0
1
σχόλια
1462
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Μια ιστορία για τη μέρα που ξαναβρήκες το παιδικό σου ένστικτο. Και τα σύννεφα-φιλιά

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
4 Μαΐου 2011
TΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΗΜΟΥΝΑ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 19. Φοιτήτρια στην Αθήνα, με πολύ λεπτά πόδια σφηνωμένα σε κολλητά τζιν και σγουρά μαλλιά πιασμένα με χρωματιστά κοκαλάκια. Είχα κάρτα πολλαπλών διαδρομών και την χρησιμοποιούσα στο λεωφορείο 220, το οποίο περνούσε έξω από το σπίτι μου. Είχα και μια απίστευτη αισιοδοξία για τον κόσμο και για μένα, μόνο που για μένα είχα και μια θλίψη, την κουβαλούσα στα κύτταρα μου, δεν κατάλαβα ποτέ το γιατί, μα το περίεργο ήταν πως κατάφερνα να συνδυάζω θλίψη και αισιοδοξία χωρίς να αντιμάχονται η μια την άλλη.

ΕΤΣΙ ΗΜΟΥΝ, ΣΧΕΔΟΝ ΠΑΝΤΑ, ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΗ και μόνο τα βράδια ή τις ώρες που έγραφα ένιωθα μελαγχολικά, όπως οι ποιητές, έτσι πίστευα, πως αυτή η μελαγχολία ήτανε λουλούδι από τον κήπο των ποιητών, γι’ αυτό ίσως ενδόμυχα την πότιζα με θλιμμένους στίχους και με μεταμεσονύχτιες κουβέντες για ό, τι νιώθαμε να μας λείπει. Κι’ ύστερα έπαιρνα το άρωμα της και ράντιζα τις κόλλες μου, έτσι μυστικά την έκρυβα, χωρίς να συνειδητοποιώ πως αυτή ήταν τελικά που θα με έκρυβε, μέσα στο δικό της κήπο.

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ περπάτησα-θυμάμαι- μέχρι την Ιπποκράτους, δεν πήρα το 220 ούτε και κανένα άλλο λεωφορείο. Ήτανε θυμάμαι κρύο, φορούσα ένα χακί στρατιωτικό παλτό που ήτανε στην μόδα και καουμπόικες μπότες, δεν θυμάμαι αν έβρεχε, μα προτιμώ να έχει η ανάμνηση μου βροχή, έτσι λέω πως μάλλον θα έβρεχε και το σινεμά ήτανε γεμάτο.

ΔΙΑΒΑΣΑ ΣΤΙΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ γι’ αυτή την ταινία, δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Τζουζέπε Τορνατόρε, ούτε και θυμάμαι αν είχα ξαναδεί μέχρι τότε ιταλικό φιλμ, μα ήτανε η εποχή που όλοι οι φοιτητές στην Αθήνα λάτρευαν τον Φελίνι και μιλούσαν για την Τσινετσιτά, οι πιο ψαγμένοι αναφέρονταν στον Παζολίνι και γω προσπαθούσα να αφομοιώσω τις πληροφορίες πεπεισμένη πως για να μάθω τον κόσμο έπρεπε πρώτα να τον δω μέσα από τα μάτια των Ιταλών σκηνοθετών. Η ταινία έπαιζε για βδομάδες μα ανέβαλα να πάω μέχρι εκείνο το βράδυ που κάτι φαίνεται να συνομώτησε για να βρεθώ στο «Σινεμά Παραντίσο».

Ο ΑΛΦΡΕΝΤΟ ΜΕ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ, ο μικρός Τότο, το παλιό σινεμά στην πλατεία, η Ελένα, τα χαμένα φιλιά, δεν ήξερα την σημασία τους, δεν ήξερα πως χάνονται τα φιλιά και πως ξεθωριάζουν οι αναμνήσεις, πως το παιδικό βλέμμα σκουραίνει και η ζωή στα χρόνια κομματιάζεται σε μικρά καρέ για να χωρέσει στο φιλμ της μνήμης, δεν ήξερα πως όλα γίνονται, κάποια στιγμή, προσωπική προβολή, πως γίνεσαι αλλιώς από το παιδί που υπήρξες, πως εκείνο παγώνει σε μια εικόνα, όπως αυτές στον κινηματογράφο, όπως ο μικρός Τότο που έκοβε τα φιλιά για να τα ενώσει όλα ξανά μεταξύ τους.ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ δεν είχα προλάβει να ζήσω όταν τα έβλεπα στο «Σινεμά Παραντίσο», μα θυμάμαι, πως στο τέλος έκλαιγα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να περπατήσω, μπέρδευα τα βήματα μου και φυσούσα την μύτη μου σε χρησιμοποιημένα χαρτομάντηλα, έκλαιγα σε όλη την Ιπποκράτους, και υποψιάζομαι πως εκείνο το βράδυ πρέπει να ήταν και το πρώτο, στο οποίο η υπόγεια μελαγχολία μου κατάφερε να νικήσει την αισιοδοξία που είχα για τον κόσμο και για μένα. Εκείνο το βράδυ ένιωθα πως τα φιλιά δίνονται για να χάνονται και οι στιγμές είναι για να τις θυμάσαι, παρά για να τις ζεις. Έτσι κλαίγοντας έφτασα μέχρι το σπίτι μου, ένα βράδυ στην Αθήνα που ήμουνα γύρω στα 19, με κάρτα πολλαπλών διαδρομών αλλά χωρίς ακόμα την γνώση ή την επίγνωση κάποιας διαδρομής χαμένης.

ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΩ. Το πώς ξαφνικά την ώρα που ετοίμαζα το σακίδιο μου για το μακρινό και πολύμηνο μου ταξίδι στην Ασία- αυτή την πιο ουσιαστική, ίσως, διαδρομή της ζωής μου- αποφάσισα την τελευταία στιγμή να πάρω μαζί το σιντί με το σάουντρακ εκείνης της ταινίας. Είχα να το ακούσω χρόνια, ήτανε φυλαγμένο μάλιστα πίσω-πίσω στο μεγάλο συρτάρι, όπου φύλαγα τις μουσικές μου, δεν θυμόμουνα καν την μελωδία, ούτε και δοκίμασα να το ξανακούσω πριν αποφασίσω πως θα ήταν μια από τις συντροφιές μου, ενστικτωδώς το πήρα στα χέρια μου και ενστικτωδώς το έριξα μέσα στις αποσκευές.

ΑΛΛΑΞΑ ΤΡΙΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ, επιβιβάστηκα σε ένα παλιό καράβι με το όνομα Κουήν, ύστερα σε μια μακριά βάρκα (έτσι τις αποκαλούν εδώ – long boats), και μετά από κάμποσες ώρες και σκέψεις έφθασα επιτέλους στο νησί. Πέρασαν μέρες μέχρι να προσαρμοστώ, όχι στο χώρο, μα στην ιδέα πως άλλαζα ζωή, ή καλύτερα στην ανάγκη μου να αλλάξω ζωή. Να τυπώσω ξανά μια κάρτα πολλαπλών διαδρομών, όπως τότε που ήμουνα φοιτήτρια, η οποία τώρα θα μου επέτρεπε να αλλάζω τρένα και πλοία και αεροπλάνα, για να γνωρίσω καινούργιες διαδρομές έχοντας όμως πια γνωρίσει και αρκετές που τις μετρούσα για χαμένες.

ΗΤΑΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΠΟΥ ΕΔΩ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΩΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΡΟΖ, ο ωκεανός πράσινος όπως τα δέντρα της ζούγκλας, οι ήχοι από τα πουλιά και τα γκέκο δυναμώνουν και οι Ταυλανδοί πυροβολούν στο αέρα έξι ή εφτά φορές για να σκοτώσουν τα κακά πνεύματα. Ήταν, λοιπόν, ένα τέτοιο απόγευμα, με ροζ και πράσινο και τα κακά πνεύματα- τα δικά τους και τα δικά μου-νεκρά, όπου κάθισα στην βεράντα, και κοιτώντας πότε την ξύλινη γέφυρα και πότε τις βάρκες που πηγαινοέρχονταν, διάλεξα να ακούσω την μουσική από το Σινεμά Παραντίσο. Έβαλα στα αυτιά μου τα ακουστικά και δυνάμωσα την ένταση.

ΟΛΑ ΕΣΒΗΣΑΝ ΞΑΦΝΙΚΑ, οι ήχοι της ζούγκλας, τα βήματα των περαστικών, οι μηχανές των βαρκών, τίποτα δεν άκουγα παρά μόνο την μελωδία του Σινεμά Παραντίσο. Και τότε ήταν που την είδα. Να φοράει κόκκινο παλτουδάκι, έστω κι’ αν είναι καλοκαίρι, και κόκκινες μπότες με μαύρα κορδόνια. Είχε τα μακριά καστανά της μαλλιά πιασμένα σε μια χαριτωμένη κοτσίδα και χοροπηδούσε πάνω στην γέφυρα κατενθουσιασμένη. Ήταν τόσο αθώα και γεμάτη ζωή που ένιωσα πως ο ουρανός και ο ωκεανός και ολόκληρη η φύση, υπήρχαν μόνο για να μπορεί, αυτό το μικρό κοριτσάκι των πέντε χρονών, να χοροπηδά πάνω σε μια ξύλινη γέφυρα και να χαζεύει τους κάβουρες στους βράχους και τα πουλιά που αλλάζανε κλαδιά.ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΜΕ ΤΟ ΕΝΑ ΤΗΣ ΧΕΡΙ το ξύλινο στερέωμα της γέφυρας και το άλλο το άφηνε να χαιδεύει τον αέρα, περπατούσε χωρίς να σκαλώνει στις τρύπες των ξύλων, περπατούσε και άφηνε το παλτό της να ανεμίζει μαζί με την κοτσίδα της και γελούσε με κείνο το γέλιο της ευτυχίας που σημαίνει αθωότητα και ταυτόχρονα πίστη. Την είδα εκείνη ακριβώς την στιγμή που άκουγα το κομμάτι For Elena, κι’ ύστερα, μερικά λεπτά αργότερα, πίσω της είδα να εμφανίζεται ο Αλφρέντο με το ποδήλατο του, και, τι παράξενο, πιο πίσω ακολουθούσε ο μικρός Τοτό, με κοντό παντελόνι και άσπρο φανελάκι, με τα μαλλιά του κοντά κολλαριστά, έτρεχε φωνάζοντας το όνομα της, και όσο εκείνος φώναζε το όνομα της, τα βιολιά δυνάμωναν στ’ αυτιά μου, και τα σύννεφα στον ουρανό έμοιαζαν με τεράστια φιλιά, δεν καταλάβαινα τι γινόταν, μα ο ουρανός ήταν γεμάτος φιλιά και ένα κοριτσάκι με κόκκινα ρούχα περπατούσε προς το μέρος μου, λες και ήθελε να το κρατήσω σφικτά στην αγκαλιά μου, περπατούσε χαρούμενο που με βλέπει ξανά λες και με είχε χάσει χρόνια, φώναζε το όνομα μου, μα το όνομα μου ήταν το ίδιο με το δικό της, εκείνο που της φώναζε ο Τότο, ο Τότο που ένωνε τα φιλιά.

ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑΣΑ. Την κράτησα ώρα μέσα στην αγκαλιά μου φιλώντας την στο μάγουλο, ζητώντας της χιλιάδες συγνώμες. Εκείνη πέρασε τα μικρά χεράκια της από το λαιμό μου και έμοιαζε να μην ακούει την φωνή μου, έμοιαζε να μην ακούει τις συγνώμες μου, δεν ήξερε άλλωστε για ποιο πράγμα έπρεπε να με συγχωρέσει, ήξερε μόνο να ακούει την μελωδία του παράδεισου, και με κείνη την μελωδία, άφηνε τα χεράκια της να μου χαϊδεύουν το λαιμό.

ΑΡΧΙΣΑ ΤΟΤΕ ΝΑ ΚΛΑΙΩ, ένιωθα πως έκλαιγα ωκεανό, ένιωθα πως μέσα στα μάτια μου έλιωναν τα σύννεφα-φιλιά και κυλούσαν για να σμίξουν με τα κύματα, ένιωθα πως όσο την κρατούσα τα φιλιά δεν δίνονται για να χάνονται αλλά για να μεταμορφώνονται, μέσα από δάκρυα σε κύματα, και όσο έκλαιγα τόσο πιο σίγουρη γινόμουν, πως ήρθε να με συναντήσει ακριβώς γι’αυτό, για να μου θυμίσει πως τίποτα δεν χάνεται, απλά μεταμορφώνεται, αρκεί να το αφήσεις ελεύθερο να φύγει από μέσα σου, δείχνοντας εμπιστοσύνη σ’ αυτό που λέγεται ζωή.

ΗΤΑΝ ΛΟΙΠΟΝ ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ, όπου την ώρα που άκουγα τη μουσική του Σινεμά Παραντίσο, είδα τον εαυτό μου. Το μικρό κοριτσάκι, των πέντε χρόνων με το κόκκινο παλτό, που χοροπηδούσε γεμάτο χαρά, ήμουνα εγώ. Και ήρθε για να με συναντήσει ώστε να μπορέσω να το αγκαλιάσω ξανά και να του ζητήσω συγνώμη. Που τόσα χρόνια το είχα ξεχάσει, που δεν του έδειξα εμπιστοσύνη, δεν πίστεψα πως το ένστικτο είναι ο μόνος δρόμος της ζωής. Με κείνη την συγνώμη άφησα επιτέλους, για πρώτη φορά το λουλούδι της θλίψης να μαράνει. Για να γίνει χώμα και να ποτιστεί από τα σύννεφα-φιλιά.


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Εδώ στο DOC TV, πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδώσει επειγόντως μυθιστόρημα.

εμφάνιση σχολίων