, όπως ακριβώς ήταν,
με όλα τους τα ελαττώματα, όχι ωραιοποιημένους,
απλά εκεί.
(Μετάφραση: Κατερίνα Καντσού)
Για τον Τζων Μπέρρυμαν 1, Ρόμπερτ Λόουελ
(Βραβείο Πούλιτζερ 1947, 1974)
Νιώθω ότι ξέρω με τι καταπιάστηκες, εσύ
ξέρεις με τι καταπιάστηκα - είμαστε λέξεις'
Τζων, χρησιμοποιήσαμε τη γλώσσα λες και την είχαμε πλάσει.
Η τύχη έστριψε το κέρμα, και πλοκή το κατάπιε,
το τέρας που χασμουριέται για το πινάκιο της φακής του.
Αχ, η μοναχικότητα, λες και θα προτιμούσαμε να ανεβαίναμε
σε κανένα βράχο πλάι σ' ένα χορταριασμένο ρυάκι
και να μετρούσαμε τα πρόβατα...
από τη φήμη που ανανεώνει την ψυχή, όχι όμως και την καρδιά.
Η παλίρροια ξεβράζει θαύματα: ποταμούς, λινγκουίνι,
τενεκεδάκια μπύρας, μύδια, ρυάκια αίματος· πόσο κεφάτα καλπάζουν
για να προλάβουν την άμπωτη -ο Χέρμπερτ, ο Θορώ, ο Πασκάλ
γεννήθηκαν για να πεθάνουν από τη μεγαλοκαρδία
των αθλητών στα σαράντα -
ο Αβραάμ αναπαραγόταν με λιγότερο προσδοκώμενο,
ο ουρανός ήταν φίλος του, η γη οπαδός του.
Για τον Τζων Μπέρρυμαν (Ιανουάριος, μετά τον θάνατό του)
Οι νοτιοδυτικές πολιτείες σου και η Νέα Αγγλία
μου είναι η μέρα με τη νύχτα·
ο χειμώνας στην Αγγλία ακόμη είναι πράσινος εκτός εποχής,
εδώ νυχτώνει από τις τέσσερις. Πότε θα σε δω,
Τζων; Η εικόνα σου ξαναζωντανεύει στη μνήμη μου,
ένα δίχτυ πολύ αριστοτεχνικά πλεγμένο για να πιάσει μικρά ψάρια.
Θυσανοπώγων, οι βικτωριανοί όταν ξυπνούσαν σου έμοιαζαν...
Πέρσι τα Χριστούγεννα στο Τσέλσι, εκεί όπου πέθανε ο Ντύλαν Τόμας
ασταμάτητος, υψηλόφρων χωρίς σιγουριά,
από εύθυμη στόφα και σκληρά μπερδεμένος.
«Το σκεφτόμουν στο δείπνο, δεν θα σε ξαναδώ ποτέ».
Ένας χρόνος μανιασμένης αποχής απ' το ποτό, τρία-τέσσερα βιβλία...
Φοιτητής κατ' ουσίαν, κάποτε ξυριζόσουν κόντρα σαν τον Τζόυς,
ζορίστηκες στον αγώνα ταχύτητας, ξεπατώθηκες -
αυτοκτονία, το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου.
(Μετάφραση: Ελεάννα Πανάγου)
εμφάνιση σχολίων