Έξι μήνες σε ένα νησί της Ταϊλάνδης, παρατηρώντας τον κόσμο να πηγαινοέρχεται
ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
21 Μαρτίου 2011
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΝΑΙΛΗ, ΤΗΝ ΑΚΟΥΓΑ ΝΑ ΜΟΥ ΦΩΝΑΖΕΙ ΤΟ ΠΡΩΙ και γω της απαντούσα τραγουδιστά, μιμούμενη την φωνή τενόρου, ήμουνα παράφωνη και αστεία και κείνη λυνότανε στα γέλια. Εγώ γελούσα γιατί την φανταζόμουνα να κάνει ήδη τις γκριμάτσες της. Έκανε δεκάδες γκριμάτσες, «εσύ θάπρεπε να γίνεις κωμικός», της επαναλάμβανα κάθε μέρα καθώς την έβλεπα είτε να φουσκώνει τα μάγουλα και να γουρλώνει τα μάτια είτε να σουφρώνει την μύτη και να σηκώνει τα φρύδια. Δεν υπήρξε ποτέ της κωμικός. Δεν ήξερα τι υπήρξε. Ήξερα μόνο όσα είχα καταφέρει να διαπιστώσω αυτούς τους λίγους μήνες που την είχα για γειτόνισσα.
ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 47 ΠΟΥ ΤΗΣ ΑΡΕΣΑΝ ΤΑ ΜΩΒ ΦΟΥΣΤΑΝΙΑ, τα διάλεγε συνήθως ριχτά και κάτω από το γόνατο και συχνά τα ταίριαζε με λευκά κοχύλια που περνούσε στο λαιμό της. Όσα κοχύλια δεν τα περνούσε στο λαιμό της τα τοποθετούσε στο μικρό τραπεζάκι στην βεράντα της, τακτοποιημένα στην εντέλεια, σε παράλληλες γραμμές. «Τι θα τα κάνεις όλα αυτά;» της έλεγα για να την πειράξω, εκείνα τα απογεύματα που καθόμασταν στην δική της βεράντα και πίναμε πίνα κολάντα με φρέσκο όμως το χυμό του ανανά. «Θα τα φυλάξω σε μια πλαστική σακκούλα και θα τα πάρω μαζί μου πίσω στο Λονδίνο. Έχω ένα μεγάλο γυαλινο βάζο στο σαλόνι, και το γεμίζω με δαύτα κάθε φορά που επιστρέφω από τα ταξίδια μου».
ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΩ ΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ, με την θέρμανση αναμμένη και τα κοχύλια σε ένα γυάλινο βάζο να κρυώνουνε σαν μετανάστες μέσα στο ψυχρό κλίμα μιας άγνωστης πόλης. Προσπαθούσα να φανταστώ κι αλλα για την ζωή της μα ήτανε δύσκολο γιατί την ίδια ώρα που έμοιαζε διάφανη μέσα στις μωβ της αποχρώσεις, ήτανε και καλά κρυμμένη πίσω από τις γκριμάτσες και τους αστείους μορφασμούς της, σημάδια αυτοσαρκασμού που σήμαινε πως για να διακωμωδεί τον εαυτό είχε ήδη παιδευτεί να τον κατανοήσει. Ο αυτοσαρκασμός προϋποθέτει επίγνωση και η επίγνωση προϋποθέτει ζόρισμα. Για μένα έτσι είχε η εξίσωση, εκείνη δεν ήξερα πώς μετρούσε τις ισοδυναμίες της, αλλά υποψιαζόμουνα πως λογάριαστηκε πολλές φορές με τα σύν και τα πλήν της.
ΔΕΝ ΤΗΣ ΑΡΕΣΕ ΝΑ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ. Δεν ήταν άνθρωπος που έκανε ερωτήσεις, όχι γιατί της είχαν τελειώσει πια οι περιέργιες, μα καταχωρούσε την διακριτικότητα σαν πιο σημαντική, προδίδοντας έτσι πως ήξερε να σέβεται το χώρο σου. Ανθρωπος χαμηλών τόνων. Δεν της άρεσαν οι μεγάλες παρέες. Προτιμούσε να μένει ώρες μόνη διαβάζοντας βιβλία. Ένας άνθρωπος ήσυχος που ήταν ωστόσο έκδηλο πως αυτή την ησυχία στην ζωή της ταλαιπωρήθηκε να την κερδίσει. Δεν ξέρω τι με έκανε να το διαισθάνομαι, αλλά ήμουν σχεδόν βέβαιη πως αν ποτέ μου μιλούσε για την ζωή της θα έμεινα έκπληκτη από τις αντιφατικές, σε σχέση με τις σημερινές της, εικόνες που θα περιέγραφε.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΨΙΑΣ ΜΟΥ ήρθε όταν την είδα ένα πρωί να κάνει γυμνόστηθη μπάνιο στην παραλία. Δεν ήταν το γυμνόστηθη που με άφησε έκπληκτη ήταν που από το στήθος της κρέμονταν δύο μικρά ασημένια σκουλαρίκια περασμένα στις ρώγες της. Αυτό το «ξαφνικό» επώδυνο τρύπημα δεν ταίριαζε ούτε με τα μικρά κοχύλια που μάζευε για το λαιμό της και το βάζο της, ούτε και με τα μώβ φουστάνια της που τα διάλεγε ρομαντικά. Έμοιαζε πιο πολύ με τιμωρία και αντίσταση μαζί, παράξενος συνδυασμός, όπως παράξενο ήταν να μου αφηγείται αργότερα τους έρωτες που την πληγωσανε, αφήνοντας κάθε φορά, στο τέλος κάθε ιστορίας, ένα δυνατό ρεύσιμο, λές και ήθελε να βεβαιωθεί πως εξακολουθούσε να τους δίνει τον επίλογο που τους άξιζε.
ΜΥΣΤΗΡΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Μπορούσε να συγκινηθεί με το ασήμαντο, ακόμα και να βουρκώσει την ώρα που κατάπινε λαίμαργα και την τελευταία τηγανιτή κολοκύθα και αμέσως την επόμενη στιγμή μπορούσε να γίνει κυνική αφήνοντας ένα κωμικό μορφασμό σαν απάντηση στην όποια βαθυστόχαστη ανάλυση. Δεν ήξερα κάθε φορά πού θα κατέληγε η κουβέντα μας. Γιατί κάθε φορά έκρυβε μια ανατροπή, την οποία αποκάλυπτε σαν κάτι φυσιολογικό λες και δεν ερχόταν σε αντίθεση με το υπόλοιπο περιεχόμενο της παραγράφου της. Μα ήτανε κάθε φορά αντίθετο, χωρίς όμως να αναιρεί την αλήθεια της.
ΠΕΡΑΣΑΜΕ ΠΟΛΛΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ ΜΑΖΙ. Και ρίξαμε επίσης πολλά ρευσίματα για να τελειώσουμε μια και καλή με ό,τι μας ανακάτευε το στομάχι. Ήπιαμε μαζί πολλά πίνα κολάντα με φρέσκο χυμό ανανά και τραβήξαμε ταυτόχρονα πολλές φορές τα καζανάκια μας φωνάζοντας η μια στην άλλη χαιδευτικά ονόματα σαν μια πεποίθηση πως η τρυφερότητα δεν είναι κάτι ξέχωρο από την καθημερινότητα μας. Εκείνο όμως που ακόμα θυμάμαι και χαμογελώ είναι την μέρα που έτσι ξαφνικά μου ήρθε να την ρωτήσω για το χρώμα το λιλά.
«ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΔΙΑΛΕΓΕΙΣ ΟΛΑ ΜΩΒ;» της είπα και ήμασταν ακόμα με τις αλμύρες της θάλασσας και με τα αντικουνουπικά πασαλειμένες σε όλο μας το σώμα. «Ίσως γιατί ό,τι ήτανε να πενθήσω το πένθησα. Και έτσι πια το μώβ μπορώ να το διαλέγω σαν ησυχία». Δεν είπα τίποτα. Κοίταξα τον ουρανό κι’ υστερα την θάλασσα και σκέφτηκα πως ίσως τελικά πρέπει κάτι μέσα σου να ‘χει ναυαγήσει, για να μην αισθάνεσαι στην ίδια την ζωή σου ναυαγός.
Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Εδώ στο DOC TV, πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδώσει επειγόντως μυθιστόρημα.
εμφάνιση σχολίων