«Ο άνθρωπος με τα όμορφα μάτια»: το βλέπουμε σε animation εκδοχή συν όλο το κείμενο στα ελληνικά
ΠΕΡΣΑ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
2 Δεκεμβρίου 2014
O άνθρωπος με τα όμορφα μάτια
Όταν ήμασταν παιδιά
υπήρχε ένα περίεργο σπίτι
όλα τα στόρια ήτανε
πάντοτε κατεβασμένα
και ποτέ δεν ακούγαμε φωνές
εκεί μέσα και η αυλή ήτανε γεμάτη
μπαμπού και μας άρεσε να παίζουμε
στα μπαμπού, κάναμε τον Ταρζάν
(παρόλο που δεν υπήρχε Τζέιν).
Και υπήρχε μια γούρνα με ψάρια
μια μεγάλη γούρνα γεμάτη απ’ τα
πιο παχιά χρυσόψαρα που έχετε δει ποτέ
και ήτανε ήμερα.
Ερχόντουσαν στην επιφάνεια του νερού
και παίρναν κομμάτια ψωμιού απ’ τα χέρια μας.
Οι γονείς μας μας είχαν πει:
«ποτέ μην πάτε κοντά σ’ αυτό το σπίτι».
Έτσι, φυσικά, πήγαμε.
Αναρωτιόμασταν αν έμενε κανείς εκεί.
Οι εβδομάδες περνούσαν και
ποτέ δεν είδαμε κανέναν.
Τότε μια μέρα ακούσαμε μια φωνή απ’ το σπίτι
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ ΠΟΥΤΑΝΑ!»
Ήταν μια αντρική φωνή.
Τότε η πόρτα του σπιτιού άνοιξε με δύναμη
και ο άντρας βγήκε έξω.
Κρατούσε ένα πέμπτο του ουίσκι
στο δεξί του χέρι. Ήταν περίπου 30.
Είχε ένα πούρο στο στόμα του,
χρειαζόταν ξύρισμα.
Τα μαλλιά του ήταν άγρια και αχτένιστα
κι ήταν ξυπόλυτος με τα εσώρουχα
αλλά τα μάτια του ήταν φωτεινά.
Φλέγονταν από λάμψη και είπε,
«Έι, μικροί κύριοι, περνάτε καλά, ελπίζω;»
Ύστερα έβγαλε ένα μικρό γέλιο
και πήγε πίσω στο σπίτι.
Φύγαμε, πήγαμε πίσω
στην αυλή των γονιών μου
και το σκεφτήκαμε.
Οι γονείς μας, αποφασίσαμε,
μάς ήθελαν να μείνουμε μακριά από εκεί
επειδή ποτέ δεν μας ήθελαν να δούμε
έναν άνθρωπο έτσι,
ένα δυνατό γνήσιο άνθρωπο με όμορφα μάτια.
Οι γονείς μας ντρέπονταν που δεν ήτανε
σαν κι αυτόν τον άνθρωπο,
γι’ αυτό μας ήθελαν να μείνουμε μακριά.
Αλλά πήγαμε πίσω σ’ αυτό το σπίτι
και τα μπαμπού και τα ήμερα χρυσόψαρα.
Πήγαμε πίσω πολλές φορές
για πολλές εβδομάδες
αλλά ποτέ δεν είδαμε ή ακούσαμε
ξανά τον άντρα.
Τα στόρια ήτανε κατεβασμένα όπως πάντα
και ήτανε ήσυχα.
Τότε μια μέρα καθώς γυρίζαμε
απ’ το σχολείο είδαμε το σπίτι.
Ήτανε καμένο ολοσχερώς,
δεν είχε μείνει τίποτε,
μόνο ένα σιγοκαίον
σπειροειδές μαύρο θεμέλιο
και πήγαμε στη γούρνα με τα ψάρια
και δεν υπήρχε νερό μέσα
και τα παχιά πορτοκαλιά χρυσόψαρα
ήτανε νεκρά εκεί, να στεγνώνουν.
Πήγαμε πίσω στην αυλή των γονιών μου
και μιλήσαμε γι’ αυτό και αποφασίσαμε πως
οι γονείς μας είχανε κάψει το σπίτι τους ολοσχερώς,
τους είχαν σκοτώσει, είχαν σκοτώσει τα χρυσόψαρα
επειδή ήταν όλα πάρα πολύ όμορφα,
ακόμη και το δάσος με τα μπαμπού είχε καεί.
Είχαν φοβηθεί τον άνθρωπο με τα όμορφα μάτια.
Και φοβόμασταν έκτοτε πως σ’ όλη τη ζωή μας
πράγματα όπως αυτό θα συνέβαιναν,
πως κανείς δεν ήθελε τον οποιονδήποτε
να είναι δυνατός και όμορφος όπως αυτός,
πως άλλοι ποτέ δεν θα το επέτρεπαν,
και πως πολλοί άνθρωποι θα ’πρεπε να πεθάνουν.
εμφάνιση σχολίων