Έξι μήνες σε ένα νησί της Ταϊλάνδης, παρατηρώντας τον κόσμο να πηγαινοέρχεται
ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
9 Μαρτίου 2011
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΕΞΗΓΗΣΩ πως εγώ διένυσα πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα για να καταφέρω μόνο αυτό: Να σκέφτομαι με καθαρό μυαλό, απέναντι σε καθαρούς ουρανούς και καθαρούς βυθούς. Δεν είχε, λοιπόν, το δικαίωμα να μου σκοτώνει, έστω και για κάποια δευτερόλεπτα, την σκέψη μου. Μα δεν θα καταλάβαινε. Μόνο ένα hello και goodbye ανταλλάζαμε κάθε πρωί. Με φώναζε Λένη, έτσι με φώναζε, γιατί του ήτανε δύσκολο να κολλήσει και το έψιλον στην αρχή. Και γω ένιωθα παράξενα, μα ύστερα μ’ άρεσε. Καθώς συνειδητοποιούσα πως παρότι σ’ αυτό το μέρος της γης, μου αφαιρούσαν ένα γράμμα από το όνομα μου, εγώ δεν αισθανόμουνα τόσες ανεπάρκειες, όσες ένιωθα με όλες μου τις συλλαβές ακέραιες.
ΕΤΣΙ ΠΕΤΑΞΑ ΤΟ ΕΨΙΛΟΝ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΑ. Έμενε να κάνω κάτι και με τον ήχο των πυροβολισμών… Ναι. Αυτή θα ήταν η επόμενη μου κίνηση. Δεν θα άφηνα -έτσι σκεφτόμουνα- τίποτα να διακινδυνεύσει στην ηρεμία του μυαλού μου. Άλλαξα τρία αεροπλάνα, δύο πλοία και μερικά λεωφορεία για να φτάσω μέχρι εδώ. Και κουβάλησα μαζί μου όλα τα χρόνια μου, ένα-ένα, μπας και τα ελαφρύνω κι’ αυτά από τα περιττά τους φωνήεντα, για να τα συμμαζέψω σε μια παράγραφο, που να χωράει σε ένα σακίδιο του ώμου. Τέρμα με τις αποσκευές. Αυτό το είχα προαποφασίσει.
ΚΑΘΕ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΜΕΤΡΟΥΣΑ ΕΞΙ. Ούτε πέντε, ούτε εφτά. Τι διάολο μ’ αυτό τον αριθμό. Έξι φορές στον αέρα. Στο πουθενά. Κανένας ορατός στόχος. Μόνο ο ουρανός, αλλά μου φαινότανε σχεδόν αδιανόητο να αποτελούσε ο ουρανός στόχο. Όσο διαφορετικά κι’ αν σκέφτονται σ’ αυτή τη χώρα, δεν είναι δυνατόν ο ουρανός να είναι στόχος. Ειδικά ο δικός τους. Που άλλαζε χρώματα κάθε απόγευμα σαν τρελός, που έσμιγε τις πιο παράξενες αποχρώσεις, που χυνότανε μέσα στην θάλασσα λες και ήθελε να την χαϊδέψει, δεν γινότανε λοιπόν.
«ΓΙΑΤΙ ΠΥΡΟΒΟΛΑΣ;» ρώτησα τον Ομ, το επόμενο πρωί. Του φάνηκε παράξενο που δεν ήξερα. Όπως παράξενο θα μου φαινότανε εμένα, αν με ρωτούσε κανείς γιατί παίζουν οι καμπάνες στην εκκλησιά. Κάπως έτσι το είδα το βλέμμα του. Μα ύστερα το μαλάκωσε κι’ αποφάσισε να μου εξηγήσει. «Είναι για να φύγουν τα κακά πνεύματα» μου είπε. «Και έτσι φεύγουν τα κακά πνεύματα;» ρώτησα με τον κίνδυνο μάλιστα να τον προσβάλω. «Ναι φεύγουνε Λένη, φεύγουνε» μου είπε και συνέχισε: «Να μην φοβάσαι τους πυροβολισμούς Λένη. Όταν τους ακούς να σκέφτεσαι πως μετά μπορείς να ησυχάσεις. Γιατί διώξαμε τα κακά πνεύματα»… Έμεινα απορημένη να τον κοιτώ. Του χαμογέλασα και έφυγα.
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΩΝ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΩΝ, ΗΜΟΥΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ. Είχα μόλις ξυπνήσει. Άνοιξα την μικρή σχισμή της γαλάζιας κουνουπιέρας μου και κατέβασα το πόδια μου στο ξύλινο πάτωμα. Περπάτησα μέχρι την πόρτα του μπάνιου και πριν ακόμα ανοίξω τα παράθυρα, πριν ακόμα κοιτάξω πίσω από τις ροζ κουρτίνες το δειλινό, κοίταξα τον εαυτό μου στο καθρέφτη. Κοίταξα το δέρμα μου που έμοιαζε πιο φωτεινό ακόμα και με κλειστά παράθυρα και τα μάτια μου που δεν είχανε μαύρους κύκλους παρόλο που ξενυχτούσα και κάπνιζα και έπινα και χόρευα. Κοίταξα τα μαλλιά που ήτανε γεμάτα κόμπους, μα ήτανε όμως ξανθά και λαμπερά και ίσως γεμάτα ακόμα από κόκκους άμμου. Κοίταξα τον εαυτό μου στον μικρό πλαστικό άσπρο καθρέφτη κι’ ύστερα άνοιξα τη βρύση, άφησα το κρύο νερό να τρέξει στο πρόσωπο μου, κι’ ύστερα έτρεξα να ανοίξω την πόρτα του δωματίου μου, να δω τη μέρα, να δω το πράσινο, να δω την θάλασσα. Να ακούσω τους έξι πυροβολισμούς και να δω τον υπόλοιπο εαυτό μου…
Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Εδώ στο DOC TV, πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδώσει επειγόντως μυθιστόρημα.
εμφάνιση σχολίων